Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

εισερχόμενα

Το μέιλ της δουλειάς μου είναι ένας κόσμος μόνος του. Ολόκληρος. Με μέσα άλλους κόσμους. Ολόκληροι κι αυτοί.

Ανάμεσα σε εκείνα που υποτίθεται ότι ξέρω το σκοπό τους, είναι και άλλα που με αφορούν αλλά δε μ’ αφορούν. Να παραλάβω από το printroom σχέδια που δεν έστειλα ποτέ να τυπωθούν, το γυναικείο δαχτυλίδι που έχασα στις αντρικές τουαλέτες θα βρίσκεται στη ρεσεψιόν και άλλες παρόμοιες παραδόσεις και παραλαβές.

Κάθε δεύτερη μέρα περίπου φτάνει ένα ομαδικό, σε όλους τους ορόφους. Κάποιος έχει γενέθλια και έχει αφήσει cake στην κουζίνα. Γενικά δεν με αφορούν τα γενέθλια των άλλων. Θέλω να πω ότι θα ήταν ψέμα το ότι με αφορούν όλα τα γενέθλια που μαθαίνω ότι συμβαίνουν. Αντίστοιχα αντιμετωπίζω και τους άλλους στα δικά μου. Ειδικά, επίσης δεν με αφορούν. Δεν με αφορούν τα cakes. Τα cakes εδώ είναι όπως οι μπουγάτσες κάπου εκεί. Αλλά είναι πάντα cake. Ψωμί. Για γενέθλια ψωμί δεν κερνάμε.

Συχνά είναι και τα φαινόμενα του attend. Πατάς λέει ένα κουμπάκι κάπου στο μειλ σου, θα πας δεν θα πας, θες δεν θες ή τι διαλέγεις απ’ τα δύο και σε μετράνε. Ας πούμε στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Κουμπί ναι ή όχι. Ημερολόγια του 2015. Κουμπί Α2 ή Α3. Εμένα με ενοχλούν λίγο αυτά, αλλά δεν ξέρω να πω γιατί. Το κουμπάκι ακόμα το ψάχνω, αχρείαστο να ‘ναι.

Εχθές, όπως κάθε δεύτερη, ήρθε ένα από αυτά για την κουζίνα. Αυτά δεν έχουν καν κείμενο. Στο θέμα είναι το όνομα αυτού που έχει γενέθλια και όλοι εμείς μέσα από τα όρια του διαχωριστικού αναρωτιόμαστε ποιος είναι αφού δεν είναι ένας από μας.

Αυτά μένουν αδιάβαστα. Όλα αυτά. Μα ήρθε μετά από καμιά ώρα και κάθισε ένα βαρίδι από πάνω. Ρωτούσε, χωρίς να ρωτά, έγραφε δηλαδή, αν θέλω να παραβρεθώ. Διάβαζα τη γραμμή δύο και την προσοχή μου αποσπούσε μια πρόταση κάτι γραμμές πιο κάτω με έντονα γράμματα. Άρχισα να θυμώνω, σκεφτόμουν θα μου λένε να πατήσω το κουμπάκι.

Eileen has requested that no black clothing is worn to the funeral. 


Μου κόπηκαν και οι θυμοί. Και οι σκέψεις. Και όλα. 

Αυτό.     

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

και στάση μου


Έχει αφήσει το σώμα της ελεύθερο να ακολουθεί το τράνταγμα του τρένου, χωρίς να δείχνει όμως εντελώς σ’ αυτό το κούνημα αφημένη. Το κεφάλι της ακουμπάει στο παράθυρο καθώς το έχει γείρει πίσω και λίγο δεξιά. Ελεύθερος λαιμός για άγγιγμα πρώτα κι ύστερα ό,τι αντέξεις. Πάνω στα πόδια της κάτω από τα χέρια της, ένα βιβλίο κλειστό και ένα ζευγάρι ακουστικά που ξεκινάν από την τσέπη του μπουφάν της. Κοιτάζει έξω. Το έξω αρχίζει στο τζάμι του συρμού και φτάνει εκατοστά μακριά μέχρι τον μπετονένιο τοίχο της σήραγγας. Κοιτάει μέσα στα μάτια της αντανάκλασής της. Δε δείχνει να επιστρέφει κάπου. Δε φαίνεται από αυτές που επιστρέφουν. Ούτε από εκείνες μάλλον που θα έφευγαν. Μοιάζει μ’ αυτές που είναι για διαδρομές. Που είναι η διαδρομή, ο δρόμος, μαζί το πεζοδρόμιο κι η βόλτα. Σε κάθε στάση πλησιάζει ακόμα λίγο τα μάτια της στο τζάμι και κάθεται σ’ αυτά η υγρασία που στάζει στον τοίχο.

Κάτι την δοκιμάζει. Κάτι την πονάει. Κάτι πάνω στο σώμα της ή μέσα σε αυτό. Κάτι που ίσως μένει μακριά από το σώμα της. Άρχισα να πονάω με εκείνη, αλλά δεν είχα χώρο να το κάνω για εκείνη. Είχα να δοκιμάσω τις δικές μου αποστάσεις. 

Στην επαφή του τρένου με τον έξω κόσμο ενοχλήθηκε από τα φώτα που κάθισαν στο μέτωπό της αντανάκλασής της και τα χείλη της που αλλοιώθηκαν. Έστριψε το κεφάλι της μπροστά και έκλεισε τα μάτια. Γέμισε αέρα από το λίγο ανοιχτό στόμα και τη μύτη της. Κι έτσι ανέβασε ψηλά το στήθος και κουνήθηκε στο πλάι το ανοιχτό μπουφάν. Οι ώμοι πέρασαν το κάθισμα στο ύψος. Σηκώθηκε και όρθια έβγαλε τον αέρα –δεν ξέρω από πού- πριν ακουστεί η ανακοίνωση. Προσπάθησε να περπατήσει σταθερά και στάθηκε μπροστά από τις πόρτες, κρατώντας με το ένα της το στύλο, στο άλλο το βιβλίο και τα ακουστικά να κάνουν κούνια μπροστά στα γόνατά της. Πριν το βαγόνι πιάσει καλά καλά την αποβάθρα άφησε το στήριγμα από το χέρι της και κόλλησε στο τζάμι την παλάμη. Χωρίς να έχει ανάψει το φωτάκι στο κουμπί άρχισε να πατά με ανυπομονησία το open. Στιγμές μετά, λίγα παράθυρα πιο πίσω ίσα που έβλεπα να κρύβεται σε κάτι άλλα χέρια. 

Άφησα πίσω μου την αποβάθρα και εκείνη πίσω από τα χέρια να γεμίζει το σταθμό χαμόγελα. Πίσω και λίγο πλάι έγειρα το κεφάλι μου και εγώ, ψάχνοντας τα μάτια μου στο τζάμι. Έχω ακόμα μια στάση. Μια διαδρομή. 


Διαδρομή και στάση μου.

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

παιδί της

Όλες τις θέλουμε. Κι αυτές που ήρθαν στην ώρα τους κι αυτές που άργησαν κι εκείνες που δεν έφτασαν ποτέ.  Γλυκές, απλές, όμορφες. Αυτές που σε βρίζουν που χάθηκες και τις άλλες που σε αποθεώνουν που υπάρχεις. Έχω μια που ήρθε ολόκληρη εικόνα.

Στις έξι κατέβηκε και άνοιξε τις κότες να βγουν να βρουν τον κόκορα. Στις επτάμιση τάισε τις γάτες. Έχει ανέβει τρεις φορές τη σκάλα, κρατώντας το σιδερένιο κάγκελο με το αριστερό, ενώ το δεξί στηρίζεται στο δεξί μηρό της κάθε φορά που το αριστερό ανεβαίνει σκαλί και βοηθάει με ένα αχ. Έχει τραβήξει στο πλάι και έχει βάλει στη θέση της την ξύλινη καρέκλα στο τραπέζι τουλάχιστον δέκα φορές για να μην κάτσει ούτε τις μισές να παίξει το τηλεκοντρόλ στα χέρια της. Πέντε κουμπιά η ζωή μέσα στο σπίτι τους. Το πρόγραμμα σε βήμα, ένα ένα κανάλι με προσοχή, μπροστά ή πίσω κι η ένταση με επιμονή να δυναμώνει ή να χαμηλώνει συνεχόμενα. Και ένα το κόκκινο κουμπί να κλείνει την τηλεόραση ζωή. Έξω οι κότες, τα γαρύφαλλα, τα μαρούλια και τα φρέσκα κρεμμυδάκια. Μια τριανταφυλλιά με φύλλα εκατό κι η καρυδιά. Η βαριά σιδερένια πόρτα της αυλής που θέλει να την ανοίγει και να την κλείνει μόνη της όταν μας περιμένει.

Το κινητό και ο υπολογιστής μου λένε 10 με δύο λεπτά διαφορά. Δύο ώρες μπροστά θα δείχνει το διαφημιστικό omron ρολόι της πάνω από τη φωτογραφία ενός από τα αδέρφια της. Διπλώνει όρθια, ευλαβικά δύο χαρτοπετσέτες και στρώνει το τραπέζι. Θα πάρω το παιδί θα πει. Το δύο φορές παιδί της. Κάθεται άκρη άκρη σφηνωτά στον καναπέ λες και δεν έχει άλλο χώρο, δίπλα από το τραπεζάκι για το τηλέφωνο και σταυρώνει τα πόδια, μικρή και παίζει τις κουμπάρες. Σκύβει και ανοίγει την ατζέντα. 1995 γράφει απέξω και το τηλέφωνο χωρίς το όνομα μου σε μια σελίδα άσχετη χωρίς αρχικό μαζί με τα άλλα που δεν της χρειάζονται ονόματα. Δεν ξέρω αν καταφέρνει με τη μια όλα τα νούμερα σωστά.  Κρατάει το ακουστικό σφιχτά στα αυτί και τσαλακώνει το καλώδιο να κάνει επαφή.  Ακούω τα πλήκτρα στο πάτημα και στης επιστροφής το ξεκόλλημα. Τρία λεπτά η κλήση της και αρκεί. Καλή συνέχεια στη βάρδια θα μου πει λες κι είμαι ο πατέρας μου ακόμα στα καράβια.

"Όσα θέλει ο θεός παιδί μου να 'ναι τα χρόνια σου." 

Τόση αλήθεια στη φωνή που ακούγεται και την πιστεύω. 

"Χίλια χρόνια να ζήσεις και να ναι καλά."

Και τους πιστεύω και αυτή και το θεό της. Χίλια χρόνια θα ζήσω και ας μην ήθελα ποτέ να ζήσω τόσα. Και κλείνει το ακουστικό και φτάνει ψίθυρος παιδί μου.  Φτάνει το κλικ και εκείνος ο βαθύς ήχος που κάνει μόνο το δικό της πλαστικό ακουστικό στο πλαστικό τηλέφωνο της.

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

put it on

Εχθές στη δουλειά ήθελα να θυμώσω. Να θυμώσω πολύ. Να εκνευριστώ να ξενερώσω. Να δείξω τι με πείραξε σε ποιον. Εδώ όμως δεν σ’ αφήνουν με όλα αυτά τα sorry και τα thank you. Ακόμα και να μ’ άφηναν το ξέρω δεν θα τα κατάφερνα. Σε ξένη γλώσσα δεν μπορείς να πεις με λέξεις τι σου έφερε στεναχώρια, θυμό, χαρά. Όχι με τρόπο που να γίνει κατανοητός ή να σε ξεφουσκώσει.

Αναρωτιέμαι πόσο με ξέρουν. Και αντίστροφα κι εγώ. Για πόσο καιρό με μαθαίνουν, για πόσο τους το κάνω. Με πόσους από αυτούς έχω ανταλλάξει κουβέντα μετά τις πέντε παρά τέταρτο Δευτέρα με Παρασκευή. Και τελικά πως φτάσαμε να έχουμε απαιτήσεις ο ένας απ’ τον άλλο.

Ο Peter με λέει ένα αρωματικό φυτό, όχι για να με πει αυτό. Αλλάζει λίγο το όνομά μου και τελικά το κάνει να ακούγεται σαν να με λέει ένα λουλούδι. Αν δεν χαμογελάσω αρχίζει και γκρινιάζει.

Η Rangini, φεύγει να πάρει καφέ, κατεβαίνει τον όροφο και γυρίζει πίσω λέγοντας πόσο terrible person είναι που δεν με ρώτησε αν θέλω κάτι να πιώ. Και μόλις της χαμογελάσω αρχίζει και μου λέει πράγματα που δεν καταλαβαίνω εκτός από το oh your smile, που επαναλαμβάνει ενδιάμεσα.

Ο James στέλνει mail να πει πόσο really ανησυχεί όταν δεν look happy και λείπουν τα χαμόγελά μου. Και μου ζητάει να τα επιστρέψω λες και ήταν δικά του και του τα κλεψα.

Ο Christian με σταμάτησε καθώς περνούσα μπροστά από το διαχωριστικό του γραφείου του και με ρωτούσε απειλητικά. Where is it? Τον κοιτάω και αναρωτιέμαι. Επιμένει. Where is it? Put it on, με διατάζει. Συνεχίζω να αναρωτιέμαι. Σηκώνει τα χέρια και με τους δείκτες του τραβάει τις άκρες των χειλιών του. Γεμίζω χαμόγελο αντανακλαστικά. There it iiiis…

Και απ’ την άλλη πιάνω τον εαυτό μου να στέλνω τη Rangini σπίτι της όταν τη βλέπω κουρασμένη στις υπερωρίες. Να μαλώνω τον Peter να μην αγχώνεται και να ζητάω από τον Christian να χαμογελάει στις μαυρίλες του.

Αναρωτιέμαι πως φτάσαμε τις σχέσεις μας εδώ. Που δύο δεν θα βρεις να έχουν κοινή τη μητρική τους γλώσσα. Φτάσαμε να συνεννοούμαστε. Φτάσαμε να ‘χουμε απαιτήσεις.


Τόσες απαιτήσεις σε έναν όροφο. Τόσα χαμόγελα.

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

όπως ξυπνούν


sometimes, your voice passes through me like a knife



να παλεύεις να ανοίξεις τα μάτια σου όπως θα πάλευες να σώσεις τον κόσμο και να χαμογελάς όπως θα το κάνεις όταν θα τον σώνεις με δάχτυλα που έψαχνες δήθεν να σώσεις στο χάος των μαλλιών μου και μ’ άλλα που τα βρήκαμε να ψαχουλεύουν δέρμα μες στο δέρμα το κοινό μας δέρμα στο φως του πρωινού πορτοκαλί στο πρωινό σου πρόσωπο μια λωρίδα φως μια σκιά λωρίδες από τις περσίδες που ίσως έμειναν μισάνοιχτες μισόκλειστες θα έλεγα όπως το στόμα σου που κάνει πως ανταποκρίνεται στη γλώσσα που του κάθεται στα χείλη σου που κοίμισα και ξύπνησα τον έρωτα χαράματα στα μάτια σου να δω πως θα κοιμάται εκείνες τις στιγμές που έμενες ακίνητος να αλλάζεις την ανάσα σου λες κάποιος σε ‘βαλε να ανεβείς τον κόσμο στον κόσμο και οι φορές που έτρεξες πιο γρήγορα απ’ το φως για να βρεθείς κοντά μου ενώ στεκόμουν πάνω σου με την ανάσα σου σχεδόν σταματημένη να σταματάω τις ώρες που χωρίζονταν οι τόποι μας κι οι σκέψεις έκαναν πως βρίσκονται στο χρόνο στους χρόνους που σωπάσανε οι ήχοι μας και γράφτηκαν όλες οι λέξεις που πάψαμε από επιλογή που δεν την επιλέξαμε και όλες αυτές οι παύσεις λες και κάθισαν βαριές στα βλέφαρά σου πάνω και από κάτω εγώ που δεν φαντάστηκα τον κόσμο πως θα σώσω να είμαι εγώ αυτή που προσπαθώ τα μάτια σου ν’ ανοίξεις ο κόσμος όλος να σωθεί στο πρωινό σου βλέμμα όλος ο κόσμος να σωθεί μαζί και ο δικός μου 

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

syntagma

Έξι μήνες υπεραρκετοί να μάθω να τ’ ακούω, να τα διαβάζω στην ξένη γλώσσα χωρίς να τα μεταφράζω. Η συνήθεια συνηθίζεται εύκολα. Σύνταγκμα και όχι Σύνταγμα θα δουν τα μάτια μου, θα ακουστεί στα αυτιά μου. Έχω σταθεί στην αρχή της σκάλας να μιλήσω στο τηλέφωνο πριν αρχίσω να κατεβαίνω. Πριν αρχίσω να φεύγω. Πριν τελειώσουν οι δέκα μέρες σ’ αυτό που λένε πίσω στην πατρίδα.

Λίγα μέτρα μακριά από τη σκάλα, ένα ζευγάρι θα το έλεγες. Γύρω στα 25 και οι δύο, εκείνη ίσως λίγο μεγαλύτερη, εκείνος σίγουρα ψηλότερος. Την κρατάει από τη μέση με το ένα χέρι, με το άλλο της κουνάει το δείκτη λες και είναι δάσκαλος και τη μαλώνει «να έρθεις, αλλά τρεισήμισι θα είσαι σπίτι σου και εγώ θα είμαι στο δικό μου, εξηγημένοι». Εκείνη δεν του κρατάει και δεν του κουνάει τίποτα. Δεν του χαμογελάει. Κάνει πως θα σηκωθεί στις μύτες των ποδιών της να τον φιλήσει και σκύβει εκείνος και το κάνει σαν από υποχρέωση, σαν για να τελειώνει ή σαν για να την πείσει. Νόμιζα δεν θα χωριστούν. Πως μόνο συμφωνούνε. Χωρίζονται. Εκείνος κατεβαίνει τις σκάλες κοιτάζοντας το iphone του και εκείνη αφού κάνει λίγο βήματα, στρίβει το σώμα της από τη μέση και πάνω, κάνει πως φτιάχνει την τσάντα στον ώμο της, μα κοιτάει ένα κεφάλι που χάνεται κατεβαίνοντας τα σκαλιά.

Στο τοιχάκι της σκάλας, σχεδόν σαν να στηρίζονται εκεί, ένα αγόρι και ένα κορίτσι θα τους έλεγες. Γύρω στα 35 και οι δύο. Κρατάει μέσα στα χέρια του το πρόσωπό της σφιχτά. Εκείνη έχει βάλει το ένα χέρι της πάνω από το αριστερό δικό του για πιο σφιχτά. Με το άλλο τον φέρνει κοντά στο σώμα της  από τη μέση κρατώντας το μπουφάν του, για να χει αυτός ελεύθερα τα χέρια του. Οι βλεφαρίδες του κάνουν σκιές στα πάνω βλέφαρά του καθώς τα μισοκλείνει κάτω απ’ τα πορτοκαλί φώτα του δρόμου. Της χαμογελάει μπροστά στο στόμα της, μα τόσο κοντά που την κρατάει, μόνο από το στόμα μπορεί εκείνη να το δει. Ξεκολλάει μόνο ένα δάχτυλο από το πρόσωπό της και το ακουμπάει στα μισάνοιχτά της χείλη. Και εκείνη το φιλάει απαλά κι ύστερα το παίρνει μέσα με τα δόντια της και του φιλάει τα χείλη χωρίς να το αφήνει. Νόμιζα πως θα χωριστούν. Πως αποχαιρετιούνται. Μα δε χωρίζονται. Τον πιάνει από το χέρι και κατεβαίνουν τα σκαλιά μαζί.

Κατεβαίνω και εγώ σα θεατής. Φεύγοντας λίγο, μένοντας λίγο. Μα ζώντας πολύ το έλα και το φύγε.