Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

αsto


Δεν ξέρω να γράφω. Αυτό το ξέρω καλά. Πρόσφατα μου είπαν κάτι σαν αυτό ή ακριβώς αυτό:

Κανείς δεν μπορεί να ξέρει πως γράφει, το μαθαίνει από άλλους. Είναι όπως η φωνή σου, ποτέ δεν ξέρεις τον τόνο και τη χροιά της. Οι άλλοι ναι.

Έχει δίκιο. Χίλιες φορές. Μα επιμένω. Δεν ξέρω. Δέκα λέξεις έχω και προσπαθώ να τις μπερδέψω μπας και βγάλουν καλύτερο νόημα κάθε φορά.

Στο γυμνάσιο συνήθιζα να γράφω. Να γράφω για κάτι ανεκπλήρωτους έρωτες. Τους έκανα καλά παιδιά με προβλήματα και μέσα σε μιάμιση σελίδα τους πέθαινα ή πέθαινα εμένα, και με έβαζα φύλακα άγγελό τους και ας μη μου κάθονταν ποτέ. Θυσία στα χαρτιά. Μόνο στα χαρτιά. Γιατί στα αλήθεια τους τσάκιζα. Γνωστή ιστορία. Να φέρεις τον άλλο εκεί που τον θέλεις, και όταν τον φέρεις να μην τον θέλεις πια γιατί πήγε εκεί που ήθελες όπως τον ήθελες.

Πέρασα τα χαρτιά σε ένα διάλλειμα σε μια φιλόλογο που δεν μου έκανε καν μάθημα εκείνη τη χρονιά. Το όνομά της δεν το θυμάμαι πια. Σκισμένες σελίδες από ένα μπλε εκατοστάφυλλο που είχα για τα μαθηματικά, με μπλε γραμμές ξεθωριασμένες στο εσωτερικό και μπλε στυλό. Τότε μας έλεγαν να γράφουμε με μολύβι και θέλαμε στυλό. Μπλε, αλλά και με χρώματα. Τώρα όποτε γράφω θέλω μολύβι. Ποτέ μηχανικό. Φθηνιάρικο, μαλακό, αλλά με πρόσφατα ξυσμένη μύτη. Και την υπογραφή μου αν μπορούσα με μολύβι θα την έβαζα.

Μην το αφήσεις. Γράφε. Γράφε συνέχεια.

Από τότε και για πολλά χρόνια δεν ξαναέγραψα. Ούτε τα χαρτιά μου πήρα πίσω, ούτε εκείνη ενδιαφέρθηκε να μου τα δώσει ποτέ.

Κάπου στο λύκειο σε κάτι εξετάσεις αίματος μου βρήκαν ένα asto λέει. Υψηλά επίπεδα. Αντιβίωση και κόντρα αντιβίωση για κοντά δύο χρόνια με κάτι διακοπές ενδιάμεσα. Και αυτό να πέφτει, αλλά όχι όσο θα έπρεπε. Μας βγάλανε συμπέρασμα ότι μπορεί τα δικά μου επίπεδα σε αυτό να είναι υψηλά. Δεν είναι τίποτα, αλλά στο μέλλον μπορεί να μου δημιουργήσει πρόβλημα στην καρδιά, στο συκώτι ή να μου χαρίσει κάποιου είδους ρευματοπάθεια. Η μάνα μου ήθελε να με μπουκώσουν και άλλες αντιβιώσεις αλλά εμένα μου γύρισε το μάτι.

Μάνα άστο, γάματο το asto. Μη μου ξαναμιλήσεις γι’αυτό.

Έχω τρεις μήνες που πονάν οι τελευταίες αρθρώσεις στα δάχτυλα των χεριών μου. Στην αρχή ήταν μόνο ένα δάχτυλο. Έλεγα χτύπησα, θα περάσει. Δεν περνάει όμως. Με έχουν ζαλίσει να πάω σε ρευματολόγο, το πολύ πολύ να με στολίσει φάρμακα για μια ζωή για να μην έχω χειρότερα.

Μα εγώ δεν θέλω να είναι το asto. Σκέφτομαι ότι είναι λέξεις. Λέξεις που εγκατέλειψαν τον εγκέφαλό μου και προσπαθούν να βρουν τρύπα να βγουν. Και έρχονται και στριμώχνονται στα ακροδάχτυλά μου και εγώ είμαι λίγη και δε μπορώ να βρω τον τρόπο να τις βάλω στη σωστή σειρά και να τις κάνω να ανασάνουν. Και εκείνες δε σταματούν να κατεβαίνουν και όλο και ασφυκτιούν. Άλλες φορές τις νιώθω θυμωμένες και κάποιες άλλες το παράπονο τους πνίγει εμένα στο παράπονο.

Αν καθίσω σε λευκό χαρτί ή σε λευκή οθόνη τίποτα δε γίνεται. Τίποτα δε σαλεύει. Μα όταν βγω στο δρόμο να περπατήσω, αρχίζει η κατάβαση. Λυγίζω τα δάχτυλα και υποφέρω. Μισοκλείνω τα μάτια και είναι σαν να τις νιώθω να ρέουν σε όλο μου το κορμί.

Και κάποιες φορές σκέφτομαι να γυρίσω τρέχοντας να βρω ένα ψαλίδι να κόψω τις άκρες των δαχτύλων μου. Κάτι λευκό να βάλω μπροστά μου και να αφήσω τις λέξεις να ανασάνουν. Να μιλήσει κάθε μια όπως θέλει και να τοποθετηθεί όπου νομίζει. Και ξέρω ότι θα έχουν γράψει μόνες τους ότι πιο όμορφο γράφτηκε ποτέ και μεταξύ τους θα θαυμάζονται και θα αράζουν ήρεμες και ικανοποιημένες έχοντας αναστατώσει το πιο λευκό λευκό που θα τους έχω χαρίσει. Γιατί τις λέξεις δεν μπορώ να τις ικανοποιήσω. Πάντα μισές θα τις βγάζω. Θα ιδρώνω, θα στεγνώνω και εκείνες θα θέλουν και άλλο. Μόνο λευκό μπορώ να δώσω.

Και δεν είναι ότι φοβάμαι να πάω στο γιατρό. Είναι που φοβάμαι, αυτό το λίγο, αυτό το κουτσά στραβά, που έμαθα να ξύνω τη φαγούρα μου με λέξεις, αυτό φοβάμαι μην το χάσω.

Αυτό.

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

χαμόγελα στις σόλες

Το σπίτι ισόγειο, ένα μακρόστενο Γ. Όλα τα δωμάτια ένας διάδρομος και σε όλα μια πόρτα που οδηγεί στην αυλή. Στην μια άκρη μέσα στο κρύο το μπάνιο, στην άλλη μια αποθήκη χωμένη στο βουνό.

Το υπνοδωμάτιο σκοτεινό. Το μοναδικό παράθυρο με μόνιμα κλειστά παντζούρια και μπροστά του ένα κωμό σκαλιστό από σκούρο ξύλο. Πίσω από το κλειδωμένο του ντουλάπι με τζάμι κρατάει η γιαγιά τα κουλούρια με τη ζάχαρη.

Κοιμάμαι στο ψηλό σιδερένιο κρεβάτι της με το σκληρό στρώμα. Εκείνη έχει σηκωθεί από ώρα μα τώρα έρχεται να μου «μιλήσει». Μέσα στο ύπνο μου ακούω τις παντόφλες της να σέρνονται στο πλαστικό πάτωμα. Το πάτωμα ένα ενιαίο κομμάτι πλαστικού βαλμένο όπως όπως κατευθείαν με κόλλα πάνω στο τσιμέντο. Στις γωνίες σηκώνεται και λίγο στον τοίχο, αλλού έχει ξεκολλήσει και αλλού κάνει φουσκάλες ο αέρας που έχει μείνει μέσα.

Τον ήχο από τα κουρασμένα βήματά της πάνω στο πλαστικό δεν θα μπορέσω ποτέ να τα μεταφέρω στο χαρτί. Και αυτός ήταν ο μόνος θόρυβος που έκανε.

Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού και τα πόδια της κρέμονται στον αέρα. Μου χαϊδεύει τα μαλλιά και μου ζητάει ψιθυριστά να σηκωθώ. Δεν μπορώ να φέρω στη μνήμη μου τα λόγια που μου έλεγε.

Σηκώνεται λέγοντας μου ότι με αφήνει να χουζουρέψω λίγο ακόμα. Παίρνει τα βήματα της και φεύγει. Τη δεύτερη φορά θα σταθεί στην πόρτα, δεν θα πατήσει στο πλαστικό και από εκεί θα μου φωνάξει να σηκωθώ.

Τα μαλλιά μου μακριά, μαύρα, ανακατεμένα, κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού και τραβάω τη λευκή νυχτικιά μου να πέσει κάτω από τα γόνατα. Βαριεστημένα πηδάω από το κρεβάτι και πηγαίνω προς την πόρτα, εκεί που ίσα διακρίνω τη φιγούρα της γιαγιάς.

Εκείνη έχει βγάλει τη νυχτικιά της από ώρα και έχει φορέσει τα μαύρα της. Εκείνη η νυχτικιά είναι ίδια με τη δική μου. Που ζήτησα εγώ να είναι ίδια. Ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί ήθελα να της μοιάσω. Η μάνα μου, ακόμα και τώρα που η γιαγιά έχει φύγει, όποτε αναφέρεται σε εκείνη τη λέει «άγια γυναίκα».
Εγώ δεν θα περνούσα ούτε κατά διάνυα δίπλα από αυτό το άγια και το ήξερα από τότε.

Της άπλωσα το χέρι μου και με πέρασε από την τραπεζαρία και μετά στην κουζίνα. Μου κρατούσε το αριστερό χέρι με το δεξί δικό της και με το άλλο άνοιξε τη βρύση και μου έπλυνε το πρόσωπο μπροστά από το μαρμάρινο νεροχύτη. Το μπάνιο ήταν πιο μακριά και ήταν κρύο, μα ακόμα και τώρα που ήταν καλοκαίρι δεν πηγαίναμε μέχρι εκεί. Με σκούπισε με την πετσέτα της κουζίνας και μου είπε καλημέρα.

Άπλωσε το χέρι ψηλά και έσυρε το τζάμι του ντουλαπιού για να κατεβάσει μια κούπα. Το ντουλάπι της κουζίνας σαν εκείνα του καφενείου. Το τζάμι έγδερνε τους αλουμινένιους οδηγούς και το λάστιχο με την κίνηση σηκωνόταν και έφευγε από τη θέση του.

Μου ζέστανε το γάλα στο μπρίκι ενώ άδειαζε στην κούπα μια τεράστια κουταλιά μέλι. Εγώ ακίνητο μικρό φαντασματάκι με μπερδεμένα τα μαλλιά.

Το ήπια όρθια, ενώ εκείνη έφερνε τη βούρτσα να συνεφέρει τα μαλλιά μου.

Με έστειλε να ντυθώ. Πότε είχε προλάβει να βγάλει τα σεντόνια να αεριστούν και είχε απλώσει τα ρούχα μου στο στρώμα δεν το κατάλαβα ποτέ.

Σορτσάκι κοντό με ίδιο μπλουζάκι που εκείνη μου είχε ράψει, πάντα λευκό το σετ με μικρά λουλουδάκια παντού. Και πέδιλα εκρού με πλαστικές σόλες.

Είχε ετοιμάσει τον ελληνικό της στο μικροσκοπικό φλιτζάνι και δίπλα είχε τον δικό μου, αραιωμένο, με το πιατάκι γεμάτο παξιμάδια. Εκείνα του μνημόσυνου σε σχήμα ρόμβου, πλάγια κομμένα, όλα συμμετρικά. Ακουμπισμένα στην οβάλ τραπεζαρία, με το βελούδινο πράσινο τραπεζομάντιλο και από πάνω η πλαστική προστατευτική διαφάνεια. Το βελούδο μένει καθαρό μα όλα πάνω στη διαφάνεια κολλάνε. Το πιατάκι, το ποτήρι, το χέρι από τον καρπό μέχρι τον αγκώνα, που για να το σηκώσεις σηκώνονται οι τρίχες σου και ακούγεται εκείνο το ενοχλητικό σσσσσσχράτς.

Στη μαμά δεν το λέμε ότι βουτάω παξιμάδια σε ελληνικό νεροζούμι. Δεν θα με άφηνε, είμαι μικρή. Μα είναι και αυτή μια από τις συμφωνίες μας με τη γιαγιά.

Το πρωί παίζω στην αυλή. Στο άγριο τσιμέντο. Δίπλα από τις τριανταφυλλιές και τα χορταράκια που βγαίνουν από τις ρωγμές.

Δεν είναι μεγάλη μα εκεί κάνω ποδήλατο το πρωί. Και κοπανάω και τις δύο βοηθητικές μου στις σιδερένιες μαύρες καρέκλες και έτσι όπως τις αρπάζω για να μην πέσω μπλέκονται τα δάχτυλά μου στα πράσινα πλαστικά που έχουν για κάθισμα και πλάτη.

Αφήνω το ποδήλατο και πιάνω τις κούκλες. Ποιες κούκλες δηλαδή, μια έχω. Μια Bibibo με μαύρα μαλλιά και δύο ρουχαλάκια που και αυτά τα έραψε η γιαγιά.

Κάποτε η κούκλα είχε πόδια και μαλλιά. Το πλαστικά της άκρα ήταν πολύ ελαστικά. Της δάγκωνα τις πατούσες συχνά και παρατήρησα ότι από τον αστράγαλο και πάνω κάτι σκληρό είχε από μέσα. Έτσι έκοψα το αριστερό πόδι με τα δόντια. Ξεπρόβαλε ένα σίδερο με τετραγωνισμένη άκρη. Σε λίγα λεπτά ξεγύμνωσα και το άλλο πόδι για την ομοιομορφία. Σκέφτηκα ότι έτσι θα είναι και στα χέρια μα δεν ήθελα να το επιβεβαιώσω. Τα πόδια κρύβονται με μακρύ φουστάνι τα χέρια όμως όχι.

Εκεί που ήταν τα μαύρα της μαλλιά, είναι πεταμένες κάποιες μαύρες τρίχες και από μέσα διακρίνεται το άσπρο κρανίο σαν να είναι φυτεμένο με μαύρο γκαζόν.

Το κεφάλι ασύμμετρα μεγάλο από το υπόλοιπο σώμα. Φαινόταν άσχημο. Τώρα νομίζω έχω δει κούκλες που επίτηδες το κεφάλι είναι πιο μεγάλο από το σώμα. Μα και πάλι άσχημο το βλέπω.

Έχω και μια άλλη κούκλα. Μεγάλη. Αν της τεντώσω τα πόδια είναι μισή στο ύψος από εμένα. Την έχει φέρει ο μπαμπάς από το εξωτερικό. Δεν επιτρέπεται να παίζω όμως, γιατί θα τη χαλάσω. Είναι στο δωματιάκι με τη ραπτομηχανή της γιαγιάς πάνω σε ένα ψηλό σκαμπό και από πάνω έχει ένα προστατευτικό διάφανο κάλυμμα. Έχει μάτια με τεράστιες βλεφαρίδες που ανοιγοκλείνουν κάνοντας κλακ κλακ, ρουζ στα μάγουλα και κοκκινάδι στα λίγο ανοιχτά γεμάτα χείλη της. Σαν να χαμογελά λίγο μου μοιάζει ή να ετοιμάζεται κάτι να πει. Τα δάχτυλα και στα δύο της χέρια είναι ανοιχτά και ο δείκτης κάτι θέλει να δείξει.

Τη βγάζουμε το βράδυ από το κάλυμμα. Εγώ δεν την πιάνω. Η γιαγιά μόνο την παίρνει αγκαλιά σαν να είναι μωρό, της λύνει τη γαλλική κοτσίδα και την ξαναφτιάχνει, και τινάζει σαν ελατήρια τις δύο μπουκλωτές τούφες που πέφτουν δεξιά και αριστερά στο πρόσωπο της. Της βγάζει όλα τα ρούχα, το γαλάζιο φουστάνι με τα ροζ ανθάκια, το μεταξωτό καλσόν, τα δερμάτινα μποτάκια, το βαμβακερό βρακάκι της και μετά την ξαναντύνει με προσοχή και ατελείωτη αγάπη. Νομίζω δεν μπόρεσα ποτέ να δώσω τόση αγάπη σε αυτή την κούκλα. Δεκατέσσερα χρόνια μετά το φευγιό της γιαγιάς, την κοτσίδα και τα ρούχα δεν τα έχει ξαναφτιάξει κανείς.

Μια μέρα ενώ της ξεκούμπωνε τα κουμπιά στην πλάτη του φορέματος, είδα μια μικρή πορτούλα στη δική της πλάτη κλεισμένη με μια βίδα. Δεν τόλμησα να ρωτήσω. Αν έπαιρνε μπαταρίες και μιλούσε δεν θα την είχα ακούσει ποτέ να μιλά; Μέχρι τώρα δεν ξέρω αν η κούκλα μπορεί να μιλήσει, ούτε να υποθέσω τι θα έλεγε.

Όνομα δεν είχε. Μα θαρρώ πως είχα ακούσει μια φορά τη γιαγιά να τη λέει Ελπίδα. Ελπίδα έλεγαν την αδερφή του μπαμπά που χάσαμε. Τη νονά μου. Έφυγε όταν ήμουν μικρή και δεν τη θυμάμαι. Ακόμα όνομα δεν έχει. Είχε μόνο δύο ακόλουθους λέει στρατιωτάκια που δεν τους είδα ποτέ, μια κατακόκκινη βελούδινη εσάρπα που κάπου την είχε πάρει το μάτι μου και ένα σκήπτρο.

Τώρα την έχω αφήσει στο πατρικό μου σπίτι. Ξεσκέπαστη. Κάποιες γιορτές, εξαφανίστηκε η μικρή ανιψιά μου και επέστρεψε από το δωμάτιο μου αγκαλιά με την κούκλα. Την ταρακουνούσε και ένιωθα ότι θα διαλυθούν οι μπούκλες στον αέρα.

Την πλησίασα γρήγορα και ετοιμαζόμουν να της την αρπάξω από τα χέρια. Δεν μπορούσε καν να τη σηκώσει ακόμα και την έσερνε και λίγο. Σταμάτησα λίγο πριν την αγγίξω και γονάτισα να βλέπει τα μάτια μου. Τη βοήθησα να την πάρει αγκαλιά, τύλιξα τα χεράκια της γύρω από την κούκλα και της είπα ότι είναι σημαντική και είναι ευθύνη της να την προσέχει. Να παίξει μα να την αγαπά.

Η μικρή την πήγε πίσω στο δωμάτιο. Μόνο την επόμενη φορά, αφού με ρώτησε για να την πάρει, έτρεξε σαν τρελή στο δωμάτιό μου, μα επέστρεψε κρατώντας την με μεγάλη προσοχή, ακουμπώντας το μάγουλό της στο μάγουλο της κούκλας, τα μάτια κλειστά και τα βήματά της μικρά.

Από τότε όλα τα ανίψια, βαράνε το πιάνο μου χωρίς να ρωτήσουν, τραβολογάν σέρνοντας από τα χέρια ή τα πόδια ότι αρκούδι βρουν, μα αν αποφασίσουν να πάρουν την κούκλα, μόνο με τρυφερές αγκαλιές και αγγίγματα. Νομίζω ότι κάνα δυο φορές τα έχω πιάσει να της ψιθυρίζουν κάτι στο αυτί.

Αφήνω τη bibibo στο τραπέζι, ανώνυμη και αυτή, και τρέχω να φάω.

Το μεσημέρι θα πάρω σβάρνα στην αυλή ότι καρέκλα βρω όσο αθόρυβα μπορώ γιατί η γιαγιά κοιμάται και εναλλάξ θα παίζω με την κούκλα.

Μέχρι να ξυπνήσει να βγει στην πόρτα και να δώσει το σύνθημα. Ένα χαμόγελο χωρίς λέξεις. Τα μάτια μου ρωτάν ικετευτικά «γιαγιά να φύγω;»

Παρατώ το ποδήλατο στο τσιμέντο, οι βοηθητικές στραβώνουν λίγο λίγο με κάθε τέτοιο πέταμα, κατεβαίνω τα τρία σκαλιά και ανοίγω την ψηλή σιδερένια αυλόπορτα σα σίφουνας.

Τρέχω στην πλατεία και γίνομαι ένα με την υπόλοιπη συμμορία. Ματώνω τα γόνατά στα χαλίκια πέφτοντας από την κούνια. Γρατζουνώ τα δάχτυλα πιάνοντας τα στις λαμαρίνες ανεβαίνοντας ανάποδα την τσουλήθρα. Ξηλώνω τις τσέπες πιάνοντας τες στα σιδερένια γατζάκια στο γύρω γύρω όλοι.
Γεμίζω χαλίκια τις πατούσες και τις πονώ τινάζοντας τα πόδια μου στην τραμπάλα για να φτάσω ψηλά. Ανοίγω τις σόλες από τα πέδιλα παίζοντας ποδόσφαιρο στις πλάκες του πεζοδρομίου.

Και οι σόλες κάνουν χαμόγελα. Όλη η συμμορία έχει χαμόγελα στις σόλες. Τα ρούχα έγιναν καφέ από το χώμα και το χώμα έγινε λάσπη από τον ιδρώτα. Πολλές φορές καθόμαστε κάτω φέρνουμε τα πόδια οκλαδόν, πιάνουμε με τα χέρια τις ξεκολλημένες σόλες και τις αφήνουμε να μιλάνε και να γελάνε μεταξύ τους.

Ξέρω ότι που και που η γιαγιά σκαρφαλώνει στο πεζούλι κρεμάει τα χέρια της από τα ψηλά κάγκελα και προσπαθεί να με ξεχωρίσει από τα υπόλοιπα παιδιά.

Έχει νυχτώσει πια και σε αυτή τη στάση έχει αρχίσει και με φωνάζει. Παίρνω φόρα και τρέχω να τη βρω σαν να έκανα αγώνα δρόμου.

Μπαίνω στην αυλή και κλειδώνω με τους σύρτες και τις δύο πόρτες γιατί είναι δουλειά που μου έχει αναθέσει.

Εκείνη πάει προς το σπίτι. Κάθομαι απέναντι από την πόρτα της κουζίνας σε ένα μικρό πεζούλι. Εκείνη φέρνει έναν πορτοκαλί μαστραπά και το Ava για τα πιάτα. Γονατίζει μπροστά μου και μου πλένει τα πόδια. Γκρινιάζει τόσο γλυκά. Για τα φαγωμένα γόνατα, τις σκισμένες τσέπες. Την κοιτάω στα μάτια.

Μου λείπουν τα μάτια της. Δεν ήθελα να γίνω αγία ποτέ στη ζωή μου. Μα κοιτώντας την στα μάτια έκλεβα λίγη από την αγνότητά της. Και τώρα δεν έχω που να κοιτάξω για να το βρω αυτό.


Ας ήταν έστω καλοκαίρι πάλι. Ή ας έκαναν λίγα χαμόγελα οι σόλες.



Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

όνειρο, ευτυχώς

Η μάνα μου εκτός από εμένα είχε ακόμα τρία παιδιά. Αγόρια. Το μπαμπά δεν τον είδα πουθενά. Καθόμασταν οι τέσσερις γύρω από το στρογγυλό τραπέζι της κουζίνας.

Εγώ είχα σκύψει το κεφάλι κάτω, σα να με είχαν μαλώσει και κοιτούσα τα ενωμένα μου μπούτια. Κρατούσα με τα δύο μου χέρια, δεξιά και αριστερά το ψάθινο κάθισμα της καρέκλας και κάθε λεπτό ένιωθα να βουλιάζω και οι ίνες της ψάθας να μπαίνουν στη σάρκα των γυμνών μου ποδιών.

Η μάνα μου στον πάγκο έκοβε το ζεστό ψωμί και μουρμούριζε ένα νανούρισμα. Μύριζε μέλι, γάλα και καμένο ξύλο.

Τα αδέρφια μου έτρωγαν κάνοντας φασαρία, εγώ ακόμα μαλωμένη, κάπου μπροστά μου είχα ένα πιάτο με ψωμί και μέλι ανέγγιχτα. Ο Άσπρος και ο Μαύρος λογομαχούσαν, ενώ ο Γκρι που και που τους έκανε παρατήρηση λέγοντας ότι τον ταράζουν και του χαλάν την ηρεμία.

Μεγάλωσαν γύρω από το τραπέζι της κουζίνας. Εγώ ένιωθα να μένω όπως ήμουν. Ούτε μικρή, ούτε μεγάλη. Η μαμά κάπου μετά την εφηβεία τους, έφερε ένα μεγάλο κεφάλι τυρί και το άφησε στο κέντρο του τραπεζιού με ένα μαχαίρι καρφωμένο στο κέντρο. Στη μύτη μου έφτασε η ξινίλα και δυσανασχέτησα, με ένα μορφασμό στο πρόσωπο μου. Δεν είχε σταματήσει όλα τα χρόνια να φέρνει ζεστό ψωμί, μέλι και γάλα.

Ο Μαύρος είχε μια καλή δουλειά, που δεν ξέρουμε αν την αγαπούσε, αλλά έλεγε για όλους εκείνους που ήρθαν να του την πάρουν, αλλά και για κάτι άλλους που ήταν από πάντα εδώ και του χαλάν τη ζαχαρένια. Ο Άσπρος είχε και αυτός μια καλή δουλειά, που την αγαπούσε, αλλά όλο στους δρόμους ήταν ή για να κάνει ποδήλατο ή για να χαλάει τη ζαχαρένια του Μαύρου.

Ο Γκρι, είχε βρει μια δουλίτσα, είχε πάρει ένα σπιτάκι και όταν δεν τους έλεγε να πάψουν να τσακώνονται, χαμογελούσε μια στον Άσπρο, μια στο Μαύρο. Ξαφνικά σηκώθηκε και μέσα στο χαμόγελο, τράβηξε το μαχαίρι από το τυρί και πήρε το κεφάλι του Μαύρου.

Θα σκότωνε τα παιδιά μου, είπε.

Όπως ήταν όρθιος πλησίασε και πήρε και το κεφάλι του Άσπρου.
 
Θα κατέβαζε τα παιδιά μου στους δρόμους, είπε.

Κάθισε ξανά στο τραπέζι ήρεμος και για λίγο συνέχισε να τρώει πάνω από τα αίματα. Ένιωσα τα μάτια του πάνω μου. Έκανε να σηκωθεί ξανά.

Ένιωσα τη μάνα μου πίσω από την πλάτη μου. Έβαλε την παλάμη της στο μέτωπο μου και ρίχνοντας το κεφάλι μου πίσω, με το μαχαίρι του ψωμιού, ζεστό ακόμα, μου έκοψε το λαιμό.


Μετά ξύπνησα. Ήταν κάπου γύρω στις 4 ξημέρωμα.


Μετά κοιμήθηκα. Με κόπο. Αλλά ξανακοιμήθηκα.

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

μήπως και έχω φύγει

Γιατί δεν σε έκανα κομμώτρια και να σε πάντρευα στο χωριό.



Αυτά σκεφτόταν η μάνα μου όταν μπαίναμε στην Ξάνθη. Μόνο που δεν το είπε τότε, αλλά δύο τρία χρόνια αργότερα.

Πάμε για να γραφτείς παιδάκι μου και αν δε σου αρέσει φεύγεις.

Άμα πάω, τέρμα. Θα κάτσω. Πισωγυρίσματα δεν έχει. Το θράσος της εφηβείας μου.

Ξαπλωμένη ανάσκελα στα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου με κλειστά τα μάτια, προσπαθούσα να υπολογίσω πόσα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι θα βρίσκομαι. 750 είναι τώρα. Στα πρώτα χρόνια μου εκεί δεν είχε φτιαχτεί η Εγνατία μετά τη Θεσσαλονίκη, οπότε ήταν αρκετά περισσότερα.  Θυμάμαι την καθιερωμένη στάση στην Ασπροβάλτα και πόσο ήθελα να δαγκώσω τον εκάστοτε λεωφορειατζή που για να πάρει ποσοστά από τις αγορές μας, δεν έκανε λίγο υπομονή να φτάσουμε.

Σήκω παιδάκι μου να δεις την Ξάνθη.

Άνοιξα τα μάτια μου και έτσι ανάσκελα όπως καθόμουν είδα την κορυφή ενός τζαμιού να τρυπάει έναν μουντό ουρανό και τα μάτια μου. Τα έκλεισα γρήγορα και με δύναμη.

Έχω καιρό να τη δω ρε μάνα. Άσε με. Νυστάζω.

Έμειναν μαζί μου μόνο δύο βράδια. Μείναμε στο διπλό κρεβάτι ενός ξενοδοχείου και οι τρεις μαζί. Σαν να ήμουν πεντάχρονο που τους ήθελε στη μέση της νύχτας μετά από κάποιο άσχημο όνειρο, κοιμήθηκα ανάμεσα τους. Σε δύο μέρες έκλεινα τα 18. Την επόμενη πήγα με το μπαμπά μου να γραφτώ στη σχολή. Ένιωσα ότι η μάνα μου με απέρριπτε. Που να 'ξερα.

Μέχρι το απόγευμα μου είχαν βρει μια κοπέλα από τα μέρη μας, που είχαμε κοινό καθηγητή στη φυσική, να μείνω μαζί της. Πήγαμε να δούμε το σπίτι. Η κοπέλα ήθελε να μοιραστεί τα έξοδα και εγώ έπρεπε να κερδίσω χρόνο. Δεν είχαμε καιρό για ψάξιμο. Μοιραστήκαμε, εκείνη το δωμάτιο και εγώ το σαλόνι. Με δύο καναπέδες μπλε σπασμένους στη μέση. Και ένα σύνθετο με τζάμια να το κάνω ντουλάπα. Για έξι μήνες είχα τα μισά ρούχα μου στολισμένα σα μπιμπελό και τα άλλα μισά μέσα σε βαλίτσα. Έπρεπε να διαλέξω να κοιμάμαι, ανάμεσα σε δύο καναπέδες σπασμένους, ο ένας με τούβλα για στήριγμα, ο άλλος χωρίς.

Θα κοιμηθώ σε αυτόν. Μια χαρά είναι με τα τούβλα. Μπορείτε να φύγετε αύριο. Θα κοιμηθώ από σήμερα εδώ. Να συνηθίζω.

Η συγκατοίκηση με άγνωστο ίσως φάνταζε πιο εύκολη από μια με κάποιον γνωστό. Καλή κοπέλα η Βάσω. Μετά τους έξι μήνες που έμεινα μαζί της δεν την ξαναείδα. Απλά ποτέ δεν κολλήσαμε μεταξύ μας. Πάντα όμως είχε τρόπο να μου φτιάχνει τη διάθεση. Έβρισκα πιάτα με μπάμιες και φασολάκια στο ψυγείο και ένα πιρούνι καρφωμένο όρθιο.

Αφού θα ξαναφάω το βράδυ! Να πλένω δύο φορές το πιρούνι;

Σοφή κίνηση.

Ένα μεσημέρι τη βρήκα να τηγανίζει μπριζόλα. Την είχε καρφώσει και την είχε σηκώσει όρθια στο τηγάνι.

Τι κάνεις ρε συ Βάσω;

Κοίτα. Πρέπει να ψηθεί και από μέσα, εγώ με αίματα δεν την τρώω.

Οι γονείς μου την επόμενη έφυγαν. Θα έμεναν ένα βράδυ στην Αθήνα. Ένιωσα να βράζω. Έφυγαν από εμένα για να πάνε στην Αθήνα και αύριο είχα γενέθλια. Και με άφησαν μόνη να προσέχω τη Βάσω.

Έλα ψυχή μου, χρόνια πολλά, τι κάνεις; Η μαμά βγήκε από το χειρουργείο;

Η θεία μου με άφηνε μαλάκα. Και ήταν η πρώτη που φιλοτιμήθηκε να μου ευχηθεί.

Η κύστη που είχε η μάνα μου στη μήτρα είχε σπάσει. Είχε σπάσει από την ημέρα που με πήγαιναν Ξάνθη. Λίγες ώρες να το άφηνε ακόμα θα της είχε φάει το δηλητήριο τα σωθικά. Θα την χάναμε χωρίς να το καταλάβουμε. Χρόνια μετά μου είπε ότι αφήνοντάς με πίσω έκλαιγε σε όλη τη διαδρομή, σε κάθε χιλιοστό που διένυε το αυτοκίνητο και σε κάθε λακκούβα δαγκωνόταν να μην ουρλιάξει. Μα δεν θυμάται αν ήταν από τον πόνο στην κοιλιά της ή τον πόνο που με άφηνε πίσω.

Μπήκε στο χειρουργείο την ίδια ώρα και την ίδια μέρα που 18 χρόνια πριν είχε μπει για μένα. Έκλαιγε και τη ρωτούσαν οι νοσοκόμες γιατί κλαίει, της έλεγαν ότι όλα θα πάνε καλά και εκείνη στην ερώτηση γιατί κλαίει, απαντούσε γιατί έτσι.

Δεν καθυστέρησα τις σπουδές μου, δεν καθυστέρησα το μεταπτυχιακό μου, δεν έκατσα ούτε μια εβδομάδα και βρήκα δουλειά. Μα τώρα καθυστερώ φόρους, χαράτσια, ασφάλειες και ότι άλλο. Γέμισα ένα βιογραφικό κάποια χρόνια με πραγματικό κόπο και τώρα κάθομαι και το κοιτάω. Με θαυμάζω εγώ και άλλοι όμοιοι μου.

Α τι ωραία δουλειά αυτή. Κοίτα και εδώ τι έκανα. Κοίτα και εδώ.

Κάποιες φορές ακούω τη μάνα μου ακόμα να λέει γιατί δε με έκανε κομμώτρια. Κάποιες φορές το λέω και εγώ.

Εδώ και οκτώ μήνες προσπαθώ να φύγω. Στην αρχή στα ψεύτικα. Νόμιζα ότι κάτι με κρατάει εδώ. Τον τελευταίο μήνα όμως προσπαθώ στα αληθινά. Αυτό που νόμιζα ότι με κρατάει, αυτό είναι που με κάνει να θέλω να φύγω όσο πιο μακριά.

Στέλνω το υπέροχο βιογραφικό μου παντού. Παντού.

Και όταν παίρνω απάντηση, ακόμα και αρνητική, αυτοματοποιημένη ή μη, καλώ τους φίλους που ήδη έχουν φύγει και κάνουμε πάρτι στο skype.

Ήθελα να το γράψω αυτό σε περίπου ένα μήνα από τώρα που θα κλείνω τα 31. Έτσι, δώρο για την επέτειο. Αλλά, θέλω τόσο πολύ να έχω φύγει, που δεν κρατήθηκα. Και μετά δεν θα βρίσκω νόημα να το κάνω.

Και ρε συ μάνα. 

Και κομμώτρια να με έκανες. Με τούτα και με εκείνα. Τα ξέρεις. Πάλι θα έφευγα. 

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

τι είναι;

Χαρισμένο, δανεικό, δανεικό και αγύριστο ότι να ναι τέλος πάντων!

Γιαμαχάκι, πενηνταράκι, διχρονάκι, κουδουνιστράκι, κουκλί. Μυρίζουν τα μαλλιά καμένο λάδι.

Τις πιο ωραίες βόλτες στην πιλοτή σου λέω! Ανάμεσα από τα αυτοκίνητα, τη λεμονιά και τις λεβάντες.

Ο άλλος που έχει καβαλήσει μόνο supersport το πάει βόλτες και κακαρίζει σαν την κότα από τα γέλια.

Πίσω φρένο δεν έχει, όχι ότι έχει μπροστινό. Ηλεκτρικά δεν έχει. Κλειδί δεν έχει! Τίποτα δεν έχει!

Και όμως έφαγα τα χέρια μου να καθαρίζω λάδια, κόλλες και μπογιές.

Συζητήσεις επί των συζητήσεων τι είναι μοτοσικλετιστής. Τι είναι;

Ότι θέλει ο καθένας είναι!

Θέλει πίστες και χρόνους, θέλει 500μέτρα ποζεριά και καφέ, θέλει να εξυπηρετηθεί στην κίνηση, θέλει αέρα στα μούτρα και χιλιόμετρα, ότι θέλει. Ότι θέλει είναι.


Λες και η ευτυχία των άλλων θα στερήσει τη δική σου. 

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

wooh

Γιώργο το παιδί θα κρυώσει; Να πάρει μια ζακέτα μαζί.

ακρόαση υποχρεωτική

Χελόουουου, το παιδί είναι δίπλα σου, σε απόσταση πιο κοντινή από το Γιώργο. Για κοίτα το καλύτερα. Πόσο παιδί σου φαίνεται; Ναι ξέρω πάντα παιδί θα σου φαίνομαι. Αλλά μην το παρατραβάς, που τώρα στα πρώτα άντα μου θυμήθηκα να πάω για ψάρεμα με το μπαμπά. Άσε που έχω φύγει από το σπίτι με τιμές και δόξες και ευχές πολλές, εδώ και κάτι χρόνια.

Να πω πόσο μαγικά μοιάζουν όλα, μήνα Αύγουστο βγαίνοντας από το λιμάνι λίγο μετά τις 8:30, την ώρα που βραδιάζει και νιώθεις ό,τι σε πονάει να σε πονάει πιο πολύ, δεν θα το πω. Γι’ αυτό πονάει πιο πολύ γιατί όλα δείχνουν ότι στάθηκαν ακίνητα για δευτερόλεπτα λίγο μετά από έναν εξουθενωτικό χορό, που εσύ εννοείται δεν πήρες μέρος ούτε στη γιορτή ούτε καν στην ανάπαυλα. Είναι σαν να στέκονται όλα να πάρουν μια ανάσα, ρουφώντας αυτό το παράξενο μπλε που σε κοροϊδεύει, αλλάζει απόχρωση κάθε δευτερόλεπτο και δεν ξέρεις τι μπλε να το πεις. Εσύ μπορεί να έβρισκες να του κρεμάσεις ένα όνομα, εγώ ξέρεις ότι δεν θα τα κατάφερνα ποτέ.

Όταν βγούμε στα ανοιχτά κάθομαι σε ένα σιδερένιο καρεκλάκι και πηγαίνω πέρα δώθε με το κούνημα της βάρκας. Έχω μπροστά μου το πανέρι και το καρούλι στα πόδια μου. Έχω πετάξει την πετονιά με την καλαμαριέρα στα τριάντα με σαράντα μέτρα βάθος και κάθε τόσο την παίζω με τα χέρια μου. Έτσι είπε το αφεντικό. Πρέπει να την τραβάω λίγο και να την αφήνω, για να προκαλώ τα καλαμάρια με το φωτάκι που έχει ενσωματωμένο. Αν έχουν μαζευτεί θα το καταλάβω ,γιατί κάνει σαν να τσιμπάνε και τότε θα πρέπει να τραβήξω με δύναμη και κάπου θα καταφέρω να τα καρφώσω.

Το έχω ξανακάνει με επιτυχία όλο αυτό. Αλλά σήμερα μου σπάσανε τα νεύρα. Ρίχνω την πετονιά, την τραβαω την αφήνω, την αναγκάζω να κάνει νάζια, χορούς, σκέρτσα και ότι μπορείς να φανταστείς. Την ανεβάζω πάνω και δοκιμάζω σε άλλα βάθη. Τίποτα. Και εκεί που είμαι έτοιμη να τα παρατήσω κατανοώ την κατάσταση.

Εκεί που έχω ρίξει την καλαμαριέρα μου με το φωτάκι, έχουν μαζευτεί καμιά τριανταριά καλαμάρια. Χορεύουν ζευγάρια ή και μόνα τους, πλέκουν πλοκάμια, αφήνουν μελάνι, ρίχνουν κλεφτές ματιές στην επιφάνεια και κλείνουν το μάτι, η θάλασσα κάτω από την επιφάνεια μια απέραντη πίστα και εγώ κάνω το φωτάκι με την κίνηση ντισκομπάλα.

Ένα τραγουδάει

You in my arms...

Και όλα τα υπόλοιπα με μια φωνή

Wooh!

Και εγώ χαμογελάω και συμπληρώνω


Wooh hoo hoo!


Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

κάθε κυριακή

Κάνε μου μια χάρη και ανέβασε αυτές τις πετσέτες στο 101.

Ρε μάνα είναι από τις παλιές.

Είναι πεντακάθαρες. Εκείνος το ξέρει. Είναι αυτός που έρχεται κάθε Κυριακή.

Κάθε Κυριακή εδώ και δύο χρόνια. Έρχεται στις 3 το μεσημέρι και μέχρι τις 5 έχει φύγει. Πληρώνει από πριν. Εκείνη ανεβαίνει στο δωμάτιο από τις εξωτερικές σκάλες και φεύγουν μαζί από εκεί. Δύο χρόνια τώρα τον έχω δει μόνο τρεις τέσσερις φορές, εκείνη ποτέ.

Και δεν θα μπορούσε να είναι άλλη μέρα. Μόνο Κυριακή. Μια μέρα μετέωρη, ανολοκλήρωτη. Μια μέρα μόνη της. Δημιουργημένη να μένει μισή και πάλι να φαντάζει αρκετή.

Και εκείνος έρχεται κάθε Κυριακή. Εκείνος ζει μια εβδομάδα για  σκάρτες δύο ώρες μιας Κυριακής. Και του αρκούν παλιές πετσέτες και δωμάτια χωρίς θέα.


Και αν έχεις να περιμένεις Κυριακές, κάτι γίνεται. Άμα δεν έχεις να σε δω με τι παραμυθιάζεσαι.

Αν ήθελες δωμάτιο με θέα αυτό θα έβλεπες.
http://www.youtube.com/watch?v=NxZG62y07lY&feature=endscreen