Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

θολούρα στο τζάμι

Τρένο. Λεωφορείο. Θέση στο παράθυρο. Σημάδι στο τζάμι.

Θέση στο παράθυρο, διάδρομο κανείς.
Να βλέπεις έξω ακόμα και να κοιμηθείς.
Κάπου να γύρεις το κεφάλι, να βρεις να στηριχθείς.
Κεφάλι στο τζάμι, σημάδια απ’ τα μαλλιά.


Πιάνω μια θέση δίπλα στο παράθυρο. Είναι μεσάνυχτα σχεδόν και το ταξίδι θα κρατήσει όλη νύχτα. Λεωφορεία. Είχα να ταξιδέψω έτσι από τότε που έμπαινα στην Ξάνθη και ξυπνούσα στη Θήβα. Δεν έχει Πασιάκο στη διαδρομή. Δεν έχει να ψάχνεις και για τουαλέτα σε κάθε στάση. Δεν έχει στάση. Έχει τουαλέτα δίπλα στη σκάλα. Αυτό έμαθα, τίποτα παραπάνω.

Θέλω να γείρω λίγο το κεφάλι μου στο τζάμι μπας και κοιμηθώ. Έξω, ακόμα αρνείται να σκοτεινιάσει τελείως. Στη θέση μου, ναι τη δική μου, καθόταν άλλος πριν. Άλλος, άλλη δεν μπορώ να καταλάβω. Μια θολούρα στο παράθυρο κρατάει το κεφάλι μου μακριά. Λερωμένο τζάμι από κάποιο κεφάλι, κάποιο μέτωπο. Λάδι απ’ τα μαλλιά και άλλα υγρά από το μέτωπο. Σαν να άφησες το χνώτο σου στο τζάμι και εκείνο δεν έφυγε ποτέ. Ξεχωρίζεις και γραμμές από τις τρίχες. Σκέψεις. Θα μπορούσαν να έχουν μείνει εκεί σκέψεις. Όνειρα. Ιστορίες. Ζωές. Ή και τίποτα. Μόνο ύπνος και κάπου ξύπνιος.

Η νύστα μου δεν καταφέρνει να κερδίσει τη σιχαμάρα μου. Δεν ακουμπάω καν κάποιο μπουφάν για προσκεφάλι. Μένω με το κεφάλι τεντωμένο και ταξιδεύω. Όχι εγώ. Με ταξιδεύουν άλλοι. Έτσι είναι το σωστό. Έτσι, δεν ταξιδεύουμε, μας ταξιδεύουν άλλοι.

Κάποια φορά, θα ταξιδέψω όλη νύχτα. Όχι. Κάποια φορά, θα ταξιδέψω όλη, ολόκληρη εγώ, το βράδυ. Και θα αφήσω σημάδια σε καθαρό τζάμι να σιχαθεί ο επόμενος.

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

ιστορίες από το national railway

Τελευταία τα έχω βάλει με τα τρένα, αφού βρήκαν και τα έβαλαν και αυτά μαζί μου. Προσπαθώ να διαβάσω ένα βιβλίο, μία κάποια ώρα που είναι πρωί γενικά και για μένα ειδικά πολύ πρωί. Πίσω και αριστερά μου ένας άντρας και μια γυναίκα. Κάθονται σε θέσεις αντικριστές, αλλά όχι ο ένας απέναντι στον άλλο. Τα αγγλικά τους βαριά και οι φωνές τους δυνατές, κυκλοφορούν σε όλο το βαγόνι. Προσπαθώ να απομονωθώ αλλά δεν τα καταφέρνω.

My face, λέει, το πρόσωπό της είναι αφυδατωμένο. Να βάλει κρέμα της απαντάει, έχει ξεχάσει μια ροζ, τι ροζ λέει αυτή, να έρθει να την πάρει λέει αυτός. Δεν είναι κρέμα και δεν είναι ροζ. Είναι το μπουκάλι ροζ και είναι μαλακτικό για τα μαλλιά και ΔΕΝ, τονίζει, είναι δικό της. Είναι της Pen λέει αυτός, θα το άφησε στο αυτοκίνητο.

Και από την Pen, θυμάται να της πει ότι έχει ξεχάσει και ένα pen και το χρησιμοποίησε λέει κάτι να υπογράψει, ελπίζει να μην την πειράζει.

Γυρίζω και τη βλέπω να ψάχνει τον εαυτό της σε έναν μικροσκοπικό καθρέφτη.

How do I look like? Και χωρίς ανάσα του δηλώνει ότι της χρωστάει 350 λίρες. Δεν σε εμπιστεύομαι της λέει στα μούτρα και την πετυχαίνει πίσω από τον καθρέφτη.

I wish, εύχεται λέει κάτι που δεν πιάνω και εύχεται μετά να την εμπιστευόταν που δεν το έπιασα με έπιασε αυτό, έτσι όπως το έσβηνε σε ένα αγγλικό me. Τα έχει γράψει σε ένα χαρτί τα χρωστούμενα, θα του το δείξει, αλλά κανείς σ’ όλο το τρένο δεν ενδιαφέρεται γι’αυτό.

Θα σε πληρώσω love, μα πρέπει να περιμένει, της λέει και εκείνη βάφεται. Ξεκίνησε μια δουλειά με έναν φίλο του, την ρωτάει αν τον θυμάται, αλλά να μην τη νοιάζει τι δουλειά. Και εκείνη τον μαλώνει, γιατί εννοείται τον θυμάται το φίλο του, αλλά αναρωτιέται κιόλας, ανάμεσα στον καθρέφτη, ανάμεσα στον ήχο του τρένου στις ράγες, πως δείχνει το δέρμα της τώρα και σε ποιο σταθμό φτάσαμε. Φτάσανε.

Αυτός κάτι λέει για τη μάνα του και αυτή ανησυχεί. Κάτι θυμούνται που έγινε μισό τότε που ήταν μαζί και μισό συνεχίζει τώρα που δεν είναι και ξεκαρδίζονται στα γέλια. Της λέει ότι έμαθε να χρησιμοποιεί το ίντερνετ και την ενημερώνει πόσο εύκολο είναι να βρεις τα πάντα εκεί μέσα και εκείνη φαίνεται να καμαρώνει που αυτός τα καταφέρνει και φαίνεται σε όλο τα βαγόνι.

Ξέρεις τι ώρα ξύπνησα; ρωτάει. Στις 6.30 που την πήρε τηλέφωνο ξύπνησε, ξέρω εγώ που το άκουσα και αυτός της κόβει τον αέρα λέγοντας ότι δεν της τηλεφωνεί πια. Not any more.

Αγόρασε ένα ουίσκι της λέει μετά και αυτή δεν πίνει darling και ξεκαρδίζονται ξανά με κάτι που δεν κατάλαβα και ούτε που τους νοιάζει.

Κατεβαίνοντας τον άκουσα να της λέει ότι είναι όμορφη. Όχι έτσι. Σε άλλη γλώσσα. Σε κάθε γλώσσα. Είναι όμορφη.


Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

μόνο για παιδιά

Εκείνος είναι γύρω στα δέκα. Και εκείνη ίσως επτά. Την πάει κάπου ή την παίρνει από κάπου αλλού. Δεν θα μείνει μαζί της. Μόνο τη διαδρομή έχουν. Την προσέχει. Περπατάνε αργά, όπως κάνουν οι μεγάλοι, χαζολογώντας, να κερδίσουν χρόνο. Να κερδίσουν όσο χρόνο τους δίνεται στη διαδρομή. Όσο τους δίνεται θα τον κάνουν αργά βήματα στο πεζοδρόμιο που μοιράζονται για να πάνε κάπου.

Και που νομίζεις ότι θα πάει η ψυχή σου όταν πεθάνεις;

Ρωτάει το αγόρι και είναι σαν να έλεγε:

Πόσες κούκλες έχεις; Εγώ έχω μπάλες. Τρεις.

Και έχει μια σακούλα νάιλον στο χέρι του και την κάνει ακτίνα σε κύκλο και εκείνος είναι το κέντρο και τη γυροφέρνει. Μια την πάει αριστερά, αγκαλιάζει το μπράτσο του και σταματάει στην πλάτη του και μια από δεξιά πάλι το ίδιο. Σαν να αυτομαστιγώνεται.

Κάπου που θα μπορώ να δω τη γιαγιά μου, νομίζω. Νομίζει. Δεν είναι σίγουρη. Δεν ξέρει αν έχει καταλάβει την ερώτηση. Δεν ξέρει αν απάντησε σωστά. Αν υπήρχε σωστή απάντηση. Αν έπρεπε να υπάρχει ερώτηση. Και εκείνος σίγουρος για τον εαυτό του δηλώνει:

Η δική μου θα πάει κάπου που δεν θα υπάρχει τίποτα από όλα αυτά. Και θα είναι ελεύθερη να κάνει ό,τι θέλει.

Σε λίγο θα την άφηνε κάπου. Σήκωσε τους ώμους της και κοιτώντας το πλαστικό ποτήρι με το καλαμάκι που κρατούσε στο χέρι της παραδέχτηκε ότι εκείνος τα λέει πολύ ωραία.

Στην επόμενη γωνία έστριψαν. Μακριά από όλα αυτά, ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν. Θα την αφήσει κάπου. Θα επιστρέψει κάπου αλλού. Ίσως καμαρώσει για τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις του. Ίσως μετανιώσει. Ίσως όχι. Μικρή σημασία έχει.


Να μοιράζεσαι διαδρομή σε ένα πεζοδρόμιο. Να αποφασίζεις για το που θα πάει η ψυχή σου. Αυτό έχει σημασία. Και ας πάει και στο διάολο στο τέλος.