Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

giggle me

(η αφορμή ολόκληρη) 


Δεν κατάφερα ποτέ να συμπαθήσω το stand up comedy. Την άρνηση μου ακολουθούσε ένα είδος θλίψης και κάποιο αίσθημα άγχους. Θλίψη για το πληρωμένο αστείο και άγχος για την πιθανότητα μη ανταπόκρισης στο αστείο ή ακόμα χειρότερα στην αδυναμία εύρεσης ενός τέτοιου.

Η Nina Conti, διάβασα ότι, είναι μια τέτοια και μάλιστα γνωστή και θεωρητικά επιτυχημένη. Όπως η ίδια είπε, αποφάσισε να κάνει κάτι καλύτερο από το να entertaining drunk adults. Δοκίμασε να γίνει clown doctor. Αυτοί οι γιατροί είναι κάτι υπέροχοι τύποι που επισκέπτονται νοσοκομεία και κάνουν ακόμα πιο υπέροχα παιδιά που πάσχουν από χρόνιες παθήσεις να ξεκαρδίζονται στα γέλια. Αυτό δεν είναι πάντα εύκολο. Ένας adult αρκείται στο να μη γελάσει. Ένα παιδί όμως μπορεί να κλάψει το ίδιο εύκολα και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που θα μπορούσε να γελάσει ασταμάτητα. Ένα παιδί που κλαίει στην προσπάθεια σου να το κάνεις να γελάσει μπορεί να σε κάνει να σταματήσεις τα πάντα που κάνεις για εκείνη, αλλά και τις επόμενες στιγμές.

Οι κλόουν λένε είναι διαφανείς. Θυμάμαι το συμπαγές της ύπαρξης μου κάπου πέμπτη δημοτικού, όταν μοναδική στολή που μου αντιστοιχούσε ήταν εκείνη ενός κλόουν. Εκείνη, η ολόιδια, που σχεδόν όλοι, κορίτσια, αγόρια κάποια στιγμή έχουμε σε κάποια απόκρια φορέσει. Υπάρχει κάπου μια φωτογραφία, η μάνα μου στα αριστερά, παλτό κουκουλωμένη και ένα τετράγωνο μαντίλι ριγμένο στον ένα ώμο, μαλλί κοντό, από το κομμωτήριο, βαμμένη υπέροχα και σφίγγει με τα δάχτυλα των δύο χεριών το γιακά απ’ το παλτό επάνω στο λαιμό της. Και εγώ πιο πίσω δεξιά, επάνω στο πεζούλι της αυλόπορτας, κάδρο σε πίνακα η κάσα της και εγώ το θέμα του, βαμμένη με τα ίδια χρώματα, ίδιες μπογιές σε άλλες θέσεις. Μολύβι για τα μάτια περίγραμμα στο στόμα, κραγιόν σκιές στο μάγουλο, τα μάτια κόκκινα από το κλάμα, πείσμα δεν θέλω, στο πείσμα θα ντυθείς, της μάνας μου που ακόμα δεν καταλαβαίνω.

Η φύση, λέει, ή όποιος τέλος πάντων, μας έκανε αρκετά χαζούς για να χρειάζεται ακόμα κι άλλο για να κάνουμε τους άλλους να γελάνε. Η Nina, μιλάει για την άνεσή της στη σκηνή μπροστά από εκατοντάδες κόσμου και πόσο απάτη νιώθει να γίνεται μπροστά από ένα παιδί.

Οι άνθρωποι, λέει, όλοι μας τέλος πάντων, γινόμαστε επιφυλακτικοί στη λέξη και στην εικόνα κάποιου κλόουν. Γι αυτό και οι γιατροί μετονομάστηκαν σε giggle doctors και τους απαγορεύτηκαν οι μύτες. Οι μύτες είναι πρόβλημα και δεν βοηθούν στο charity. Στην απόφαση αυτή κόκκινες στρογγυλές μυτούλες γεμίζουν δάκρυα. Μπορείτε, τους ενημερώνουν να είστε κλόουν έξω από το νοσοκομείο, στο δρόμο, σπίτι σας, μπροστά από την τηλεόραση. Φορώντας τη μύτη, λέει μια, γίνεσαι εκ των πραγμάτων πιο γελοίος από ότι είσαι και έτσι μεταφέρεσαι σε όποιο φανταστικό κόσμο επιθυμείς. Μια άλλη, θα πει ότι επιτρέπει στους υπόλοιπους ανθρώπους να μοιραστούν μαζί σου, γιατί γίνεσαι κάτι έτσι, όχι εντελώς ξεκάθαρα ανθρώπινο. Χάνουν, λένε την προστασία τους, την πανοπλία, νιώθουν γυμνοί.


Υπάρχει μια έντονη, θεόχοντρη γραμμή μεταξύ των ανθρώπων που κρύβονται πίσω από διάφορα και από τον εαυτό τους και σου πλασάρουν τάχα πως είναι κάποιοι άλλοι, σημαντικοί, μεγάλοι. Και αυτών που ‘’ντύνονται’’ κάτι, οτιδήποτε, ρούχο, μια μουσική, μια λέξη, κάτι χαμόγελο, κάτι που ίσως γελοιοποιηθούν στα μάτια άλλων, κάτι που γίνονται για λίγο, ή για πολύ, για σένα, είτε για κάποιον άλλο, κάτι το τελικά καλύτερο από τον εαυτό τους, πιο όμορφο δικό σου ή και των δύο μαζί. Οι πρώτοι δεν ξεχωρίζουν τη γραμμή. Στους άλλους δεν υπάρχει.