Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

από μακριά

Από μακριά τώρα πια οι πληροφορίες και με ποσοστά.

Στο τι κάνετε θα βάλεις ένα 200% πάνω, θα πεις μια χαρά και θα το γυρίσεις ξαφνικά στο εσείς πες μου τι κάνετε.

Γίναμε εσείς και εμείς, με κάτι χιλιόμετρα να μας χωρίζουν. Ήμασταν μια οικογένεια και τώρα σπάσαμε. Όποιον και να ρωτήσεις θα σου πει αυτό είναι το λογικό. Η σωστή εξέλιξη. Χέστηκα. Ώρες ώρες με ενοχλεί, φαντάζομαι πόσο ενοχλεί εκείνους.

Στο έχει δουλειά θα είσαι προσεκτικός δεν θα υπερβάλεις, θα βάλεις μόνο ένα 50% πάνω, θα απαντήσεις κάτι γίνεται, μη σε νοιάζει θα τη βρούμε την άκρη εμείς και πάλι θα το γυρίσεις στο εσείς κάνετε τίποτα;

Υπάρχουν τρύπες και τρύπες. Υπάρχουν τρύπες που κλείνουν και τρύπες που γίνονται μαύρες και καταβροχθίζουν ότι βρουν μπροστά τους. Οι  «εσείς» έκαναν τις τρύπες τους να κλείνουν, οι «εμείς» τις μαυρίσαμε.

Στο πόσα ξέρει ο μπαμπάς από αυτά που συμβαίνουν αρχίζουν τα ποσοστά με μηδέν και υποδιαστολή. Και όταν τη ρωτάς τι λέει και για αυτά που ξέρει τον ακούς από μέσα να γκρινιάζει.

-Πως μας κατάντησαν έτσι. Τι θα κάνουμε. Τι λάθη έκανα. Εσείς δεν έχετε ανάγκη. Εμείς τι θα κάνουμε.

Και παραληρεί και εγώ δαγκώνομαι και εκείνη στη μέση. Και εκείνος δεν ξέρει και εγώ δεν αντέχω να τον ακούω. Πες του να σταματήσει γαμώτο μια χαρά είστε, μη γίνεται αχάριστος.

Και εκείνη πασάρει το ακουστικό σε εκείνον και μας κάνει και τους δύο να σκάσουμε. Άντε βρες λέξεις τώρα.

-Έλα μικρή.
-Τι γκρινιάζεις πάλι μωρέ;!

Εβδομήντα χρονών συνταξιούχος καπετάνιος άντε βγάλε άκρη και μετά βάλε και σε σειρά τις ξεροκεφαλιές.

- Τι γκρινιάζω. Δες πως με έκαναν. Να μην μπορώ να σας βοηθήσω. Να μη μπορώ να σας δώσω τίποτα.
- Μας έδωσες
-Τίποτα δεν σας έδωσα.
-Μας μεγάλωσες.
-Τίποτα δε σας έδωσα.
-Μας σπούδασες.
-Τίποτα δε σας έδωσα.
-Μας έδωσες ότι χρειαζόταν για να μη χρειάζεται να ζητάμε άλλα.

Μα δεν ακούει. Σε έμαθε να κρίνεις, να μη ζητάς και εκείνος δε μαθαίνει με τίποτα να μη δίνει άλλο.

-Να το πουλήσω το ρημάδι, να ξεχρεώσει ο αδερφός σου, να βοηθήσω και εσένα.
-Μπαμπά φτάνει. Πες τώρα τι κάνει ο εγγονός σου.
-Τι να κάνει ρε μικρή. Δύο μηνών άνθρωπος και όλο γελάει. Μόνο σε εμένα γελάει. Και όλο κάτι θέλει να μου πει. Τι να θέλει να μου πει.

Ευχαριστώ ρε μπαμπά. Ευχαριστώ θέλει να σου πει και αυτός. Τι άλλο.


Ευχαριστώ.

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

ασυνάρτητα

Να γράψω.

Τι. Γιατί.

Πρέπει να γράψω τώρα.

Τώρα.

Αν δε γράψω θα σηκωθώ. Θα βγω. Θα φύγω.

Και;

Και. Δεν θα γυρίσω. Αυτό. Γι αυτό.

Θα γράψω.

Το βράδυ που με τραβάει από το πόδι, έχω κλειδώσει. Ο σύρτης γυρισμένος. Δε βγαίνω.

Γράφω. Σχεδόν δημοτικό. Νηπιαγωγείο τελειώματα. Μα γράφω. Γράφω και δε βγαίνω.

Τώρα;

Δεν έχω.

Να γράψω, δεν έχω.

Να φύγω.

Δεν είναι αυτά για μένα. Δεν ήταν αυτά για μένα.

Δεν έπρεπε να πάω εκεί. Γιατί τώρα ζητάω να γυρίζω.

Συνέχεια. Και δεν έχω.

Δεν έχω αντοχές.

Δεν έχω δρόμους, δεν έχω τρόπους.

Δεν έχω.

Σκάσε μου λέω.


Σκάω μου απαντάω.

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Εκείνη

Την περασμένη Κυριακή ήρθε Εκείνη να με δει. Άνοιξε με τα κλειδιά της. Εκείνη έχει τα πρωτότυπα εγώ φωτοτυπίες. Ήταν ακριβώς όπως τη θυμόμουν. Απόλυτη. Ακραία. Κτητική. Εγωίστρια. Με μια λέξη, τέλεια.

Τη χάζευα να κινείται στο χώρο και θυμήθηκα όλες εκείνες τις φορές που με ρημαγμένη ψυχή και μισή φωνή ήθελα να πω μου αρκεί αυτό μόνο, μου αρκεί, μα τελικά έβγαινε η δική της η φωνή και σταθερά συλλάβιζε όλα ή τίποτα.

Την είδα ακόμα μια φορά να χτυπά με δύναμη τον εαυτό της σε κάθε γωνιά του σπιτιού και να παραμένει αριστοκρατικά αράγιστη, ενώ εγώ γινόμουν θρύψαλα στην παραμικρή της κίνηση.

Όλο το βράδυ έτσι να κυλά. Και όταν ξημερώματα πια είχα βυθιστεί στην απελπισία την είδα έτοιμη να φύγει. Μετρούσα τα σίγουρα βήματά της προς την πόρτα. Ήταν η ώρα που έπρεπε να φωνάζω, φύγε με καταστρέφεις, και να βρίζω κλαίγοντας ακούγοντας την πόρτα να κλείνει με θόρυβο και το κλειδί να γυρνάει τρεις φορές. Αντί για αυτό, της πρότεινα

Κάτσε και θα τα βρούμε.

Στάθηκε. Πιο πολύ γιατί ξαφνιάστηκε παρά για να τα βρούμε. Γύρισε και με κοίταξε γέρνοντας ελάχιστα το κεφάλι της στο πλάι. Τα χείλη της σφραγισμένα, ένα αμφίβολο χαμόγελο χόρευε στην αριστερή άκρη τους, και όμως άκουγα αργά και καθαρά τη φωνή της.

Δεν θέλω να πικραίνεσαι τις Κυριακές τα βράδια. Χωρίς αυτή τη σκοτεινιά, τα χρόνια μένουν άδεια.

Και έφυγε χωρίς να μου δώσει περιθώρια. Αυτή τη φορά χωρίς να χτυπήσει την πόρτα πίσω της με θόρυβο. Την άφησε να κλείσει με το βάρος της, δε γύρισε ούτε μισή φορά το κλειδί και ήταν το χειρότερο που μπορούσε να κάνει.

Έστρεψα το βλέμμα μου στην αντίθετη πλευρά. Κοίταξα την ομπρέλα, το παλτό, τα παπούτσια. Ήθελα να βεβαιώσω τον εαυτό μου ότι δεν θα κουβαλούσα τίποτα περιττό. Θα γυρνούσα βρεγμένη ως το κόκαλο, τσακισμένη από τον αέρα, με ματωμένα όλα τα μέλη μου, φανερά και άφαντα, από την κορφή ως τα νύχια.

Ένα αμφίβολο χαμόγελο άρχισε να χορεύει στην αριστερή άκρη των χειλιών μου. Θα γυρνούσα πιο μισή από ότι ξεκίνησα. Μα θα την ακολουθούσα. Εννοείται θα την ακολουθούσα.


Πάλι.

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

δεν έχω φύγει

- Πες μας playbobill γιατί βρίσκεσαι απόψε εδώ μαζί μας.

- Με λένε playbobill, έχω ένα χαρτί που λέει ότι είμαι πολιτικός μηχανικός, δε θυμάμαι ούτε που είναι το χαρτί ούτε το πολιτικός μηχανικός, και μόλις χθες έκλεισα τα 31.

Πρόσφατα βρήκα δουλειά. Θα κάνω μαθήματα σχεδίου σε ενήλικες που δουλεύουν σαν πολιτικοί μηχανικοί. Δέκα ευρώ την ώρα, δύο ώρες την εβδομάδα και βλέπουμε. Είκοσι ευρώ την εβδομάδα δε λύνουν προβλήματα μα δε δημιουργούν κιόλας.

Στο σπίτι με υποδέχτηκαν με καπελάκια στο κεφάλι σερπαντίνες και μια τούρτα. Γιατρέ μου πείτε μου, εγώ δεν έχω καταλάβει καλά; Δεν έχω δουλειά και θα κάνω μαθήματα σε ανθρώπους που προσπαθούν να κάνουν μια δουλειά που δεν υπάρχει. Γιατί τόση χαρά;

Ναι δεν είμαι αχάριστη. Ναι δίκιο έχετε. Άλλοι δεν έχουν καθόλου. Ναι όπως τα λέτε γιατρέ μου.

Να προχθές μου είπε και ο πατέρας μου ότι τώρα που βρήκα δουλειά δε χρειάζεται να ψάχνω να φύγω στο εξωτερικό. Βολεύτηκα λέει και εγώ και που να τρέχω. Να κάνω και κάνα παιδί. Τι θέλει ένα παιδί; Είκοσι ευρώ τη βδομάδα θέλει και αγάπη. Τα 'χεις όλα.

Την τελευταία φορά γιατρέ που πήγα να ψωνίσω αγάπη πιστέψτε με είχε κάτι παραπάνω από πενήντα ευρώ, βάλε και το παιδί, ξεφύγαμε. Και για καθημερινή χρήση δεν είναι. Πιο φθηνά είναι και μπαίνουν στο σπίτι  χαράτσια, φόροι, δάνεια. Τέτοια παίρνουμε. Αν όχι κάθε μέρα, μέρα παρά μέρα.

Ναι δεν παραπονιέμαι γιατρέ, όχι πολύ δηλαδή. Και προσπαθώ και κάνω και δουλειές που δεν τις θέλει το χαρτί στο βιογραφικό μου. Είναι που θα θελα μόνο να είναι λίγο αλλιώς. Να είχα δουλειά κανονική. Ένα μισθό αξιοπρεπή. Ούτε πολλά ούτε λίγα. Δεν θέλω τα πολλά μα με τα λίγα δε ζεις.

Όχι αφεντικό δε θέλω, υπάλληλος δε με πειράζει. Μα να μπορώ να κλέβω λίγο χρόνο να μπαίνω fb να μιλάω σε εκείνον. Και ύστερα να βρίζουμε μαζί το αφεντικό που μου το έκοψε και να γελάμε. Και να μπορώ στην παρατήρηση να υπερασπιστώ τον εαυτό μου αν έχω δίκιο, χωρίς να φοβάμαι και να σκύβω το κεφάλι.

Να μπορούσαμε ακόμα στο τραπέζι να μιλάμε για ταξίδια που δεν θα κάνουμε ποτέ. Ακόμα και αυτά τα κόψαμε. Μιλάμε για ασφάλειες που δεν θα πληρώσουμε ποτέ.

Σήμερα έσπασα ανάμεσα σε μια γραμμή τηλεφωνίας των δεκαπέντε ευρώ. Εκείνος στη δουλειά που δεν πληρώνεται και εγώ στο σπίτι.

Πάμε να φύγουμε. Δεν αντέχω άλλο. Πάμε να φύγουμε. Δε με χωράει ο εαυτός μου εδώ. Πάμε.

Τι να μου πει και αυτός γιατρέ. Τι άλλο να μου πει.

Πριν από οκτώ μήνες έφυγε ένας και τον άλλο μήνα θα πάει και εκείνη να τον βρει. Εκείνη χωρίς να έχει βρει δουλειά. Τι να κάνει μισή μαζί μας. Μαζί σας. Σε λίγο φεύγει και ο άλλος. Για τρεις μήνες και αν πάνε καλά τα πράγματα θα πάρει και τη γυναίκα και το παιδί κοντά. Το παιδί ούτε ενός και άντε να το πείσει ότι το κάνει για εκείνο. Ίσως δεν αντέξει και η άλλη. Φύγει έτσι και βλέπουμε.

Και όλοι αυτοί δέκα μέτρα από τα μάτια μου. Και τόσοι και άλλοι τόσοι δέκα μέτρα από οποιουδήποτε τα μάτια.

Τα ξέρετε αυτά γιατρέ. Τι σας τα λέω. Ξέρω είναι και άλλοι έτσι και χειρότερα. Να μην παραπονιέμαι.

Καλά γιατρέ.

Είμαι το playbobill, είμαι πολιτικός μηχανικός και τελικά δεν έχω φύγει.


Ακόμα.

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

κύκλοι

Νοσταλγία.


Αυτό με πιάνει όταν απομονώνω τα δάχτυλα στο πιάνο και η ανάσα μου βαριά σιγοψιθυρίζει:

Straightway down the road,
to my heart's desire

Στις παύσεις διαπιστώνω ότι δεν έχω τίποτα να νοσταλγώ.

Δεν θα ήθελα να παίζω σε αυλές, να κάθομαι σε τελευταία θρανία, να ξενυχτάω για να πάρω το πτυχίο. Όσο ήταν να φάω τα γόνατα μου στα τσιμέντα τα έφαγα, όσο γέμισα μπλε τετράδια γέμισα.

Δεν θα μπορούσα να βρίσκομαι αλλού. Είτε δεν θα μου χωρούσε το αλλού, είτε δεν θα με χωρούσε εκείνο.

Οι κύκλοι είναι για να κλείνουν. Και όσο εμείς τραβάμε λίγο ακόμα την περίμετρο το πιο πιθανό είναι να τους αλλάξουμε σχήμα.

Τις καμπύλες τις κάνουμε γωνίες. Το σχήμα κλείνει και έτσι. Και μένουμε είτε στο εσωτερικό σφηνωμένοι σε κάποια γωνία, χτυπώντας από τοίχο σε τοίχο, είτε έξω από το σχήμα να κοβόμαστε στο εξωτερικό των γωνιών, όποτε κάνουμε να περάσουμε πιο κοντά σε αυτό.

If i was where i would be
Then I would be there I am not,
Here I am where I must be

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

σημειώματα και δέματα

Εχθές πήρα ένα δέμα από τη μάνα μου.

Οι κουβέρτες του χειμώνα πλυμένες από εκείνη, επειδή μόνο εκείνη μπορεί να τις πλύνει τόσο καλά. Κρυμμένα καλά ανάμεσα τα καθιερωμένα δώρα. Ένα κορμάκι μακρυμάνικο, δύο εσώρουχα βαμβακερά, ένα ζευγάρι κάλτσες και μέσα στη δεξιά κάλτσα δέκα ευρώ.

Της έχει μείνει κουσουράκι από τότε που της έφυγα πρώτη φορά. Όταν ερχόταν να με δει, τις ώρες που έλειπα, τότε που ήμουν φοιτήτρια, και είχε το πεδίο ελεύθερο γέμιζε το σπίτι ραβασάκια.

Στις σελίδες αδιάβαστου βιβλίου 5 ευρώ με σημείωμα : για να πιεις ζεστή σοκολάτα.
Στο βιβλίο οπλισμένου σκυροδέματος 10 ευρώ : για φωτοτυπίες σημειώσεων.
Στο συρτάρι με τις κάλτσες 50 ευρώ : νομίζω ότι ήθελες κάτι αθλητικά παπούτσια.

Άλλες φορές χωρίς φιλοδώρημα.

Στο ψυγείο : αστεράκι το σίδηρο μη ξεχνάς
Σε ένα μικρό πίνακα ανακοινώσεων : αγάπη το σίδηρο σου είπα
Πίσω από την εξώπορτα : κανόνισε μικρή να φύγεις χωρίς να έχεις πιει το σίδηρο

Και όταν δεν μπορούσε να έρθει εκείνη έστελνε τον εαυτό της αλλιώς. Δέματα με φαγώσιμα κυρίως. Αυγά από τη γιαγιά σε τάπερ, τυλιγμένα ένα ένα με χαρτί κουζίνας, από πάνω το καπάκι και απέξω ο πατέρας μου είχε χαλάσει μισή χαρτοταινία για να τα κολλήσει με κάθε δυνατό τρόπο, κάθετα οριζόντια πλάγια, τέσσερις και πέντε φορές τη μια πάνω στην άλλη. Λες και τα αυγά θα γίνονταν πουλιά και θα πετούσαν. Κάνα δύο φορές οριακά δεν πέταξα το τάπερ μαζί με τα αυγά. Τόση ταινία ούτε το ψαλίδι δεν την έπιανε. Πίτες με φύλλο δικό της και δέκα διαφορετικές συγνώμες στο τηλέφωνο, μια για το αλάτι που έλειπε, μια για το φύλλο που ήταν χοντρό, μια για το ότι άρπαξε λίγο από κάτω.

Σε κάτι γενέθλια για να με ευχαριστήσουν ο πατέρας μου αποφάσησε να αγοράσει φρέσκες γαρίδες να τις βράσει, να τις καθαρίσει, να τις βάλει με λαδάκι και λεμονάκι σε ένα μπολάκι, να τις τυλίξει με την απαραίτητη χαρτοταινία και να τις στείλει πόρτα-πόρτα με το ταχυδρομείο. Είχε και παγωνιά θεώρησαν θα αντέξουν. Όταν ήρθε ο ταχυδρόμος έλειπα. Παρέλαβα το ειδοποιητήριο και τηλεφώνησα να δω μέχρι τι ώρα μπορώ να παραλάβω το δέμα. Ο υπάλληλος ακόμα απορώ πως άντεξε και δεν με στόλισε.

Έλα να πάρεις κοπέλα μου το δέμα σου! Ένα σάκο μας κατέστρεψε η μάνα σου! Πες της όχι τόσα λάδια την άλλη φορά!!!

Πέρυσι μου ζήτησε να της στείλω ένα βιβλίο να διαβάσει και με αγωνία με ρωτούσε.

Καμαρώνεις που διαβάζω βιβλία;

Άσε μας ρε μάνα, την αποπήρα.

Της έστειλα το βιβλίο και μέσα της έβαλα ένα σημείωμα.

Καμαρώνω για σένα, όσο καμαρώνω μια ζωή, και τόσο και πιο πολύ θα καμαρώνω και όλες τις άλλες που μου αναλογούν.

υ.γ. τα 5 ευρώ είναι για να πιεις έναν καφέ
  
Ακόμα το πεντάευρω σφηνωμένο στον καθρέφτη περιμένει να πιει καφέ.

Μάνα μην ψαρώνεις.

Και αν δεν ακούω τι λες, το βλέπω.

Και αν δεν το βλέπω, το νιώθω.

Και αν νομίζεις ότι καμιά φορά ξεχνώ, κάπου εδώ θα είσαι, θα δεις. Πως με τη σειρά μου τα ίδια και χειρότερα θα κάνω, απόδειξη πως όλα τα είδα, τα άκουσα, τα ένιωσα και τίποτα δεν ξέχασα.



Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

συνταγή - μαρμελάδα σταφύλι

  
Αχ και να ήμουνα ένα από εκείνα τα μικρά κεχριμπαρένια κίτρινα. Από εκείνα τα δικά σας τα αράντιστα χωρίς κουκούτσι. Και να σε βασάνιζα κανένα δίωρο να με τραβήξεις από το τσαμπί μου και να με ξεχωρίσεις από τα άλλα. Και να με πλύνεις και να με ξεπλύνεις με άφθονο δροσερό νερό για να ξυπνήσεις το χρώμα και τις μυρωδιές μου. Και να κρυώνω κάτω από το νερό και να σηκώνονται οι ίνες μου μέσα από τη φλούδα σαν να ‘ταν τρίχες κάτω από δέρμα ανθρώπινο.

Και να με βάλεις σε μια κατσαρόλα με μεγάλο πάτο. Και να προσθέσεις το μισό του βάρους μου σε γλύκα. Αν θέλεις κράτα και λίγο ακόμα γιατί μια γλύκα την έχω από μόνο μου. Και να άναβες το μάτι της κουζίνας για να αρχίσω να βράζω, να πιω όλα τα ζουμιά μου, να δέσω με τη ζάχαρη.





Και όταν θα έβλεπες το νερό μου να τελειώνει κομμάτια να με έκανες, να κόβομαι με τις λεπίδες, μα να το χαίρομαι γιατί παντού θα με σκορπίσεις, ένα πια να μη με ξεχωρίζεις.

Κι ύστερα μισό λεμονάκι να μου έστυβες, μια βοήθεια μικρή να πήξω χωρίς να με βράσεις πολύ και χάσω αρώματα. Και μια βανίλια να μου χάριζες να αναστατώσει τη γεύση μου και τη μυρωδιά μου. Και μην ξεχνάς να με ανακατεύεις με ξύλινη κουτάλα, μην κάνω και αγαπηθώ πολύ από τον πάτο και κάψω τη σάρκα μου. Και ξέρω ότι έτσι θα κάψω τη δική σου σάρκα, στο εσωτερικό του καρπού καθώς θα ανακατεύεις. Και αν δεις να αφρίζω μη με παρεξηγείς, πάρε ένα κουταλάκι και ξάφρισέ με, δεν θα στο ΄χουν ζητήσει ποτέ ξανά με τόση γλύκα στην ανάγκη τους.

Και όταν θα δεις φουσκάλες να βγάζω στην επιφάνεια μου τότε να ξέρεις πρέπει να με κατεβάσεις από τη φωτιά. Φουσκάλες χοντρές σαν τον έρωτα. Που ξεκινούν από τον πάτο, από την κάψα της φωτιάς, και είναι ικανές να κάψουν και εμένα όση ώρα και αν βράζω, και αναδεύουν τα σωθικά μου ανεβαίνοντας, μα φτάνοντας στην επιφάνεια γίνονται μια φούσκα που με έναν αθόρυβο σχεδόν ήχο σκάνε και δεν απομένει τίποτα από αυτές πια. Και να σε βλέπω ανυπόμονα να βουτάς το δάχτυλο για να δοκιμάσεις και να το φέρνεις γρήγορα στο στόμα, να το πιπιλάς πιο πολύ πια για να ανακουφιστείς παρά για να γευτείς. Και να σε ακούω να ψιθυρίζεις τέλεια, λίγο γλυκιά και λίγο ξινή και να χαμογελάς αυτάρεσκα λες και όλο αυτό είναι δικό σου κατόρθωμα και μόνο.  Και να ξέρω ότι εκείνος που θα 'ρθει να σε φιλήσει στο λαιμό τις επόμενες ώρες, θα σταθεί για λίγο ξαφνιασμένος από τη μυρωδιά σου. Και δεν θα μπορεί να ξεχωρίσει φρούτο, ζάχαρη, βανίλια, γιατί θα έχουν γίνει ένα με το δέρμα σου. Και θα αναρωτιέται σιωπηλά, που βρήκες τόση γλύκα.

Και θα σε βλέπω να ετοιμάζεις το σπίτι μου, θα βράζεις και θα αποστειρώνεις τα βάζα μου. Καυτό εγώ, καυτά εκείνα, να συναγωνιζόμαστε. Και εσύ να βάζεις το καπάκι μου και εγώ να κλείνομαι με τρόμο. Και δε μου φτάνει το κελί, με θέλεις και ανάποδα. Και εγώ θα αναδεύομαι κρυώνοντας και θα ζητώ ανάσες, θα λιγοστεύω τον αέρα και αντί στην ελευθερία να πηγαίνω θα με σφραγίζω πιο καλά ρουφώντας και τραβώντας το καπάκι προς τα μέσα.Και όταν θα 'χω πια για τα καλά κρυώσει, τότε μόνο τον άδικο μου κόπο θα 'χω νιώσει. Σε δροσερό και σκιερό μέρος θα μείνω, σαν σε χειμερία νάρκη θα γίνω. Και ας ξέρω ότι εσύ πάντα θα αγαπάς να με μοιράζεις, θα περιμένω να με γευθείς. Εσύ και μόνο εσύ. 

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

μια μέρα

Ώρες ώρες σκέφτομαι ότι μοναδικά τραγούδια δύσκολα βγαίνουν πια. Λάθος. Χίλιες μια φορές στις χίλιες, λάθος. 

Και αφού μπορούν ακόμα να βγαίνουν τέτοια τραγούδια, μπορεί και εγώ μια μέρα να καταφέρω να γράψω. Έτσι. Όπως ακούγεται αυτό.




(δεν το θελα λέει,σε πίστεψα ρε C.)

καφές φίλτρου

Ο πρώτος καφές της σεζόν. Η συσκευασία σφραγισμένη περίμενε υπομονετικά στο ντουλάπι εδώ και είκοσι μέρες περίπου. Είναι που έτυχε και τελείωσε ο ελληνικός, είναι που βρέχει από προχθές λίγο κοροϊδευτικά αλλά πάντα μουσκεύοντας κάτι έστω και λίγο.

Μετά το άνοιγμα σε γυάλινο βάζο και στο ψυγείο να σώσουμε όση μυρωδιά προλάβουμε. Φίλτρο οικολογικό, δωρεά της μαμάς. Καφετιέρα προίκα από τον καιρό που δούλευα.

Τον καιρό που δούλευα που δεν είχα καιρό για τίποτα. Με θυμάμαι, μόνο τέσσερα χρόνια πριν, να τρώω στο όρθιο στο σπίτι, ή στη δουλειά στα κλεφτά και από τις έξι το απόγευμα και μετά να λυσσάω. Γυμναστήρια, θέατρα, μουσικές σκηνές. Ώρες περπάτημα, κανέναν καφέ. Ξενύχτια, είτε μέσα είτε έξω από το σπίτι. Και πάλι το πρωί σκουντουφλώντας να προσπαθώ να συρθώ από το κρεβάτι στο μπάνιο, να βουρτσίζω τα δόντια με το ένα χέρι και με το άλλο να φορώ το παντελόνι. Να πίνω μια γουλιά από τον χθεσινό παρατημένο, παγωμένο καφέ φίλτρου και μετά να στέκομαι για λίγο να σκεφτώ, τι μπορεί να έχει πέσει μέσα τόσες ώρες που τον έχω στο τραπέζι της κουζίνας ή τι πιθανότητες μου δίνω να με πιάσει κόψιμο με το γάλα που έχω στάξει μέσα. Λεπτομέρειες, όλα αυτά στις 7:45, ενώ έπρεπε να έχω φύγει ήδη, τουλάχιστον δέκα λεπτά πριν. Την επόμενη, την ίδια ώρα τα ίδια αναρωτιόμουν.

Στο γραφείο ακόμα ένας κουβάς καφές. Πιο πολύ γιατί χόρταινα να βλέπω την κούπα μου γεμάτη. Οκτώ ώρες δουλειάς, καμιά φορά και λίγο παραπάνω, και πάλι δεν κατάφερνα να τον φτάσω μέχρι τη μέση. Τέσσερις κούπες χρειάστηκε να αλλάξω. Πως κατάφερνε ο αφεντικός από όλες τις κούπες να σπάει τη δική μου κάθε φορά ποτέ δεν το κατάλαβα.

Ο μισθός καλός. Ούτε μικρός, ούτε μεγάλος. Έφτανε όμως. Ενοίκιο, νερό, φως, τηλέφωνο, μετακινήσεις, ασφάλεια και ο καφές είχε ωραία γεύση. Με τον πρώτο μισθό είχα πάρει ένα πορτοφόλι δώρο στον πατέρα μου. Του το έδωσα λέγοντας του:

για να βάλεις μέσα τα λεφτά που δεν θα σου τρώω πια

Τώρα φοβάμαι μην τα ζητήσω πίσω σαν να μου ανήκουν.

Ο καφές θα αντιδρά πάντα όπως το χώμα στη βροχή. Τη μυρωδιά την έχουν περιγράψει άλλοι πριν από εμένα με τρόπους που εγώ δεν θα τους φτάσω. Η δοσολογία θα είναι πάντα ίδια. Μία κούπα νερό, δύο κουταλιές γεμάτες καφέ, μία ζαχαρίνη και μισό δάχτυλο γάλα. Η γεύση δεν έχω καταλάβει γιατί αλλάζει.


Δε βαριέσαι. Η πρώτη γουλιά είναι δύσκολη.

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

ευτυχώς

11:47  στο κρεβάτι

01:02  κλείνει το βιβλίο

04:28  ξύπνια / Σε κυνηγούσα. Πάλι. Σου φώναζα ότι είναι χαζό να τρέχεις στην άμμο μαζί μου. Θα σε πιάσω και το ξέρεις. Δύο τρεις μπήκαν μπροστά μου. Μαζί με εσένα και αυτοί ήθελαν να με κρατήσουν μακριά σου. Έβγαλα τα παπούτσια μου και άρχισα να στα πετάω. Ήθελα να σου εξηγήσω. Πάλι. Ό,τι σου εξηγώ χίλιες φορές τη μέρα μέσα στο κεφάλι μου και πάλι ούτε και εγώ καταλαβαίνω τι θέλω να σου πω. Γελούσες. Έκανες φασαρία με το γέλιο σου και ξύπνησα. Δεν σε έπιασα. Πάλι.

06:18  ξύπνια ξανά / Έψαχνα να μαζέψω χαρτιά για να φύγω. Βιογραφικά, συστατικές, πτυχία μεταφρασμένα. Και ήταν πέτρες όλα. Πέτρες που μάζευα ανεβαίνοντας σκάλες. Πέτρες με ακμές μυτερές που έκοβαν τα χέρια. Πέτρες που έπεφταν ανάμεσα από τα δάχτυλα μου. Μερικές έβαζα και στο στόμα να τις σώσω. Έσκυβα να τις πιάσω και έχανα κι άλλες. Ανέβαινα, κοβόμουν και έχανα. Κάποια έκανε φασαρία πέφτοντας και ξύπνησα. Δεν τις κράτησα στα χέρια μου. Πάλι


08:10  ξύπνια / Μπορούσα να κοιμηθώ αλλά δεν έπρεπε. Έβρεχε. Ευτυχώς, έβρεχε.