Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

εδώ

Στον ήχο του μηνύματος άνοιξε τα μάτια. Ήταν ξύπνια. Κάθε μέρα εδώ και ενάμιση χρόνο από τις τέσσερις μέχρι τις έξι παρά δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Δε σηκωνόταν όμως από το κρεβάτι. Και που να πήγαινε εξάλλου. Ανάσκελα με τα μάτια κλειστά σαν να περίμενε απλά να πάει έξι παρά κάτι για να κοιμηθεί καμία ώρα γυρίζοντας στο πλάι και ύστερα να σηκωθεί.

Το δωμάτιο φώτισε από το αναμμένο κινητό στο πάτωμα δίπλα της. Γύρισε το κεφάλι και έμεινε να το κοιτά μέχρι να βυθιστεί το δωμάτιο πάλι στο σκοτάδι. Άπλωσε το χέρι, το πήρε και το έκρυψε κάτω από το μαξιλάρι. Νόμιζε ότι είχε συμμορφωθεί. Τον είχε διώξει με κάθε δυνατό τρόπο από κοντά της. Αλλά για μιάμιση ώρα κάθε ξημέρωμα τον περίμενε.

Θα σε περιμένω. Μη με στοιχειώσεις. Ψέλλιζαν τα γράμματα στην οθόνη.

Ξεφύσησε και χαμογέλασε πικρά. Ακόμα και σε τέτοια χαμόγελα το άτακτο λακκάκι στο αριστερό μάγουλο έκανε την εμφάνιση του.

Δαίμονας είμαι, του επέμενε, θα σε πληγώσω προγραμματισμένα. Και εκείνος τη χάιδευε με λέξεις και της ψιθύριζε στο ακουστικό, άγγελος είσαι.

Τώρα και εκείνος δαίμονα τη βλέπει που θα τον στοιχειώσει.

Πέντε μέρες μετά βρέθηκε μπροστά στην πόρτα τους. Όχι μόνη της. Ποτέ μόνη της.

Την είχε απειλήσει ξεκάθαρα.

Όσο για τη μυρωδιά θα κλέψω. Σε έναν τυπικό ασπασμό, σε γενέθλια, σε γιορτή, θα κλέψω. Εκεί πίσω από το αυτί, που δεν πιάνει μύρο. Εκεί που θα μυρίζεις σαν μωρό.

Μάτια κάτω, δύο δεξιά χέρια, ένα ιδρωμένο καυτό και ένα παγωμένο νεκρό.

Θέλω να μάθω τα πάντα. Να σταθείς μπροστά μου σαν πτώμα στον ιατροδικαστή.

Δεν είδα αν έσκυψε εκείνος πρώτος ή αν εκείνη πρόλαβε και έγειρε το λαιμό της δεξιά κλείνοντας τα μάτια.

Δε ξαναμίλησαν σχεδόν καθόλου. Δεν στάθηκαν ούτε στα δύο μέτρα.

Όταν θα σε δω, δε θα χρειάζεται να μου μιλάς. Θα με κατευθύνεις με τα μάτια.

Τον πλησίασε και τον ρώτησε που είναι η τουαλέτα. Κατέβασε το χέρι του στη μέση της. Εκείνη κοίταξε πρώτα το χέρι του και μετά εκείνον. Το πήρε σα μαλωμένο οχτάχρονο παιδί. Την οδήγησε με τη σκιά του. Πάτησε αντί για εκείνη το διακόπτη για το φως και άρπαξε το πόμολο της πόρτας πριν το πιάσει εκείνη και χαθεί πίσω από την κλειστή πόρτα.

Εγκλωβίζομαι μέσα σου. Μέσα από εσένα ζω όλο και περισσότερο. Με ρουφάς σα δίνη. Που θα με πετάξεις δεν ξέρω. Μιλούσε στην κλειδαριά.

Ότι και αν γίνει, ακόμα και όταν περάσουν χρόνια χωρίς μια λέξη, να ξέρεις ότι εκεί που θα έχω πετάξει εσένα, θα έχω πετάξει και τον εαυτό μου. Δεν περίμενε να της απαντήσει. Κατάφερε να αποσπάσει το πόμολο από το παράλυτο χέρι του και κρύφτηκε πίσω από κλειστές πόρτες.

Ήθελε να της πει, και τι δεν ήθελε να της πει. Καλύτερα που δεν είπε τίποτα. Θα της υποσχόταν ότι θα ήταν πάντα εδώ για εκείνη. Και ήξεραν και οι δύο ότι δεν θα ήταν.


Κανείς για κανέναν δε μπορεί να είναι πάντα εδώ.

2 σχόλια: