Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

δικαιολογίες για να μαθαίνω

Έχω κάτι αϋπνίες που αξίζουν. Στο ελάχιστο φως τα μάτια μου διαβάζουν χρώματα, ξαπλωμένα δίπλα από το μαξιλάρι μου.



Κάποια πράγματα θα σε βρουν όπου και αν είπες ότι πας. Κάποια άλλα δεν θα σε βρουν ποτέ ακόμα και αν πέρασες ή στάθηκες μπροστά τους για μια ολόκληρη από τις ζωές σου. Είτε γιατί δεν θες εσύ, είτε γιατί αυτά δεν θέλουν, είτε για έτσι.

Η μουσική θα σε βρίσκει πάντα. Οι λέξεις θα σε βρίσκουν. Και ας λένε ότι οι λέξεις μας κάποτε θα τελειώσουν, οι λέξεις μας θα λήξουν. Οι δικές μας, ναι. Των άλλων για εμάς, ποτέ.

Σκέφτεται κάποια που της αρέσουν οι δικαιολογίες. Σκέφτομαι ότι και εμένα μου αρέσουν. Πάντα είχα τους λόγους, μα όσο δεν έβρισκα τις δικαιολογίες μου έμενα εκεί που ήμουν. Εκεί, εδώ, τα μπέρδεψα και αυτά, όπως τόσα άλλα. Είναι και κάποιοι που άλλαξαν τρόπους με τόπους, εξίσωσαν χώρους και χρόνους, έφτιαξαν χώρες, τα εδώ και τα εκεί μου, μια δεν πιάνουν. Εγώ όμως τα μπέρδεψα, φτιάχνοντας δικαιολογίες μη δω αυτούς που στάθηκαν ή πέρασαν μπροστά μου.

Πριν δύο τρία ποστ μου άφησαν αυτό το σχόλιο: πάντα τόσο άδεια ήσουν; Ίσως. Και που θες να ξέρω. Όμως έτσι γεμίζουμε. Όταν διαπιστώνουμε τα κενά μας. Τίποτα δε μπορεί να σε γεμίσει πιο σωστά από το κενό που αναγνώρισες. Αυτό που δεν προσπάθησες να μπουκώσεις όπως όπως, παρά το άφησες να αδειάσει εντελώς και ύστερα να φύγει. Και όχι να φύγει ακριβώς, μα να χαθεί, να ξεθωριάσει, να κάνει πως δεν ήτανε ποτέ.

Και διαπιστώνω πως κουμπί δεν έχω. Αυτό που το πατάς να αλλάξεις αυτό :( ή έστω αυτό :/ σε αυτό :). Μια παρένθεση γίναμε. Ανοιχτή ή κλειστή. Στο άνοιγμα γινόμαστε θλιμμένο προσωπάκι. Στο κλείσιμο χαμογελάμε. Πιο ασφαλές το γέλιο σε κλεισμένο εαυτό. Γιατί δεν ξέρουμε να αδειάζουμε.

Άδειασα με 162 σελίδες, βάλε και τις κενές  μπροστά και πίσω, εξώφυλλο, οπισθόφυλλο, τα περιεχόμενα και κάτι ψιλά σημαντικά. Άδειασα. Και κάθε λέξη που με διάβαζε με άκουγε αυτό



Εμμονική η κάθε λέξη, εμμονική και η κάθε νότα.

Ξεγελάσαμε το μέσα μας και χωθήκαμε σε ζωές που ούτε για αστείο δεν θα αντέχαμε, μόνο για να πούμε ότι το νιώσαμε και αυτό. Ψάχναμε να καρφώσουμε παράσημα, σημάδια που κουβαλούσαμε μέχρι που ένα πρωί λουστήκαμε κρύους ιδρώτες που δεν τα βρήκαμε εκεί που τα θυμόμασταν την προηγούμενη, μα τελικά γυρίσαμε πλευρό και κοιμηθήκαμε ξανά πιο ήσυχοι από ποτέ.

Έχω μέσα μου κάτι γλυκό. Πολύ γλυκό. Ψάχνω να κάνω όμορφο τόπο τον τρόπο μου και χώρο το χρόνο μου.

Δεν ξέρω τι θέλω να πω. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα τι προσπαθώ να πω.


Μάλλον μαθαίνω να αδειάζω. Και είναι ωραία. 

Τρίτη 29 Απριλίου 2014

όταν ξημερώνει καλοκαίρι


Οι κουρτίνες βαριές. Από το ταβάνι μέχρι το πάτωμα. Να μη μπαίνει ούτε φως, ούτε σκοτάδι. Από πίσω τα παράθυρα μικρά και σφραγισμένα. Δεν ανοίγουν ολόκληρα. Από τη μέση και πάνω και πάλι είκοσι εκατοστά ανάκλιση και αυτά με το ζόρι. Το πάπλωμα χοντρό, βαρύ. Τα σεντόνια ζεστά. Μια φόρμα χοντρή για πιζάμα και από πάνω φανελάκι αθλητικό. Και στους μείον να τη βάλεις από πάνω με φανελάκι θα κοιμηθεί. Από τις 12 παρά στο κρεβάτι.

Οι κουρτίνες μεταξωτές. Διάφανες. Σέρνονται από το νοτιά και σκουπίζουν το ξύλινο πάτωμα. Και τα δύο φύλλα της μπαλκονόπορτας ορθάνοιχτα. Τα παντζούρια κλειστά να μην μπει ο πρωινός ήλιος και την ψήσει. Τα σεντόνια λευκά, δροσερά. Μόνο το κάτω εσώρουχο έχει αφήσει πάνω της και το πανωσέντονο το είχε κάνει μια λωρίδα και το είχε μπλέξει ανάμεσα στα πόδια της κρύβοντας το δεξί γλουτό της. Μπρούμυτα με το ένα πόδι λυγισμένο. Στο κρεβάτι στις 3 τα ξημερώματα.

Ανάμεσα στα δάχτυλά των ποδιών της είχε άμμο και στο στόμα της αλμύρα από τον ιδρωμένο του λαιμό. Ήθελε τόσο πολύ να τον αφήσει να κάνει τη γλώσσα του βόλτες στο στόμα της, μα της μύριζαν οι μπύρες που είχε πιεί και η παραξενιά της κέρδισε. Του γύρισε το λαιμό της και για να ανταποδώσει έγλυψε το δικό του.

Με σταγόνες ιδρώτα ανάμεσα στο στήθος προσπαθούσε να φέρει στο μυαλό της το φιλί που δε γεύτηκε και στρίμωξε το χέρι ανάμεσα στα πόδια της, μα την πήρε ο ύπνος.

Πέντε ώρες μετά, ξύπνησε στην ίδια ακριβώς στάση με το χέρι ανάμεσα στα πόδια της. Ανασήκωσε τους γλουτούς και το βόλεψε λίγο καλύτερα, χωρίς να έχει ανοίξει καν τα μάτια. Το μαξιλάρι ήταν μούσκεμα, το εσώρουχο το ίδιο. Τα μαλλιά είχαν κολλήσει στην πλάτη της. Η ανάσα της βαριά, λίγο πιο ζεστή από τον αέρα στο δωμάτιο. Σχεδόν υπέφερε. Άκουσε τα βήματα της μάνας της στη σκάλα και πίστεψε ότι θα προλάβει, μα δεν τα κατάφερε.   

Δεν κλείδωνε την πόρτα της. Μα τους είχε πει να μη μπαίνουν, πριν χτυπήσουν και πριν περιμένουν να ντυθεί. Η μάνα της ποτέ δεν ακολούθησε τις οδηγίες και όμως εκείνη ποτέ δεν αποφάσιζε να κλειδώσει.

«Ξύπνησες;» Την πλησίασε και της χάιδεψε την πλάτη. Είχε βγάλει το χέρι από εκεί και το είχε ανεβάσει στην κοιλία της, βρέχοντας τον αφαλό της. «Είπαμε, το ξενύχτι ξενύχτι, αλλά και η δουλειά δουλειά», της είπε γλυκά. Έσκυψε μετά στο αυτί της και της ψιθύρισε. «Μυρίζεις ολόκληρη…Πρόσεχε.» Τη φίλησε στον ώμο, σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο, κλείνοντας την πόρτα πίσω της.

Ξύπνησε μπρούμυτα με το ένα πόδι λυγισμένο και το χέρι εκεί ανάμεσα. Το πάπλωμα στα πόδια της και το φανελάκι μούσκεμα από τον ιδρώτα. Προσπάθησε να ακούσει τα βήματα της μάνας της στις σκάλες μα δεν τα κατάφερε. Εξάλλου δεν υπήρχε σκάλα. Ανασήκωσε τους γλουτούς και βόλεψε το χέρι της λίγο καλύτερα. Δε χρειάστηκε να σκεφτεί τίποτα παραπάνω. Ένα καλοκαίρι στο χωριό, με αλμύρα και άμμο, μπερδεμένο με ιδρώτα και μυρωδιά μπύρας, που το έσερνε χρόνια μαζί της ήταν αρκετό.

Σηκώθηκε και άνοιξε της κουρτίνες. Το θερμόμετρο μέσα στο σπίτι έλεγε 14˚C. Άνοιξε και τα παράθυρα όσο γινόταν. Έκανε παγωνιά. Έβρεχε όλο το βράδυ, η αυλή είχε γίνει πισίνα με δέκα εκατοστά λάσπη. Συνέχιζε να βρέχει, φυσώντας παράλληλα και γεμίζοντας τα τζάμια λεκέδες.

«Το ξενύχτι ξενύχτι και η δουλειά δουλειά». Είπε στον εαυτό της και πήγε στο μπάνιο.

Μπροστά από τον καθρέφτη, βγάζοντας το φανελάκι είχε ένα άσπρο φρεσκοσχηματισμένο τριγωνάκι γύρω από κάθε στήθος. Το δέρμα στους ώμους της έμοιαζε να έχει σκουρύνει και να ζητά ενυδάτωση. Έκανε ένα χλιαρό ντουζ ίσα να ξεπλύνει την αλμύρα από το κορμί της και έμεινε να κοιτά την άμμο που μαζεύτηκε κοντά στο σιφόνι.


Σήμερα εκτός από κρέμα ημέρας θα άπλωνε και λίγο αντηλιακό στο πρόσωπό της.         

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

ίσιος γιαλός, αϋπνίες

Στο χωριό λέει φυσάει. Και όταν φυσάει στο χωριό δεν παίζει. Το κύμα περνάει πάνω από τα τεράστια βράχια ρίχνοντάς τα κάποιες φορές μέσα στο λιμάνι. Στο παλιό σπίτι περνούσε το νερό το δρόμο, ανέβαινε τα τρία σκαλάκια της αυλής και έμπαινε κάτω από την πόρτα αφήνοντας φύκια στο πατάκι μας. Ακόμα φτυαρίζουν φύκια όπως αλλού το κάνουν με τα χιόνια.

Έμαθα να κοιμάμαι με τον ήχο της μηχανής του βαποριού στα αυτιά μου. Να νανουρίζομαι με τα δύο αλλά και τα οκτώ μποφόρ. Με έμαθε ο πατέρας μου να τρέχω τις βαπορίσιες σκάλες και να αγνοώ της μάνας μου τα πρόσεχε. Σε εφτάρια καθόμουν έξω από την αριστερή πόρτα της γέφυρας άνοιγα το στόμα και έτρωγα θάλασσα σε σταγόνες. Έμαθα τα βαπόρια του απέξω και ανακατωτά και ακόμα τα θυμάμαι. Με κλειστά τα μάτια κατέβαινα και μπλεκόμουν στο μηχανοστάσιο. Έφευγα μόνη μου και τον έβρισκα σε λιμάνια. Βόρειες Σποράδες μέσα στον Ιούλιο. Ένας αγώνας δρόμου από τις 5 το πρωί μέχρι τις 12. Κοιμόμουν στο κρεβάτι του και εκείνος δίπλα μου στο πάτωμα. Τον ξυπνούσε ένας καμαρότος γρατζουνώντας την πόρτα μια φορά.  Για ολόκληρη εβδομάδα δεν κατέβαινα σε λιμάνι. Φόρτωνα βιβλία τις βαλίτσες μου και καθόμουν σε μια καρέκλα έξω από τη γέφυρα με ένα ψάθινο καπέλο, χωρίς αντηλιακό, ούτε στο πρόσωπο. Πίσω από τη σιδερένια χαμηλή πόρτα με το σύρτη με έβλεπαν οι τουρίστες και την ψώνιζα που μπορούσα να είμαι από την άλλη πλευρά δίπλα από τον καπετάνιο.

Τις μέρες που δε μπορώ να κοιμηθώ φαντάζομαι ότι κουνιέται το ταβάνι. Αφού δεν στραβά αρμενίζω να μοιάζει πως στραβώνει ο γιαλός . Μα δεν πιάνει. Ώρες ώρες θα ήθελα να κουνάει και ας είμαι δεμένη στο λιμάνι. Και στο κεφάλι μου να βουίζει ο ήχος της μηχανής, όχι ο εαυτός μου. Να έχω τον πατέρα μου να λαγοκοιμάται στη δίπλα καμπίνα με ανοιχτή την πόρτα και τον αδερφό μου να μου πετάει στρατιωτάκια από το κρεβάτι μετά το κομοδίνο.

Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

είμαι στην πλευρά με τα μισά και τα παράσιτα

Ή δευτέρα ή τρίτη λυκείου. Δεν θυμάμαι. Είχε έρθει η μάνα μου να με μαζέψει από το φροντιστήριο. Είχα κάνει κατάληψη στο κασετόφωνο, ακόμα και όταν δεν ήμουν στα αυτοκίνητο ό,τι άφηνα μέσα άκουγαν. Άρα πιο πιθανόν τρίτη, εκεί στις πανελλήνιες που δε μου χάλασαν χατίρι. Ήταν μια εξηντάρα γκρι διάφανη κασέτα. Από τη μια πλευρά μισά τραγούδια από τη μέση και κάτω ή από την αρχή μέχρι τη μέση ή η μέση μόνο, με παράσιτα από σταθμούς που κάναμε ακροβατικά να πιάνουν στο χωριό. Η κεραία, σύρμα τυλιγμένο στην άκρη της και το σύρμα κολλημένο στο ταβάνι με σελοτέιπ. Η άλλη πλευρά θυμάμαι ότι είχε αυτό


και νομίζω το Μπονάτσο να τραγουδάει Γαρύφαλε. Τα υπόλοιπα δεν μου έρχονται για κανένα λόγο.

Δεν ήταν Πάσχα. Σίγουρα δεν ήταν Πάσχα. Ή καταχείμωνο ήταν, πίσσα σκοτάδι από τις πέντε ή Ιούλιος πριν τις εννιά και σουρούπωνε.

Θέλω να σου πω κάτι. Μου είπε σα βρεγμένη γάτα και χαμήλωσε την ένταση.

Πες. Ακούω. Και τη δυνάμωσα. Πρέπει να ήμασταν κάπου στο 0,40 του τραγουδιού. Τότε λέγαμε, εκεί κάπου που κάνει έτσι και εκεί κάπου που λέει αυτό. Τώρα δες στο 0,40. Δες τι λέει, δες πως κάνει.

Η θεία σου συνάντησε πριν από μια εβδομάδα το νονό σου στη Χαλκίδα.

Δυνάμωσα ακόμα λίγο. Εκεί κάπου στο 1,00.

Της έδωσε το τηλέφωνό του. Αν θες να τον πάρεις. Μόνο εσύ. Είπε να αποφασίσεις μόνη σου.

Το χέρι μου ήταν ακόμα απλωμένο, πήγαινε ή ερχόταν να ανεβάσει ή να μειώσει την ένταση. Που να θυμάμαι.

Δωστο μου. Και του άλλαξα πορεία τελευταία στιγμή.

Μικρή. Ο νονός σου πέθανε εχθές.

Ήμασταν στο 2,50. Εννοείται πως θυμάμαι. Έκανα επαναπροσδιορισμό πορείας χεριού και δυνάμωσα για το γαμώτο των δευτερολέπτων που έμειναν.

Δε μιλήσαμε ποτέ ξανά γι’ αυτό.

Τη θεία μου μόνο ρώτησα σε ανυποψίαστη στιγμή να μου πει ακριβώς, μα όσο πιο ακριβώς γινόταν, πως ήταν και τι της είπε. Όσο αναλυτικά τα ζήτησα τόσο εύκολα τα ξέχασα.

Η ιστορία πήγαινε κάπως έτσι. Η αδερφή του μπαμπά παντρεύτηκε. Ο άντρας της με βάφτισε. Εκείνη πέθανε. Εκείνος έφταιγε. Πρέπει να ήμουν δύο; Έτσι νομίζω μου είπαν. Όλα έγιναν μακριά. Εκείνη πέθανε μακριά. Εκείνος έμεινε μακριά.

Στην ηλικία που άρχισα να καταλαβαίνω, μου έφερναν δώρα από το νονό. Τα στέλνει ο νονός από την Αμερική, μου έλεγαν.

Παραμύθια, ξυλομπογιές, μαρκαδόρους, μπλοκ ζωγραφικής κενά και άλλα με περιγράμματα να γεμίσω με το ζόρι τα κενά.

Ποτέ δεν έμαθα αν όντως τα έστελνε εκείνος ή με κορόιδευαν όλοι τελικά οικογενειακώς. Τώρα που το σκέφτομαι τα παραμύθια ήταν στα ελληνικά. Μεγαλώνοντας δε ρώτησα να μάθω, δεν με ένοιαζε κιόλας. Ούτε γιατί εκείνος έφταιγε ούτε αν εκείνος έστελνε. Κάποια στιγμή τον ξέχασα νομίζω. Ψέματα, αφού τον θυμάμαι.


Πριν κάτι μέρες παρήγγειλα on line τη λαμπάδα του. Εχθές την είδα στο skype. Ωραία έδειχνε. Τα παπούτσια του θα τα πάρει η μάνα μου από εκεί μήπως χρειαστούν αλλαγή. Θα του πει ότι τα στέλνει η νονά. Η νονά που ακόμα του κρύβει ότι έφυγε. 

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

τα πάθη από μακριά

Το προτελευταίο σπίτι του χωριού νοικιάζαμε. Μετά, ακόμα ένα πέτρινο, δέκα μέτρα λοφάκι, οι σκάλες της εκκλησία και το νεκροταφείο. Πέντε μέτρα τσιμεντόδρομος και η θάλασσα. Βουνό τα φύκια από τη σοροκάδα. Ιώδιο στα ρουθούνια από το πρώτο ξύπνημα μέχρι την τελευταία ανάσα πριν τον ύπνο.

Πριν τη μεγαλοβδομάδα, μας μάζευε η κυρά Κρυστάλλω όλα τα παιδιά να τρίψουμε τα μανουάλια, να φέρουμε άμμο καθαρή, να πλύνουμε τις σκάλες, να βάψουμε την πόρτα και τα κάγκελα. Παιδική χαρά το προαύλιο και κούνιες οι τάφοι. Ξεσηκώναμε τους νεκρούς μας και τρεμόπαιζαν τα καντήλια σαν να γελούσαν.

Ρε μάνα, πως γίνεται; Μυρίζει Πάσχα.

Την Κυριακή στρώναμε βάγια, λεμονανθούς και πορτοκαλανθούς.

Μοιραζόμασταν τον παπα Γιώργη με το διπλανό χωριό. Την ενορία του την κανόνιζε τις σωστές ώρες. Για εμάς όλη την εβδομάδα η καμπάνα χτυπούσε μετά τις οκτώ. Όλος ο κόσμος περνούσε έξω από το σπίτι μας.

Άντε μικρή, που είναι η μάνα σου. Πάμε.

Ο πατέρας μου, όποτε ήταν μαζί μας, μόνο Μεγάλη Τρίτη ερχόταν στην εκκλησία και το Μεγάλο Σάββατο. Ερχόταν για την Κασσιανή και η μάνα μου δε ζήλευε.

Το μάγουλο της κυρά Γιαννούλας τις Μεγάλες Πέμπτες ένα με το μωσαϊκό και ο παπά Γιώργης να κλαίει από το σίγμα στο σήμερον. Η κυρά Κούλα από τα δεξιά, πρώτο τραπέζι πίστα, με την καρέκλα της, μπροστά από τους ψάλτες ένα με τις εικόνες. Να κοιτάει την εικόνα του Άι Γιώργη και να θυμάται το Γιώργο της. Και εμείς να κοιτάμε την κυρά Κούλα και να τους θυμόμαστε όλους. Αυτούς που στα τριάντα τρία μας την έκαναν. Και είναι πολλοί. Σαν να ‘ναι η κατάρα του χωριού. Καμιά φορά το σκέφτομαι. Τώρα όχι. Εξάλλου έχω δύο χρόνια ακόμα.

Τις Μεγάλες Παρασκευές περιφορά κάναμε στις 11.30. Μπροστά από καφετέριες και μπαράκια γεμάτα κόσμο, αφού είχαν σχολάσει όλες οι άλλες εκκλησίες. Η μουσική σταματούσε, στο ένα χέρι μπύρες στο άλλο αυτό το μπέρδεμα που μοιάζει με το σήμα του σταυρού, που ντρέπεσαι να κάνεις και ντρέπεσαι να μην κάνεις.

Το Μεγάλο Σάββατο ήμασταν από τους τυχερούς. Η ανάσταση από τις 11 και η εκκλησία γεμάτη με όλους αυτούς που ήθελαν να τσουγκρίσουν βαμμένα αυγά νωρίς. Η μάνα μου όλη την ώρα μέσα. Ο πατέρας μου με τους δικούς του, ο αδερφός μου στο νεκροταφείο και εγώ από εδώ και από εκεί.

Μια χρονιά τον παπα Γιώργη τον συνεπήρε το κλίμα. Έψελνε και έψελνε και η ώρα περνούσε. Κάποια στιγμή γυρνάει στον ψάλτη και ρωτάει τι ώρα είναι χωρίς να απομακρύνει το μικρόφωνο και από το πουθενά κάναμε ανάσταση καθώς τον ακούσαμε να λέει:

Έεεεεντεκα πάρα πέεεεεντε;;; Χριστόοοοος Ανέεεεεστη…

Ο αμερικάνος έβαζε φουρνέλα στη θάλασσα και σειόταν ο τόπος. Και από δίπλα πιο μικροί και πιο μεγάλοι κορόιδευαν ότι κάνουν φασαρίες με τις «γουρούνες»

Μια ώρα μετά και ακόμα φιλιόταν όλο το χωριό, έκαιγε μαλλιά και άναβε κεριά που έσβηναν με τον αέρα ή τις ανάσες. Η μάνα μου μέσα ταμπουρωμένη. Τελευταία έβγαινε και όπως είχαμε μείνει μεταξύ μας πάντα βρισκόμουν ανάμεσα τους που έδιναν ένα πεταχτό φιλί στο στόμα. Πάντα ανάμεσα πέφτω. Σε αυτό και στο πρωτοχρονιάτικο.

Τις Κυριακές δεν ψήναμε. Οι δουλειές δεν άφηναν. Εξάλλου εγώ το παγωτό περίμενα.

Τριάντα Πάσχα στο χωριό. Χωρίς να έχω προσδιορίσει μέσα μου τι είναι το Πάσχα για μένα. Στο τριακοστό πρώτο τους την έφερα.

Θα σου στείλω τσουρέκια, θα έρθουν;

Θα έρθουν.

Δεν θέλω τσουρέκια. Φύκια θέλω, όχι από τα στεγνά. Αυτά κάτω από το σωρό, που ακουμπάνε στις βρεγμένες πέτρες. Λίγο άμμο, άμα μου έρθει να ανάψω κερί να βρω να το καρφώσω και ένα κλωνάρι λεμονανθό.


Θα στείλεις;

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

τα έχουμε ξαναπεί

Προχθές βρέθηκα σε ένα σταθμό τρένων χωρίς να είναι προγραμματισμένο. Δεν μου αρέσει να βρίσκομαι σε σταθμούς τρένων όταν δεν είναι προγραμματισμένο. Το χειρότερο είναι ότι έπρεπε να περιμένω περίπου τρία τέταρτα για να φύγω από εκεί. Σε αυτά τα σαράντα ολόκληρα λεπτά και κάτι ψιλά, πέρασαν πολλά τρένα από τις ράγες μπροστά μου και τις άλλες πίσω μου. Από τις σκάλες μέχρι το σημείο που μπορείς να πάρεις το τρένο, η μισή διαδρομή ήταν άσφαλτος και η άλλη μισή πλακοστρωμένη. Όλη αυτή την ώρα πέρασαν τουλάχιστον πέντε άνθρωποι που έσερναν από μια σιδερένια λαβή μια βαλίτσα με ροδάκια. Ο θόρυβος που έκαναν οι ρόδες στην άσφαλτο έμοιαζε υποφερτός. Τις στιγμές όμως που περνούσαν στο πλακόστρωτο ήταν ανυπόφορος. Κάθε φορά που έπεφταν οι ρόδες στους αρμούς και έβγαιναν, ένιωθα αυτό το συνεχόμενο γκντουπ-γκντουπ σαν προπέλα που βρίσκει και σκαλώνει μέσα στο κεφάλι μου. Σαν να μετακινήθηκαν οι σκέψεις μου και χτυπάνε πάνω στο ανεμιστηράκι του αερόψυκτου μυαλού μου.

Κάνα δύο φορές ανασηκώθηκα. Μια ξεκάλτσωτη στρουμπουλή Αγγλιδούλα με κάτασπρο δέρμα οριακά γλίτωσε από τα χέρια μου. Και αυτή και η βαλίτσα της. Εγώ πνιγμένη με το φερμουάρ του μπουφάν μέχρι τα ρουθούνια. Ήθελα της την ανοίξω και να αρχίσω να πετάω πράγματα έξω μέσα σε ένα παραλήρημα ερωτήσεων, στα ελληνικά εννοείται για να μεγαλώσω τον πανικό της.

Που πάς; Και τι το θες αυτό; Και αυτό; Καλά αυτό που νομίζεις θα σου χρειαστεί; Για πόσο νομίζεις ότι πας; Θα γυρίσεις.

Και να ρωτώ και να σκορπώ ρούχα, εσώρουχα, καλλυντικά και αντικείμενα στις αποβάθρες. Αυτά που στοίβαξε η χαζή που νόμιζε ότι θα της χρειαστούν.

Μετά θυμήθηκα τα δικά μου και κατάπια τις ερωτήσεις μου και ξεφύσηξα τις απαντήσεις μου. Σε όλα τα άλλα που στρίμωξα πήρα μια μικρή μεταλλική κασετίνα. Δύο μολύβια, μια γόμα, μια ξύστρα, το αγαπημένο στυλό χωρίς καπάκι, νομίζω κιόλας ότι έτσι τον αγόρασα και δυο φωσφοριζέ μαρκαδοράκια, ένα κίτρινο, ένα πορτοκαλί.

Εχθές τελείωσε το στυλό μου. Ένα άλλο που ανακάλυψα σε μια τσάντα δεν έγραφε. Τι τον έβαλα στο στόμα να τον ζεστάνω με την ανάσα μου, τι τον έκαψα με τον αναπτήρα. Και δεν ήταν και καθόλου αγαπημένος μου. Κάτι τέτοιες στιγμές πραγματικά θα ήθελα να έχω ένα στυλό hondos center. Δεν ξέρω τι τα κάνουν, πως τα φτιάχνουν αλλά είναι απέθαντα. Ένα μήνα στο νερό να τα ξεχάσεις, άλλο τόσο στον ήλιο, το πολύ πολύ να ξεβάψει το καπάκι.

Άνοιξα την ξύστρα μου και αποφάσισα να ενοχλήσω τα μολύβια μου. Μεταλλική, στο μικρό πλαστικό κουτάκι της. Μαύρη η βάση, διάφανο το καπάκι. Και από κάτω τα δύο επιπλέον ξυραφάκια. Δεν θυμάμαι ποτέ μα ποτέ να έχω ξεβιδώσει τη μικρή βίδα που έχει και να έχω αλλάξει ξυραφάκι. Και όμως κάθε φορά, μετά από κάθε χρήση, αφού τα έχω σκορπίσει όλα στο τραπέζι, αναποδογυρίζοντας τη μαύρη βάση, τα τοποθετώ όλα πάλι μέσα με προσοχή. Σφηνώνω την τρυπούλα τους στις μαύρες προεξοχές, τοποθετώ την ξύστρα από πάνω και ύστερα το καπάκι μη μου χαθούν και δεν τα έχω όταν τα χρειαστώ.

Γράφω στο πληκτρολόγιο και τα δάχτυλά μου μυρίζουν φρεσκοξυσμένο μολύβι.

Ρε γαμώτο, το έχω ξαναπεί. Δε μπορούμε να πούμε σε κανέναν τι του χρειάζεται και τι όχι, επειδή οι δικές μας σκέψεις έχουν μετακινηθεί και σκαλώνουν στο ανεμιστηράκι του εγκεφάλου μας.

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

για τις αηδίες που πίνουμε και αυτές που δίνουμε

 The stars and the moon
Aren't where they're supposed to be


Το βράδυ λέω να περάσω από το σπίτι. Έχω ξεχάσει κάποια πράγματα.

Ενημέρωνε το μήνυμα στο κινητό του.

Δεν είχε ξεχάσει τίποτα. Είχε πλύνει μέχρι και το τελευταίο ποτήρι που είχε πιει νερό. Το είχε σκουπίσει, είχε βάλει και την πετσέτα στο πλυντήριο να πλυθεί. Όπως και τις πετσέτες στο μπάνιο. Άλλαξε το απορρυπαντικό και το μαλακτικό. Το υγρό για τα πιάτα. Όλα τα καθαριστικά. Σκούπισε το σπίτι από άκρη σε άκρη. Να μην αφήσει ούτε μια τρίχα της. Μέχρι και το στρώμα έβγαλε να αερίσει. Να μην αφήσει ούτε μια μυρωδιά δική της πίσω. Έβαλε και τα πράγματα όπως τα είχε βρει όταν είχε έρθει. Ξέθαψε και το ποτήρι που οριακά χωρούσε μια οδοντόβουρτσα και η οδοντόπαστα. Σαν να μην είχε μείνει ποτέ δεύτερος άνθρωπος στο μικρό διαμέρισμά του. 

Πέρνα.

Και έβαλε και τελεία για να μη φανεί ότι δεν είναι σίγουρος.

Είχε πάει έντεκα και ακόμα δεν είχε εμφανιστεί. Έξω είχε αρχίσει να βρέχει δυνατά. Δεν ήθελε να πιεί τίποτα για να την περιμένει. Τσιγάρο και μουσική. Γύρω στις δώδεκα παρά σηκώθηκε να κλειδώσει και να γυρίσει το σύρτη. Έβρεχε ακόμα. Γύρισε το κλειδί τρεις φορές και το σύρτη μια. Άναψε ακόμα ένα τσιγάρο και πήγε να καθίσει στον καναπέ. Λίγο πριν ακουμπήσει στο κάθισμα χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Ξεφύσησε και χαμογέλασε στραβά.

Πρώτα ξεκλείδωσε και μετά πάτησε το κουμπί χωρίς να ρωτήσει καν ποιος είναι. Άνοιξε την πόρτα του και βγήκε στο πατάκι να την περιμένει. Την είδε να στέκεται μπροστά από την είσοδο και να περιμένει να στάξουν λίγα από τα νερά που την είχαν ποτίσει. Είχε γίνει μούσκεμα. Τα μαλλιά της είχαν κολλήσει στο πρόσωπό της. Χοντρές σταγόνες έσταζαν από τη μύτη της και μερικές από τα αυτιά της. Ανέβηκε τα τέσσερα σκαλιά αφήνοντας υγρά αποτυπώματα. Στάθηκε μπροστά του, του έδωσε την τσάντα της και το μπουφάν που έβγαλε.

Ήθελε να τη μαλώσει. Γιατί βγήκε τέτοια ώρα μόνη της. Με τέτοια βροχή. Θα κρυώσει. Του φάνηκε σαν να είχε αδυνατίσει το πρόσωπό της με τα μαλλιά κολλημένα στα μάγουλά της. Ήθελε να τη ρωτήσει γιατί δεν τρώει. Φοβήθηκε ότι δεν θα του πει ότι κάνει σαν τη μάνα της και δεν της είπε τίποτα.

Μπήκαν μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω από την πλάτη της.

Να κάνω ένα ζεστό μπάνιο; Ήταν οι πρώτες λέξεις που του είπε. Θα μου δώσεις μια φόρμα σου;

Ναι. Μισό να σου φέρω πετσέτες. Θα αφήσω τα ρούχα στο κρεβάτι να πας να αλλάξεις.

Και ήθελε να της πει, ξέρεις που είναι οι πετσέτες, η αγαπημένη σου φόρμα αφόρετη είναι, σιδερωμένη, διπλωμένη όπως την άφησες. Δεν το έκανε. Φοβήθηκε το βλέμμα της. Το πόσο σκληρή μπορούσε να γίνει.

Την άφησε να χαθεί πίσω από την πόρτα του μπάνιου και τη φαντάστηκε να πετάει τα βρεγμένα της ρούχα ένα σωρό στο πάτωμα. Να μπαίνει στη ντουζιέρα και να βρέχει το βρεγμένο της κορμί με καυτό νερό.

Άναψε ακόμα ένα τσιγάρο και στάθηκε πίσω από τον τοίχο. Έβλεπε το κορμί της να κοκκινίζει, στα μπούτια, στο στήθος, στην κοιλιά από το καυτό νερό που οριακά άντεχε πάνω της. Όταν άκουσε τη βρύση να κλείνει πήγε στο δωμάτιο και έβγαλε ένα εσώρουχό του, τα κάτω της αγαπημένης της φόρμας και ένα φανελάκι του. Τα έστρωσε όμορφα στο κρεβάτι με τη σειρά που θα τα φορούσε και επέστρεψε στο σαλόνι. Περνώντας από το διάδρομο είδε μέσα στην ανοιχτή της τσάντα την ομπρέλα της κλεισμένη μέσα στη θήκη της. Κάθισε στον καναπέ και άναψε ακόμα ένα τσιγάρο. Άκουσε την πόρτα του μπάνιου και είδε το φως που έμπαινε από το διάδρομο να διακόπτεται από τη μορφή της που κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο. Ανασηκώθηκε λίγο στη θέση του και γύρισε το κεφάλι να κοιτάζει τον τοίχο που από πίσω του ντυνόταν. Την έβλεπε να ξετυλίγει την πετσέτα από το κορμί της να σκύβει το κεφάλι, να γυρνάει τα μαλλιά της ανάποδα και να την τυλίγει εκεί. Και μετά να τινάζει πίσω το κεφάλι και να τεντώνει τη μέση και την πλάτη της λίγο πίσω. Γυμνή ακόμα, με σταγόνες σε όλο της το κορμί. Πάντα να ψευτοσκουπίζεται, τι την ήθελε την πετσέτα για το σώμα αφού μόνο τα μαλλιά της σκούπιζε. Τα εσώρουχα και τα ρούχα της τραβούσαν όλη την υγρασία.

Ήρθε και κάθισε στην άλλη άκρη του καναπέ. Μόλις έκατσε γκρίνιαξε.

Γαμώτο ξέχασα το φως αναμμένο.

Άσε πάω εγώ.

Άπλωσε το χέρι να το σβήσει χωρίς να μπει στο δωμάτιο, αλλά την τελευταία στιγμή του τράβηξε την προσοχή το καθαρό του εσώρουχό που έμενε ακόμα ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Τη βρήκε με λυγισμένα τα πόδια πάνω στον καναπέ. Είδε τη ραφή από τη φόρμα του να στριμώχνεται ανάμεσα στα πόδια της και τον έπιασε εκνευρισμός που ήξερε ότι δε φοράει τίποτα από μέσα.

Θα βάλω να πιώ ένα ουίσκι θες;

Όχι. Από πότε πίνω ουίσκι; Θα πιώ από το δικό σου.

Από πότε πίνεις από το δικό μου;

Δεν του απάντησε. Εκείνος πήρε τα παγάκια από την κατάψυξη, έβαλε σε ένα χαμηλό ποτήρι ένα και δύο δάχτυλα ουίσκι.

Δεν την κοιτούσε. Ούτε εκείνη αυτόν. Το ποτήρι. Το υγρό μέσα. Το παγάκι. Το πάτωμα. Τα πόδια τους. Εκεί εστίαζαν και περιφερειακά έπιαναν ελάχιστες κινήσεις και ανύπαρκτες ανάσες. Εκείνος έμεινε στα τρία μέτρα μακριά της. Καθισμένος σε μια καρέκλα γύρω από το τραπεζάκι της κουζίνας.

Σηκώθηκε αργά και τον πλησίασε. Του πήρε το ποτήρι από το χέρι και το ακούμπησε στα χείλη της. Έγλειψε λίγο και το άφησε στο τραπέζι.

Πως την πίνεις αυτή την αηδία. Δήλωσε.

Έβαλε δύο δάχτυλα μέσα, τα υπόλοιπα έμειναν να αγκαλιάζουν το χείλος, γαργάλισε λίγο το υγρό και τράβηξε το παγάκι. Το έβαλε στο στόμα και άρχισε να το πιπιλάει καθώς του γυρνούσε την πλάτη. Κάθισε στον καναπέ. Πάλι με τα πόδια πάνω. Να υποφέρει η ραφή ανάμεσα στα πόδια της να υποφέρει και εκείνος μακριά από αυτά.

Πήρα ότι ήθελα. Θα φύγω σε λίγο. Δουλεύεις και εσύ αύριο.

Τίποτα δεν είχε πάρει. Μόνο τώρα, όπως καθόταν απέναντί του, έτσι όπως έδειχνε απόκοσμη, ακίνητη σχεδόν, οριακά να ανασαίνει που έλεγες ότι και η πολυκατοικία να πέσει, αν μείνει ο καναπές θα μείνει και εκείνη, άφθαρτη με τα συντρίμμια να σωριάζονται γύρω της και εκείνη να μένει να κοιτά το πάτωμα, χωρίς να έχει ανοιγοκλείσει καν τα μάτια της, μόνο τότε, ένιωσε να του παίρνει ό,τι οριακά είχε κρατήσει όρθιο πέντε μήνες που είχε να τη δει.

Ναι, δουλεύω. Δουλεύεις και εσύ. Εκείνος όμως δε δούλευε. Οκτώ μήνες απλήρωτος τον ένατο απολύθηκε.

Πάω να δω αν στέγνωσαν τα ρούχα μου, τα είχα αφήσει στο καλοριφέρ.

Μπήκε στο μπάνιο αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Το φως δημιουργούσε σκιές στον τοίχο του διαδρόμου και εκείνος σηκώθηκε και πλησίασε να τις βλέπει να γδύνονται. Είδε το μαύρο περίγραμμα των χεριών της να κάθεται στη μέση και μετά να σηκώνεται ψηλά και ύστερα να αφήνει τη μπλούζα κάπου μακριά από το σώμα της. Μετά τα έφερε πάλι στη μέση και άφησε τη φόρμα να πέσει στο πάτωμα. Όταν την είδε να τεντώνει πάλι το χέρι της, έτοιμη να πάρει το εσώρουχο από το καλοριφέρ, μπήκε στο μπάνιο και την άρπαξε από τον καρπό πριν το φτάσει.

Για να κάνεις μπάνιο ήρθες; Να στεγνώνεις τα ρούχα σου; Της πονούσε τον καρπό και μιλούσε μέσα στο στόμα της. Άρχισε να την τραβάει προς το υπνοδωμάτιο και την πέταξε στο κρεβάτι. Ανέβηκε πάνω της και της έπιασε και τα δύο χέρια πάνω από το κεφάλι.

Εσύ δεν θα αγγίζεις. Τίποτα. Καθόλου. Εσύ δεν ήθελες να αγγίζεις άλλο. Δεν ήθελες να μυρίζεις. Δεν ήθελες να γεύεσαι.

Άρχισε να τη δαγκώνει παντού. Δαγκωνιά και υγρό φιλί. Μα την πονούσε. Η γλώσσα του πιο πολύ παρά τα δόντια του. Την έπιασε από τα πλευρά και τη γύρισε μπρούμυτα. Δεν άφησε χιλιοστό. Τη μέση, έναν έναν τους σπονδύλους, το σβέρκο, πίσω από τα γόνατα, τις φτέρνες. Ανέβηκε και κατέβηκε τρεις φορές και μετά πάλι ανάσκελα, στο στήθος, στο λαιμό, στον αφαλό, στους αστραγάλους, μέσα από τους αγκώνες, στα μάγουλα. Και κάθε φορά που άπλωνε τα χέρια της να τον αγγίξει της τα χτυπούσε, με δύναμη σα να έδινε σφαλιάρα και τα έριχνε στο πλάι, ή τα ακινητοποιούσε πάνω από το κεφάλι της. Και την τρίτη όπως ανέβαινε, στάθηκε στους μηρούς της και χώθηκε ανάμεσα στα πόδια της. Και εκείνη τελείωσε στα δύο αγγίγματα της γλώσσας του, χτυπώντας τις γροθιές της στο στρώμα, τεντώνοντας την πλάτη της, εκατοστά πιο ψηλά από το κρεβάτι και πνίγοντας τα βογκητά της στις κοφτές ανάσες της.

Έμεινε εκεί να νιώθει τους σπασμούς της, μέχρι που χαλάρωσε η πλάτη της και ακούμπησε πάλι πάνω από το πάπλωμα. Μετά την άφησε, χωρίς να την αγγίζει και ξάπλωσε δίπλα της. Την κοίταζε χορτασμένη, αποκαμωμένη και έλεγε στον εαυτό του εγώ το έκανα και χαμογέλασε στραβά. Εκείνη κάτι έψαχνε στο ταβάνι, μα μόλις τον ένιωσε να χαμογελά, σηκώθηκε, χωρίς να του ρίξει ούτε μια ματιά, πήγε στο μπάνιο, ντύθηκε βιαστικά, πέρασε δίπλα από το τραπέζι της κουζίνας, πήρε την τσάντα της από το πάτωμα και το μπουφάν και έφυγε.

Το μόνο που του ήρθε να της πεις ήταν που πάει τέτοια ώρα. Μόνη της μέσα στη νύχτα. Μα πάλι δεν τη μάλωσε. Σηκώθηκε και πήγε στο σαλόνι. Πάνω στο τραπεζάκι ένας φάκελος. Έβαλε ακόμα δύο δάχτυλα ουίσκι, χάρισμά σου τα υπόλοιπα παγάκια, σκέφτηκε και κάθισε για να διαβάσει. Ο φάκελος φούσκωνε χιλιοστά από το τραπέζι.

Πόσα μου έγραψε. Ξεψύχησε με μια κρυφή χαρά.

Ήπιε σχεδόν ότι είχε το ποτήρι του και άνοιξε το φάκελο.

Οκτώ κολλαριστά πενηντάευρα και ένα χαρτάκι.

Σου χρωστούσα δύο μισά ενοίκια και τα κοινόχρηστα.

Άφησε τα χρήματα στο τραπέζι και από πάνω το χαρτάκι.

Τουλάχιστον, με άφησες πουτάνα στο μπουρδέλο μου.



Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Δι Άρλεκιν Πάροντι ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ, του Δημήτρη Γκιούλου

Γέλα και λίγο, μου έγραψε μουντζουρώνοντας την πρώτη σελίδα μετά το εξώφυλλο. Παρωδία είναι η φάση. Και χαμογέλασα. Δύο σελίδες μετά μου κόπηκε.

Σε αυτούς που είναι εδώ,
αλλά πιο πολύ σ’ αυτούς που λείπουν.





Κάθε ένας από εμάς έχει να χρεώσει στον εαυτό του μια «φυγή» και δικαιωματικά να οικειοποιηθεί αυτό το πιο πολύ.

Μέχρι την τελευταία σελίδα είχα χαμογελάσει πονηρά, είχα γελάσει αυθόρμητα, είχα θυμώσει συνειδητά, είχα συγκινηθεί και προσπάθησα να το κρύψω. Είχα αγανακτήσει ασυνείδητα και τελικά το ευχαριστήθηκα ενσυνειδητότατα. Ήθελα να έχω γάλα να φτιάξω μια κρέμα Γιώτης να την πνίξω στη μπανιέρα. Ήθελα να έχω ένα τρένο ακριβώς στις 3.22 να το αφήσω να φύγει χωρίς εμένα μέσα.

Οι ήρωές του έχουν την ικανότητα να χάνονται από τους ίδιους τους εαυτούς τους. Να βάζουν φωτιά στο μέσα τους μαζί με το έξω τους. Δεν τα έχω βάλει σε σειρά όμως. Στιγμές νιώθω ότι πυρπολούν το έξω τους και κοιτώντας το να καίγεται, βάζουν φωτιά και στο μέσα τους. Άλλες φορές νομίζω το αντίθετο. Στις φλόγες το μέσα και το έξω ακολουθεί σαν φυσική κατάληξη.

Σε όλα τα διηγήματα είμαι σίγουρη ότι ο ήρωας είναι ο ίδιος. Και θέλω να τον αρπάξω από το λαιμό να τον ρωτήσω πότε τα έκανε όλα αυτά, χθες, προχθές, πόσα χρόνια πριν, αύριο και τέλος πάντων πως διάολο καταφέρνει να ανασταίνεται και να κάνει τα ίδια κάθε φορά.

Μια φάτνη τα Χριστούγεννα που γίνεται όμορφη όταν παίρνει φωτιά. Ο Κρίσογλου, ο μεγάλος του έρωτας και μια φάρμα με καγκουρό. Μια σκιά στις αποβάθρες. Ένας φωτογράφος κλειδωμένος στα κλικ των άλλων. Ένας αυτόχειρας και το κομμάτι που λείπει. Ένας συγγραφές, μια νοσοκόμα, ακόμα ένας συγγραφέας και κανένα happy end.

Καταστάσεις παρωδίες. Πιο αληθινές και πιο δικές σου από οποιεσδήποτε άλλες. Δεν έχεις να μπερδευτείς. Όλα απλά. Ξεκάθαρα. Οι λέξεις, οι προτάσεις τα νοήματα. Πρόσεξε μόνο μην σκοντάψεις στον ίδιο σου τον εαυτό. Αλλά πίστεψέ με, αυτό το μπουρδούκλωμα το χρειάζεσαι μπας και ξυπνήσεις. 


(το Δημήτρη τον βρίσκετε και εδώ fake plastic android)