Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

ο χειμώνας ξυπνάει


''Έχουμε μάθει να ακούμε και τη σιωπή.''

Σιωπή ξαφνική και η αίθουσα του σινεμά γεμάτη. Ο χειμώνας κοιμάται στην οθόνη άηχος και όλοι εμείς που πριν λίγο κουνιόμασταν ή βήχαμε, κρατάμε τις ανάσες μας να ακουστεί σιωπή. Με έμαθε πως τα βιβλία δεν τα διαβάζεις, σε διαβάζουν και η μουσική σε ακούει, δηλαδή οι ταινίες σε παρακολουθούν και όχι εσύ αυτές. Για κάτι περισσότερο από τρία λεπτά βουβός ο κινηματογράφος και εμείς ακίνητοι, προσεκτικοί, ταινία απέναντι απ’ την ταινία.

Όταν σωπαίνουμε, τα πράγματα γύρω από εμάς μιλάνε όμορφα για εμάς. Όλα που στέκονται ακίνητα σε ορθάνοιχτα παράθυρα και ο μεταλλικός ήχος σαν να παίρνει μπρος που κάνει το ψυγείο, καταμεσήμερο Αυγούστου, μπροστά από γυμνό κορμί που στάθηκε να πιεί κρύο νερό και φεύγοντας άφησε άμμο στα πλακάκια. Όλα που κινούνται με κάθε δυνατή ταχύτητα, σε κάθε πιθανή κατεύθυνση, πίσω από σφραγισμένες πόρτες, και οι σωλήνες της αποχέτευσης που διαστέλλονται στα πρωινά ζεστά νερά και ακούγονται λιγότερο από βλέμμα που διαστέλλεται απέναντι σε εκείνο που θα αντικρίσει το πρωί, ένα ξημέρωμα αρχές του όποιου χρόνου.

Στις μουσικές που γράφονται θέλω να ακούω τις ανάσες που τις φτιάχνουν. Τα πλήκτρα που κολλάν και τις χορδές πριν κουρδιστούν. Την καρέκλα που τρίζει και όλο το δωμάτιο. Το βιβλίο που διαβάστηκε, αυτό που έμεινε χωρίς να διαβαστεί, το άλλο που έχει μείνει ανοιχτό σε μια σελίδα. Την κουβέρτα που δε λέει να μαζευτεί από τον καναπέ και στέκεται χωρίς να διπλωθεί σχεδόν στην ίδια θέση, καθώς και το ποτήρι του καφέ κάπου επάνω στο τραπέζι. Τα ρούχα που αφέθηκαν άτσαλα, λίγο πάνω και λίγο στον αέρα πέφτοντας στο πλάι μιας καρέκλας, και μυρίζουν τσιγάρο από εχθές, ασύγκριτα λιγότερο από τη μυρωδιά από τα δέρματα που ‘χουν κρατήσει τα σεντόνια.

Θέλω να ακούω το ένα βήμα πίσω που χρειάζεται να στεκόμαστε απαραίτητα δίπλα στους ανθρώπους που αγαπάμε. Όχι για το μείον, αλλά για το συν. Το ένα βήμα μπροστά δηλαδή. Τη θέση της καλύτερης παρατήρησης, της ετοιμότητας, της, αχρείαστης να ‘ναι, στιγμής της πτώσης, των διαθέσιμων στιγμών συγκέντρωσης του πιο μεγάλου μας χαμόγελου. Του χαμόγελου που ακούγεται αντίδραση σε αγκαλιά σφιχτή από τη μέση και κόβει την ανάσα καθώς εξαφανίζει κάθε διαθέσιμο χρόνο, κάθε υποτιθέμενο χώρο, ανάμεσα στα σώματα. Της θέσης που μας επιτρέπει το έλα να σηκωθείς και όχι έλα να σε σηκώσω.

Πάνω και πέρα από κάθε συνειδητή σιωπή μας, χωράμε ασυνείδητα ήχους των πάντων που θα μπορούσαμε να αγαπήσουμε. Και μέσα από κάθε αγάπη, ομορφιά δηλαδή, μαθαίνουμε τον εαυτό μας.