Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

τ' αναρωτιέται το τηγάνι

Το ποδήλατο είναι μαύρο με ασημί, δύο φορές το ύψος του και κάπου πέντε το μήκος του. Εκείνος είναι κατάξανθος, μισός στο ύψος από το ποδήλατο και το 1/5 από το μήκος του. Με προσπερνάει στην κατηφόρα όταν πηγαίνω στη δουλειά,  στην ανηφόρα όταν επιστρέφω. Να είναι επτά. Αν τον ρωτήσεις θα σου πει οκτώ, μπορεί και δέκα, για πιο πολύ εντύπωση. Κάνει ορθοπεταλιές μπροστά μου, προσπαθεί καμία σούζα. Προχθές έπεσε μπροστά στα πόδια μου σχεδόν. Λίγο επίτηδες και λίγο κατά λάθος. Πετάχτηκε απ’ το ποδήλατο και θυμωμένα κλώτσησε δίσκους και αλυσίδα. Είπε μια παιδική βρισιά στα αγγλικά, χώθηκε από κάτω, το πήρε αγκαλιά, σηκώθηκαν μαζί και έφυγαν. Δεν του χαμογελάω. Νομίζω δεν το θέλει και αυτός. Θέλει να δείχνει άγριος και εγώ ίσως να κάνω πως ψαρώνω.

Δίπλα από κει που έπεσε ένα τηγάνι. Όπως αυτό, που σίγουρα, είχε μια γιαγιά μας, να τηγανίζει ψάρια στην αυλή πάνω στο γκάζι. Μαύρος ο πάτος και στραβός, στραβά και τα τοιχώματα, σπασμένο πλαστικό επάνω στο μισό χερούλι. Όρθιο με τον πάτο να κοιτά το εσωτερικό του δρόμου και κολλημένο με σελοτέιπ διαφανές, με μπλε στυλό, σε άτσαλα σκισμένο, σχεδόν διάφανο, χαρτί με μπλε γραμμές, ένα σημείωμα. 

You see, I am not perfect, but I am something. Arent I?