Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

βράζοντας σε δρόμους που είχαμε για δικούς μας


Στο δρόμο για το χωριό τίποτα, μα τίποτα δεν έμοιαζε γνώριμο αυτή τη φορά. Όλα ξένα. Ξένος ο δρόμος, εθνική και επαρχιακός. Στα διόδια μέτρησα 2,10 κέρματα που έβλεπα πρώτη φορά. Οι πινακίδες μιλούσαν άλλη γλώσσα και χρησιμοποίησα τα λατινικά. Τα δέντρα, τα χώματα, τα χρώματα όλα τα έβλεπα για πρώτη φορά. Την πρώτη φορά της αδιαφορίας και όχι της ανακάλυψης. Περισσότερο κοιτούσα το τζάμι παρά το έξω από το τζάμι. Σκέφτηκα να σταματήσω να ρωτήσω πως πάμε στο χωριό, αλλά δεν ήξερα τη γλώσσα. Ακόμα και στη θέα του πατρικού αναρωτιόμουν πού έφτασα.

Μετά από δέκα λεπτά στο αυτοκίνητο και ενώ ταξίδευα σε χώρα που δε γνώριζα με έπιασε το παράπονο. Και εκεί που έβρεχε έξω, άρχισε να βρέχει και μέσα. Αθόρυβα κυλούσαν οι σταγόνες στο τζάμι και στα μάγουλα. Δυόμιση ώρες σχεδόν συνεχόμενα έβρεχε παντού. Πότε πιο δυνατά, πότε ψιχάλες μόνο, μα πάντα αθόρυβα. 

Το μυαλό μου είχε γίνει σούπα που κοχλάζει. Λέξεις κατέβαιναν και έκαιγαν τα χείλη μου, άδικα έπεφτε τόσο νερό, δεν έλεγε να δροσίσει καμία από τις σκέψεις μου. Δεν θυμάμαι να άνοιξα το στόμα μου αλλά ένα πιτσιρίκι με τη φωνή μου άρχισε να μυξοκλαίει.

Δεν θα έρθουν να με δουν. Θα με ξεχάσουν.

Ο διάλογος έβραζε στο κεφάλι μου, έβλεπα τη μάνα μου να κοιτά το τραπέζι της κουζίνας, μετρώντας τις σταυροβελονιές στο τραπεζομάντιλο, ενώ θα τη ρωτούσα αν θα έρθει να με δει και εκείνη θα επιβεβαίωνε χίλιες φορές, ναι, ότι θα έρθει, θα ρωτούσε δειλά πόσες ώρες είναι με το αεροπλάνο, μετά πόσο κοστίζει και όλοι θα ξέραμε ότι τελικά ποτέ δεν θα έφτιαχνε βαλίτσα για το εξωτερικό.

Τα δικά μας τα παιδιά δεν θα τα αγαπούν όσο του αδερφού μου, γιατί εμάς θα μένουν μακριά.

Και όσοι επιμένουν ότι η απόσταση δεν έχει σημασία, είναι κουτοί ή ψεύτες. Και στο χυλό του εγκεφάλου μου προστέθηκαν και μυρωδιές και το παράπονο μεγάλωνε.

Είδες πως φούντωσε η ρίγανη στη γλάστρα; Σε ποιον θα την αφήσω μου λες;

Έριξα και λίγες εικόνες στο μαγείρεμα. Είδα τη ρίγανη ξερή στη γλάστρα της, σε ένα μπαλκόνι που δεν αναγνώριζα ούτε τα κάγκελα ούτε τη θέα. 

Μα όταν πια είχαμε φτάσει και άνοιξα την πόρτα, κατέβασα τη χύτρα από το μάτι της κουζίνας και έπεσα σε αγκαλιές δικές μου, σώματα όλο χαμόγελα. Και στην ερώτηση, τι μουρμουράς παιδί μου, της χάιδεψα τα μαλλιά, ενώ ο άλλος στεκόταν πιο κει και χάζευε όλο ζήλια, να έρθει η σειρά του.

Κάποτε θα ταξιδέψουμε ξανά σε αυτούς τους δρόμους και θα τους κάνουμε δικούς μας πιο πολύ από πριν που νομίζαμε ότι μας ανήκουν. Και ίσως τότε, ό,τι μαγειρεύεται στο κεφάλι μας, στη δοκιμή να μας φανεί και νόστιμο.

2 σχόλια:

  1. ποσο δικιο εχεις.το διαβασα και οι δικοι μου ασημαντοι θυμοι παραμεριστηκαν.μακαρι να γινει ετσι και με σενα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δίκιο δεν ξέρω αν έχω, πάντως θυμό δεν έχω σίγουρα. Απογοήτευση ίσως, για όλα αυτά που θεωρούσα ήξερα και δεν αναγνωρίζω.

      Διαγραφή