Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

βράζοντας σε δρόμους που είχαμε για δικούς μας


Στο δρόμο για το χωριό τίποτα, μα τίποτα δεν έμοιαζε γνώριμο αυτή τη φορά. Όλα ξένα. Ξένος ο δρόμος, εθνική και επαρχιακός. Στα διόδια μέτρησα 2,10 κέρματα που έβλεπα πρώτη φορά. Οι πινακίδες μιλούσαν άλλη γλώσσα και χρησιμοποίησα τα λατινικά. Τα δέντρα, τα χώματα, τα χρώματα όλα τα έβλεπα για πρώτη φορά. Την πρώτη φορά της αδιαφορίας και όχι της ανακάλυψης. Περισσότερο κοιτούσα το τζάμι παρά το έξω από το τζάμι. Σκέφτηκα να σταματήσω να ρωτήσω πως πάμε στο χωριό, αλλά δεν ήξερα τη γλώσσα. Ακόμα και στη θέα του πατρικού αναρωτιόμουν πού έφτασα.

Μετά από δέκα λεπτά στο αυτοκίνητο και ενώ ταξίδευα σε χώρα που δε γνώριζα με έπιασε το παράπονο. Και εκεί που έβρεχε έξω, άρχισε να βρέχει και μέσα. Αθόρυβα κυλούσαν οι σταγόνες στο τζάμι και στα μάγουλα. Δυόμιση ώρες σχεδόν συνεχόμενα έβρεχε παντού. Πότε πιο δυνατά, πότε ψιχάλες μόνο, μα πάντα αθόρυβα. 

Το μυαλό μου είχε γίνει σούπα που κοχλάζει. Λέξεις κατέβαιναν και έκαιγαν τα χείλη μου, άδικα έπεφτε τόσο νερό, δεν έλεγε να δροσίσει καμία από τις σκέψεις μου. Δεν θυμάμαι να άνοιξα το στόμα μου αλλά ένα πιτσιρίκι με τη φωνή μου άρχισε να μυξοκλαίει.

Δεν θα έρθουν να με δουν. Θα με ξεχάσουν.

Ο διάλογος έβραζε στο κεφάλι μου, έβλεπα τη μάνα μου να κοιτά το τραπέζι της κουζίνας, μετρώντας τις σταυροβελονιές στο τραπεζομάντιλο, ενώ θα τη ρωτούσα αν θα έρθει να με δει και εκείνη θα επιβεβαίωνε χίλιες φορές, ναι, ότι θα έρθει, θα ρωτούσε δειλά πόσες ώρες είναι με το αεροπλάνο, μετά πόσο κοστίζει και όλοι θα ξέραμε ότι τελικά ποτέ δεν θα έφτιαχνε βαλίτσα για το εξωτερικό.

Τα δικά μας τα παιδιά δεν θα τα αγαπούν όσο του αδερφού μου, γιατί εμάς θα μένουν μακριά.

Και όσοι επιμένουν ότι η απόσταση δεν έχει σημασία, είναι κουτοί ή ψεύτες. Και στο χυλό του εγκεφάλου μου προστέθηκαν και μυρωδιές και το παράπονο μεγάλωνε.

Είδες πως φούντωσε η ρίγανη στη γλάστρα; Σε ποιον θα την αφήσω μου λες;

Έριξα και λίγες εικόνες στο μαγείρεμα. Είδα τη ρίγανη ξερή στη γλάστρα της, σε ένα μπαλκόνι που δεν αναγνώριζα ούτε τα κάγκελα ούτε τη θέα. 

Μα όταν πια είχαμε φτάσει και άνοιξα την πόρτα, κατέβασα τη χύτρα από το μάτι της κουζίνας και έπεσα σε αγκαλιές δικές μου, σώματα όλο χαμόγελα. Και στην ερώτηση, τι μουρμουράς παιδί μου, της χάιδεψα τα μαλλιά, ενώ ο άλλος στεκόταν πιο κει και χάζευε όλο ζήλια, να έρθει η σειρά του.

Κάποτε θα ταξιδέψουμε ξανά σε αυτούς τους δρόμους και θα τους κάνουμε δικούς μας πιο πολύ από πριν που νομίζαμε ότι μας ανήκουν. Και ίσως τότε, ό,τι μαγειρεύεται στο κεφάλι μας, στη δοκιμή να μας φανεί και νόστιμο.

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

άουτς

Έφαγα τα μούτρα μου.

Πως, τι, γιατί δεν έχει σημασία. Αλλά τα έφαγα. Σαν να ήμουν δεκάχρονο και έπεσα στα χαλίκια. Έγδαρα τα γόνατά μου και τις παλάμες μου. Και τσούζει και πονάει και είναι αστείο και με κάνει να γελάω.

Έπεσα θα σηκωθώ. Τόσα άλλα οικονομικά, ψυχοσωματικά, οικογενειακά, επαγγελματικά προβλήματα και ένα δε με έκανε να πω αυτές τις λέξεις.

Χρειάζεται καμιά φορά να πέφτουμε όπως στο δημοτικό. Πάνω στο παιχνίδι. Και να σηκωνόμαστε να συνεχίσουμε το κυνηγητό με δάκρυα στα μάτια και αίματα μπερδεμένα με χώματα να στάζουν στα γόνατα.


Αφού θα τσούξει που θα τσούξει, και αφού έπεσες θα τις φας και από πάνω, ας έχουμε προλάβει να χάσουμε ό,τι ανάσα έχουμε στο τρέξιμο πριν χτυπήσει το κουδούνι. 

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

όλα καλά

Εδώ είχαμε σταματήσει για να βγάλουμε φωτογραφία θυμάσαι; Ή περίπου εδώ. Όλα ίδια ήταν πάνω κάτω.

Όλα τα ίδια είναι. Εκτός από εσένα. Εσύ κάθε φορά είσαι άλλη.

Τρομάρα μου, εκτός από εμένα.

Ψέματα να λες μόνο στον εαυτό σου, σε εμένα ποτέ. Εσύ ξέρεις πότε σου λες ψέματα. Εγώ δεν ξέρω, μπορείς να με ξεγελάσεις. Γι αυτό να μου λες μόνο την αλήθεια.

Σε εμένα ψέματα. Σε όλους τους άλλους ότι αλήθεια ήθελα εγώ να ακούσουν. Σε εμένα όμως ψέματα.

Η μάνα σου σε γέννησε για να πληγώνεις κόσμο.

Ατάκα που μετράει τα μισά μου χρόνια σχεδόν. Να τη βάλω με μία ακόμα που θα την έγραφα, αλλά ντρέπομαι το επίθετο που μου κοτσάρανε γιατί είναι λίγο και μου χρειαζόταν κάτι παραπάνω από αυτό για να με χαρακτηρίσει.

Κρυώνεις; Γιατί κρύβεις το πρόσωπό σου στο ζιβάγκο. Κρύβεσαι; Από εμένα;

Από εμένα. Μια τρύπα να ανοίξω με τα χέρια μου να χώσω τη μούρη μου. Να μη με βλέπω. Να στρουθοκαμηλίσω. Και να σκεπάσω και όλους τους ανθρώπινους καθρέφτες μου. Να μην αντικρίζω ότι έχω καταστρέψει. Να μείνω ήσυχη στο βόλεμα ότι τα έκαναν άλλοι αντί για εμένα, άλλοι για τους ίδιους.

Έχεις όμορφα δάχτυλα. Τα χέρια σου ότι κάνουν το κάνουν καλά.

Έλεγε η δασκάλα του πιάνου και νομίζω ότι τελικά το λου ήτανε κου.  Και έπρεπε να λέει για όλα μου, όχι μόνο για τα χέρια μου.

Τίποτα δε μπορώ να κρατήσω όρθιο. Σιγά μην τα κατάφερνα με αυτό εδώ το μπλογκ.

Και όλα καλά θα λέω ότι είναι. Όλα καλά.

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

leaving life outside of our lives

Σκέφτομαι φέτος τις γιορτές να μην το αφήσω έτσι. 

Τόσες άνοιξες τρομάξαμε τα χελιδόνια με κρεμασμένα cd από διάφανες πετονιές στα μπαλκόνια μας. Και όλο το χρόνο πληγώνουμε τα περιστέρια με βελόνες πάνω από τα στέγαστρα. Στις αυλές μας αφήσαμε φαΐ με φόλα για τα αδέσποτα. Και στο πλατύσκαλο θα βάλουμε καρφιά να μη βαστά να κοιμηθεί κορμί βασανισμένο. Θα ακούσουμε τα κάλαντα από το μπαλκόνι και θα κατεβάσουμε μισό ευρώ με ένα σκοινί.

Έτσι και εγώ, θα πάρω μαύρη σακούλα σκουπιδιών, θα σκεπάσω την καπνοδόχο και με μονωτική ταινία θα τη σφραγίσω. Να κρατήσω έξω τον ύποπτο με τα άσπρα μούσια που κουβαλάει δώρα.

Να κλειδώσω όσες φορές αντέχει το κλειδί, να βάλω και το σύρτη, θα ανάψω και το τζάκι να μπουκώσει για τα καλά το μέσα μου μαζί με ότι έχει αντέξει να ζει απέξω μου.

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

παιχνίδι με κλεμμένες λέξεις

Δεν έχεις ασύρματο; Από αυτό με το καλώδιο μου μιλάς; Μ΄αυτό θα σε πνίξω.

Πνίγηκε, έβηξε και γέλασε. Όλα μαζί και αυθόρμητα.

Γελάς; Θα σε γαμήσω. Και δεν εννοώ το κορμί σου. Θα σου γαμήσω το μυαλό. Μην πεις ότι δε στο είπα.

Ανάσανε. Κοφτά. Όσο μπορούσε αθόρυβα. Μην ακουστεί.

Μην παλεύεις να μην ακουστείς. Σε έχω εικόνα. Έχεις πάλι τα πόδια πάνω στην τραπεζαρία. Ανοιχτά λυγισμένα. Δεν θα σου έρθει από την τραπεζαρία, μην το περιμένεις από εκεί μωρό μου.

Είχε ήδη κλείσει τα πόδια και τα κατέβαζε αργά. Την ώρα που ακουμπούσε τις ξυπόλυτες πατούσες στο πλακάκι της ψιθύρισε.

Ακούω τις μύτες των ποδιών σου να αγγίζουν το παγωμένο πλακάκι. Πρώτα τα ακροδάχτυλα και τώρα αργά νιώθω το κρύο να απλώνεται σε ολόκληρο το πέλμα σου.

Πετάχτηκε όρθια.

Μη σηκώνεσαι, δεν άρχισα ακόμα. Είπα κάτσε.

Κοίταξε τα πόδια της και κάθησε. Σφραγισμένα τα μπούτια κράτησαν το αριστερό χέρι ανάμεσα τους, το κεφάλι κάτω, η πλάτη είχε καμπουριάσει και το ακουστικό κολλημένο στο αυτί.

Έλα τώρα, μην κάνεις σαν να σε μάλωσα. Έλα να παίξουμε ένα παιχνίδι. Θα μου λες λέξεις και εγώ θα φτιάχνω ποιηματάκια. Έχεις πέντε λέξεις.

Ούτε λέξη, ούτε γράμμα, ούτε ανάσα.

Λέγε. Είπα λέγε. Πέντε λέξεις.

Λέξεις. Κατάπιε.

Στέκω από μακριά και φτύνω λέξεις, στο τέλος θα σε φτάσω και δεν θα το αντέξεις.

Τραπέζι. Άπλωσε την παλάμη και ίδρωσε το τραπέζι.

Δεν έχω άλλες αντοχές για κάτω απ' τo τραπέζι και εσύ να λες «αυτός ακόμα παίζει».

Δάχτυλα. Και τράβηξε τα ακροδάχτυλα της αφήνοντας υγρό αποτύπωμα.

Τα δάχτυλα, αυτά θα σου κρατήσω, όλα τα άλλα κράτα τα εσύ, δε θα μιλήσω.

Ανασαίνω, και πιο ψέματα ποτέ δεν είχε πει.

Δεν ανασαίνεις και ψέματα μη λες, σε βλέπω, δεν έχω άλλες αντοχές.    

Φτάνει. Και απομάκρυνε το ακουστικό από το αυτί.

Και αν νομίζεις ότι φτάνει, ποτέ, ποτέ δεν έφτασε, ποτέ δε φτάνει.


Και έκλεισε το τηλέφωνο.

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

έλεγε η γιαγιά μου και έκανα πως ακούω

Ότι δε σου βγάζει θετικό πρόσημο μέσα σου μην το κυνηγάς. Ότι δεν αντέχεις παιδάκι μου. Αυτό εννοώ. Έλεγε η γιαγιά μου.

Σιγά μην έλεγε η γιαγιά μου τέτοιες χαριτωμενιές.

Θυμάμαι κάτι έλα που έμειναν μόνα τους μαζί μου, απάντηση σε κάτι επαναλαμβανόμενα πιεστικά άσε με να έρθω.

Και κάτι άλλα μίλησα, σε παρακάλια μίλα μου, που γύρισαν στα μούτρα μου.

Ένα μόνο αξέχαστο σε θέλω τώρα εδώ, ακυρωμένο από πριν, δειλά διατυπωμένο απέναντι σε κάτι υπογεγραμμένα και με ονοματεπώνυμο θα είμαι πάντα εδώ.

Είμαστε μισοί και δεν αντέχουμε αυτά που απαιτούμε ολόκληρα. Και αν από κάποιο σφάλμα του χώρου, του χρόνου, του κόσμου όλου, μας δοθούν τα ολόκληρα  ιδρώνουμε, κοιτάμε γύρω μας καχύποπτα γιατί δε βρίσκουμε που να στριμώξουμε το μισό επιπλέον που κυνηγούσαμε και τώρα περισσεύει. Και αρχίζουμε και κόβουμε μέχρι το σύνολο να βγάλει ένα. Ενάμισης δεν άντεξε να ζήσει ποτέ κανείς.


Ανόητοι, μισοί, θα μένουμε μισοί.

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

όροφος 2, το 2

Δεν ήξερα το επίθετό του. Ούτε καλά καλά το όνομα του δε θυμόμουν. Δεν είχε αλλάξει το όνομα ούτε στο θυροτηλέφωνο, ούτε στο κουδούνι της πόρτας. Από όσους συστήθηκε σε όλη την πολυκατοικία, που δεν ήταν ούτε οι μισοί, μόνο εγώ άπλωσα το χέρι μου να του πω ότι χάρηκα.

Είσαι τυχερός, έχεις μικρή γυναίκα. Και όμορφη.

Δε θυμάμαι να άκουσα άλλη φορά τη φωνή του. Μία μέρα τον είδα στην πιλοτή και δεν τον αναγνώρισα καν. Πέντε μήνες σχεδόν είχε μετακομίσει δίπλα μας.

Ο κ. Γιώργος έχει μόνο μια ξαδέρφη. Και στο ξαδέρφη κλείναμε το μάτι και στο χειλάκι έσκαγε χαμόγελο πονηρό. Φιλενάδα, δηλαδή. Αλλά όχι με την κακή έννοια.

Ποια είναι η κακή έννοια της φιλενάδα; Επειδή το χάδι σταματούσε λίγο κάτω από τον καρπό και λίγο πάνω από το λαιμό γλίτωσαν την κακή έννοια. Κατά τα άλλα χωρισμένος εβδομηντάρης και εκείνη κάπου τόσο μόνη της, με 80 χιλιόμετρα να τους χωρίζουν όλες τις μέρες και όλες τις νύχτες, ευτυχώς γλίτωσαν την κακή έννοια.

Θα με παίρνεις κάθε μια ώρα να δεις αν είμαι καλά, της είπε.

Μίλα στα παιδιά δίπλα να σε έχουν το νου τους. Να σε πάνε στο νοσοκομείο.

Δεν ήθελε. Τίποτα δεν ήθελε. Δε μίλησε. Δεν του μιλήσαμε.

Σήμερα χτύπησε η αστυνομία την πόρτα μας και ήταν και εκείνη μαζί. Μικροκαμωμένη, αδύνατη, εύθραυστη.

Μου είπε να τον παίρνω κάθε μια ώρα. Και δεν το σηκώνει πια. Από το πρωί δεν το σηκώνει. Δες κορίτσι μου, παίρνω και δες τι μου λέει.

Καλεί και μου το δίνει. Παίρνω το τηλέφωνο και το βάζω στο αυτί από ευγένεια. Ξέρω τι θα ακούσω. Ο συνδρομητής μπλα μπλα μπλα. Μοιάζει τόσο χαμένη. Κρατάει την τσάντα σφιχτά στα πλευρά της και κοιτάει κάτω. Τα μαλλιά της ξανθά κοντά χοντρά απαλά κύματα που εκεί που έσκαγαν γίνονταν λευκά. Μπορούσα να θαλασσοδέρνομαι ώρες εκεί πάνω. Όση δύναμη έλειπε από εκείνη, τόση είχαν τα μαλλιά της.

Η αστυνομία τη ρωτάει αν έχει κλειδιά. Ντρέπεται. Πόσο ντρέπεται. Απαντά δειλά δεν έχει. Τη ρωτάν τι του ήταν. Λέει ξαδέρφη. Τη ρωτάν αν έχει τηλέφωνο άλλων συγγενών. Δεν έχει. Τίποτα δεν έχει. 

Μια κόρη είχε και δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα γι αυτή, πετάγεται ένας.

Η πόρτα είναι κλειδωμένη. Ο σύρτης γυρισμένος. Η ιδιοκτήτρια φέρνει κλειδιά και εγώ πετσέτα. Λες και θα ξεγεννήσουμε. Ο πρώτος που μπαίνει γυρνά με την όπισθεν. Το ξέραμε ήδη όταν είδαμε το σύρτη.

Εβδομήντα χρονών και έκανε ογδόντα χιλιόμετρα για να τον βρει. Και τώρα βρίσκεται μόνη της ανάμεσα σε εφτά ανθρώπους που δεν έχει δει παρά μόνο μια φορά. Βουρκώνει. Δεν ξέρει που να κρατηθεί. Πιάνει τοίχους. Βρίσκει χέρια. Δε θέλει χέρια, θέλει τοίχους. Θέλει να τον δει. Δεν την αφήνουν. Παρακαλάει να τον δει έστω για λίγο και της το απαγορεύουν. Αντί γι’ αυτό την παίρνουν στο τμήμα να δώσει τα στοιχεία της. Θέλει να μας φιλήσει σταυρωτά πριν φύγει. Σκαλίζει την τσάντα της και βγάζει ένα κεντημένο μαντήλι. Μυρίζει ο διάδρομος λακ παλιακή. Νιαουρίζει ένα γεια σας. Θα ταξιδέψει ογδόντα χιλιόμετρα μόνη της μέσα στη νύχτα. Θέλει να μείνει και ο αστυνομικός που τη συνοδεύει δυσανασχετεί που μας χαιρετά όλους.

Εγώ δεν τον έχω δει εδώ και μέρες, ένας.

Εγώ άκουσα θόρυβο το απόγευμα, ένας άλλος.

Εγώ του πέταξα τα κοινόχρηστα προχθές κάτω από την πόρτα γιατί δεν άνοιγε, ένας παρά άλλος.

Τα κοινόχρηστα είναι πάνω στο τραπέζι ακόμα, λέει ο αστυνομικός.

Μήπως είναι και τα λεφτά πάνω; Μου χρωστάει ένα ενοίκιο και τη ΔΕΗ. Να κοιτάξετε αν έχει λεφτά στην τσάντα του να μου τα δώσετε γιατί σίγουρα έχει πάρει τη σύνταξη, γαβγίζει η ιδιοκτήτρια.

Τους έδιωξα. Τους είπα να σκορπιστούν. Να πάνε στις δουλειές τους. Να κάνει η αστυνομία τη δουλειά της. Τώρα ακούω θορύβους. Πόρτες. Σακούλες. Ροδάκια. Γάντια.

Εκείνος ήταν πλασιέ και εκείνη κομμώτρια. Της πήγαινε προϊόντα για τα μαλλιά. 

Η μάνα μου ρώτησε αν αγριεύτηκα.

Δε φοβάμαι τους πεθαμένους ρε μάνα. Τους ζωντανούς τρέμω.

Φοβάμαι για εκείνη. Πως θα γυρίσει πίσω. Ποιον θα παίρνει κάθε μια ώρα τηλέφωνο.

Τρέμω στην ιδέα ότι δεν θα ξαναχτενίσει έτσι υπέροχα τα μαλλιά της.




Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

τραγουδάκι

Κάθε φορά που αναγκάζομαι να γράψω ή καλύτερα κάθε φορά που αναγκάζομαι να κακοποιήσω λέξεις, πριν καν ανοίξω το word, έχω διαλέξει ή καλύτερα με έχει διαλέξει ένα συγκεκριμένο τραγούδι. Το έχω και παίζει ξανά και ξανά, σαν χαλί σε ραδιοφωνική εκπομπή, μέχρι να πατήσω το Χ και αποθηκεύσω τις αλλαγές.

Σήμερα μου έμεινε το τραγουδάκι. Κοίταξα καλά καλά το «να αποθηκευτούν οι αλλαγές» και επέλεξα το «όχι». Για λίγο έμεινα να κοιτώ το γκρι του word χωρίς τη λευκή σελίδα μπροστά, αγκαλιά με τις μουτζούρες μου. Έτσι και αλλιώς ό,τι ορνιθοσκαλίσματα και αν έκανα σήμερα, ένα χρώμα μου είχε μείνει για το μολύβι μου. Μαύρο.

Ίσως καμιά φορά χρειάζεται να πατάμε το «όχι» αντί για το αναβλητικό «άκυρο». Ίσως οι άλλοι να μη χρειάζεται πάντα να διαβάζουν αυτά που έχουμε να γράψουμε, όσο μεγάλη και αν είναι η ανάγκη μας. Ίσως καλύτερα να μένει κανένα τραγουδάκι μόνο που και που.
  
She came one morning with a smile
But deep inside she didn’t smile
She asked for nothing when she came

And I know God I could love her easily 

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

ισορροπίες

Πίσω από το κάθισμα του οδηγού, δευτερόλεπτα πριν άπλωσα το δάχτυλο και ασφάλισα την πόρτα. Είχαμε αρχίσει τις ιστορίες για άλλους που τους έκλεψαν τσάντες καθώς περίμεναν στο φανάρι. Χάζευα τις σταγόνες της βροχής στο τζάμι. Ξεκίνησα με μια και μοναδική πάνω πάνω και την παρατηρούσα να χάνει την ισορροπία της να πέφτει από το βάρος της και κάθε φορά να παρασέρνει την επόμενη. Μέχρι να φτάσει στη βάση του παραθύρου μια γρήγορη κίνηση πίσω από την παραμόρφωσή που προκαλούσε μου τράβηξε τα μάτια.

Βήματα μεγάλα, σίγουρα, γρήγορα στο πεζοδρόμιο αριστερά μου. Αθλητικά μαύρα παπούτσια, τζιν ανοιχτόχρωμο, ούτε ένα σκίσιμο, μια καπαρντίνα χακί, μεσάτη, με τρεις τέσσερις πιέτες σαν γυναικείο φουστάνι κουμπωμένη σε όλα τα κουμπιά, σκουφί που αγκάλιαζε ολόκληρο το κεφάλι του και έπεφτε στους ώμους του όπως σκέφτηκα θα έπεφταν οι μπούκλες των μαλλιών του. Σίγουρα στην καλών τεχνών, με προκάλεσα. Στον έναν ώμο είχε κρεμάσει μια τσάντα φάκελο τόσο γεμάτη που σίγουρα χαλούσε την ισορροπία του στο περπάτημα.

Περίμενα να τον προσπεράσουμε να δω το πρόσωπο του, αλλά κρύφτηκε πίσω από ένα περίπτερο. Τον φαντάστηκα να ζητάει καπνό αρωματικό, φιλτράκια και χαρτάκια, μια εφημερίδα ίσως που θα την έχωνε κάτω από τον ελεύθερό του ώμο να κερδίσει την ισορροπία του και ένα μπουκαλάκι νερό που θα το άνοιγε πριν καλά καλά το πληρώσει. Δεν πρόλαβα να τον δω να βγαίνει από την άλλη μεριά και έπιασα μια άλλη σταγόνα από την αρχή.

Είχαμε πάρει τα εισιτήρια και τα έπαιζα όλα, όχι μόνο το δικό μου, εγωιστικά στο χέρι μου. Σταθήκαμε να περιμένουμε τον άλλο που πάρκαρε. Λέγαμε χαζομάρες και κουνιόμασταν σαν ελατήρια πάνω κάτω να ζεσταθούμε. Η ίδια σίγουρη γρήγορη φιγούρα στα αριστερά μου.

Κατάμαυρα μούσια, περιποιημένα με τρυφερότητα, ένα τέλειο σχήμα, σχεδόν μύριζα το σαπούνι, μάτια το ίδιο κατάμαυρα με τεράστιες βλεφαρίδες, χείλη γεμάτα, χρώμα προσώπου ελάχιστα σκούρο, γλυκό, όχι ψυχρό λευκό σαν το δικό μου.

Πως με βρήκε, αναστατώνομαι. Έπρεπε να στρίψει τουλάχιστον τρεις φορές και να μπει στη στοά του θεάτρου. Με κοιτάει, αλλά δε με βλέπει και προσβάλλομαι.

Παιδιά, έχετε πενήντα λεπτά; Τέσσερις λέξεις σε άπταιστα ελληνικά.

Ανισορροπία. Κοιτάω κάτω μια λεπτή μαύρη γραμμή. Είναι συνομήλικος μας. Τι θέλει από την άλλη μεριά. Έπρεπε να είναι μαζί μας. Έπρεπε, έστω, να μπορεί να μοιράζεται ένα αυτοκίνητο και τις βενζίνες του, να τα βάζει κάτω και να του βγαίνει ένα θέατρο στους πέντε μήνες.

Όχι, δεν έχουμε.

Δεν έχω πενήντα λεφτά. Έχω πενήντα λεπτά της ώρας. Πενήντα ώρες. Πενήντα μέρες. Να με πάρεις και να φύγουμε. Πενήντα λεφτά δεν έχω. Σκύβει το κεφάλι σαν να κάνει υπόκλιση, πισωπατάει δύο τρία βήματα, νομίζω θα χάσει την ισορροπία του, εκείνος όμως γυρνάει και φεύγει, πιο γρήγορα από όσο ήρθε.


Έχουμε χάσει τις ισορροπίες μας. Ακόμα και τις πιο απλές. Εκείνος δεν έπρεπε ποτέ να καταδεχτεί να ζητήσει από μια γυναίκα πενήντα λεφτά και εγώ δεν θα έπρεπε ποτέ να χαρίζω έτσι εύκολα ούτε πενήντα δευτερόλεπτα.