Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

μετρώντας γιορτές

Δυο καρέκλες και ένα τραπεζάκι για το τηλέφωνο είχε η είσοδός του σπιτιού τους. Τηλέφωνο όχι. Μόνο το τραπεζάκι. Έφταναν και περίσσευαν τα τετραγωνικά. Δεξιά οι συρόμενες πόρτες κλειστές, να σώνεται το παρκέ και το ύφασμα του καναπέ, να μένουν άθικτα τα κρύσταλλα στο σύνθετο. Αριστερά διάδρομος, σε δύο μέτρα έπεφτες στο κεφάλι της τραπεζαρίας.

Καθόταν μόνο και πάντα εκείνος στη θέση αυτή. Μόνο και πάντα με ένα άσπρο σώβρακο, άντε και κάνα φανελάκι στα μεγάλα κρύα. Ακόμα και άδεια να ήταν η καρέκλα, ακόμα και αν έλειπε από το σπίτι, όλοι απλωνόμασταν γύρω από το κέντρο του, ακτίνες στον κύκλο του. Είναι φορές που ακόμα νομίζω πως θα ακούσω τη θεία μου, ύστερα από τόσα χρόνια που χει φύγει, να του φωνάζει να φορέσει κάτι πάνω του, δε ντρέπεται που ήρθαν τα παιδιά.

Έτρωγα και κοιμόμουν πολύ συχνά στο σπίτι τους και εγώ και ο αδερφός μου, σαββατοκύριακα και καθημερινές όταν η μάνα μου έφευγε στον πατέρα μου. Δεν άντεχα το ξυπνητήρι του στις 6,30, μετά από αυτό της θείας μου στις 5,30 αφού κοιμόμασταν όλοι με πόρτες ανοιχτές. Άντεχα όμως το γάλα με τη ζάχαρη, μπουχτισμένη από τις δύο κουταλιές μέλι της μάνας μου, και τις διακόσιες δραχμές χαρτζιλίκι κάτω από το ποτήρι. Ηλικία και χαρτζιλίκι. Πεντακοσάρικο στο γάλα της ξαδέρφης μου, τριακόσιες στου αδερφού μου, εγώ με τα πιο λίγα.

Δεν έκανε τίποτα στο σπίτι. Ήταν σκληρός με όλους μας. Απόμακρος και αγέλαστος. Δεν έβαζε στη θέση ούτε τον αέρα που ανέπνεε. Ήξερε μόνο να διαλέγει τα σωστά γλυκά στις πανελλήνιες, να βάζει ζάχαρη στο γάλα και να μας στήνει τα Χριστούγεννα.

Γύρω στις δέκα του κάθε Δεκέμβρη ανέβαινε στο βουνό και έκοβε ένα έλατο οριακά να ακουμπάει το ταβάνι. Εξαφάνιζε τις πολυθρόνες και το τραπεζάκι. Να απλώνεται στα τρία τέταρτα της εισόδου του σπιτιού τους. Τους έδιωχνε όλους από το σπίτι και μέσα σε ένα πρωινό έρχονταν τα Χριστούγεννα. Ελαφάκια φουσκωτά, άγιοι Βασίληδες, τεράστια χρωματιστά μπαλόνια σε εμπόδιζαν να περάσεις να φτάσεις στην κουζίνα, και δώρα πίσω από τη φάτνη. Ξαπλώναμε μπρούμυτα στο χαλί και στερεώναμε τα κεφάλια μας με τις παλάμες. Κοιτούσαμε το κάθε περιτύλιγμα και ανάλογα με το μέγεθος αποφασίζαμε ποιο περιμένει να ανοίξουν τα δάχτυλά μας. Δεν υπήρξε ποτέ για εμάς άγιος Βασίλης. Μόνο θείος Θανάσης.

Είχε φτιάξει από γύψο μόνος του την πιο όμορφη φάτνη. Τις μέρες που έμενα εκεί, πριν κοιμηθώ, έριχνα έναν ύπνο πεταχτό επάνω στο χαλί. Όλο το σπίτι σκοτεινό και η είσοδος με τα άσπρα φωτάκια από το δέντρο και εκείνο το μικρό κόκκινο μέσα στη φάτνη. Μου λένε ότι έπιανα κουβέντα με τα πρόβατα και τους τρεις μάγους. Θυμάμαι τη στάση μου, μα αν αντάλλαξα μια λέξη, δεν θυμάμαι. Ούτε καταλαβαίνω τώρα τι είχα τότε να τους πω.

Δύο παιδιά του και τέσσερα ανίψια. Χριστούγεννα για εμάς μόνο στο σπίτι τους. Χριστούγεννα που έφευγαν και έρχονταν σαν να πατάς κουμπί μέσα σε μια μέρα. Εκείνος πάντα το ίδιο απόμακρος, μα τώρα μπορώ νομίζω καθαρά να δω πως χαμογέλαγε όρθιος πίσω από τις ξαπλωτές μας πλάτες, όταν απλώναμε από μακριά τα δάχτυλα να δείξουμε τα δώρα.

Έχουν περάσει δεκαέξι Χριστούγεννα χωρίς να ‘ναι Χριστούγεννα.

Μια φορά, τουλάχιστον το χρόνο, θα έρθει να με βρει στα όνειρά μου καλοκαίρι. Ίδια τα όνειρα, όπως εκείνη η μέρα. Καθόταν μόνος του και έπινε έναν καφέ στο ζαχαροπλαστείο. Και εγώ περνούσα για να πάω σπίτι κι ύστερα για μπάνιο. Έλα, μου είπε λίγο, κάθισε, δεν ξέρω πότε θα σε ξαναδώ. Αύριο, του είπα, εδώ κάθεσαι κάθε μέρα, και εκείνος γέλασε. Έχω να πάω και στη θάλασσα θα αργήσω, συμπλήρωσα. Στο πόδι του είχε ένα λουρί χωρίς το σκύλο και ο σκύλος απομακρυνόταν μέσα στη μέση του δρόμου. Ούτε θυμάμαι πως τον έλεγε. Ούτε θυμάμαι αν ήταν κάποια ράτσα. Στο όνειρο, και στην πραγματικότητα, την επόμενη, δε βρήκαμε ούτε το σκύλο, ούτε εκείνον στο ίδιο τραπεζάκι. 


Έπρεπε να είχα κάτσει εκείνο το απόγευμα σ’ αυτό το τραπεζάκι. Για όλα τα Χριστούγεννα που πιάνουν για ακόμα και παραπάνω από δεκάξι. Για την ξαδέρφη μου που την επόμενη είχε γενέθλια και τους γιορτάζουμε μαζί, και ακόμα στα Χριστούγεννα στήνει τη φάτνη κολλώντας πρόβατα και μάγους που ξεκολλάνε τα παιδιά της

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

good girl

Βουτάω το χέρι μου μέχρι τον αγκώνα και ακόμα πολύ στην τσάντα και ανακατεύω πράγματα. Χάος γυναικεία τσάντα, κατάσταση που κοροϊδεύω, νομοτελειακά την παθαίνω.  Οι ζαχαρίνες στον έναν από τους τρεις πάτους ανάμεσα στα φερμουάρ αρνούνται να βρεθούν.  Αδειάζω πάνω στα σχέδια περιεχόμενα. Βιταμίνες, χάρτες, μια σοκολάτα, τρία βιβλία.

Oh church books! Good girl you are.

Έχω πετάξει πάνω από τους υπολογισμούς με τα δοκάρια μια αρραβωνιαστικιά περσινή, έναν Χριστιανόπουλο και τον Cummings.  Δεν ζορίζομαι με εξηγήσεις. Τέτοια τα έκρινε, τέτοια ας είναι. Τα church books με κάνουν καλό κορίτσι. Τέτοια με αποφάσισε, τέτοια θα είμαι.

Τις οθόνες μου αγκαλιάζει μια ασημένια, ευχάριστα κιτς, γιρλάντα, που με εμποδίζει να δω το Χ που κλείνει τα παράθυρα. Ανασηκώνω κρόσσια αναγκαστικά και συνεχίζω. Τα φωτάκια χορεύουν ακροβατώντας στο διαχωριστικό και προσπαθούν να με τραβήξουν στα Χριστούγεννα, μα έχω να αποφασίσω αν θα βάλω 6Φ16 ή 4Φ20 στα υποστυλώματά μου.

Δεν θυμάμαι αν ήμουν όντως καλό κορίτσι και έπαιρνα δώρο ή αν με έβγαζαν πάντα στο τέλος τέτοιο. Θυμάμαι να θέλω να γίνω κάτι έξω από καλό ή κακό.  Ή να γίνομαι και τα δύο κατά περίπτωση, ακόμα και ταυτόχρονα, αλλά απαραίτητα, χωρίς να αναφέρεται κάπως το αποτελέσματα. Να μην έχει σημασία, να μην είναι λόγος ή δικαιολογία για τίποτα άλλο.

Η εταιρεία μας είναι μεγάλη, έχει μεγάλες απαιτήσεις, μικρό δέντρο στη ρεσεψιόν του ορόφου μας, χωρίς λαμπάκια.  Τα λαμπάκια έχουν απλωθεί στα διαχωριστικά μας σαν αναρριχητικά φυτά. Αναβοσβήνουν ρυθμικά ή τυχαία και μοιάζει σαν να σαλεύει ο πράσινος μαλακός κορμός τους. Εμείς ακροβατούμε στα εσωτερικά των διαχωριστικών, φορές ασάλευτοι, σαν να περιμένουμε να μας τυλίξει ζεστά ή να μας πνίξει ακόμα πιο ζεστά ο κορμός.


Τελευταία νομίζω ότι μένω υπερωρίες μόνο και μόνο για να βγάζω εγώ το φυτό από την πρίζα. Έτσι για να λέω ότι κάτι αποφάσισα. 

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

(you are Mine said she)

Μπαίνουν στο βιβλιοπωλείο μαζί.



Μαζί όμως.

Όχι όπως βλέπεις κάτι ζευγαράκια που κρατιούνται σαν από νόμο υποχρεωμένα χεράκι χεράκι ή αγκαλιά πιασμένα από τη μέση.

Χέρι σε πόδι, δάχτυλα σε μαλλιά, πόδι από άλλη λεκάνη ξεκινούσε, στου άλλου το βήμα κατέληγε. Τσάντες, μπουφάν μεγάλωναν το μπέρδεμα. Σαν να σπρώχνονταν και λίγο, σαν να διεκδικούσαν κι άλλο χώρο ο ένας από το χώρο του άλλου.

Γελάνε. Χαμογελάνε με θόρυβο μάλλον.

Δεν ξέρουν ακριβώς πού πάνε, τι ψάχνουν. Αρκεί που το κάνουν μαζί.

Σκύβει εκείνος να κοιτάξει τα κάτω ράφια. Της λείπει που για δευτερόλεπτα ξεκόλλησε από το σώμα της, του πιάνει το κεφάλι και χαϊδεύοντας το, το ακουμπάει στο μπούτι της. Ξεχνιέται αυτός για λίγο, δεν κοιτάει βιβλία, αγκαλιάζει το μπούτι.

Διαλέγουν βιβλία μαζί. Εκείνος μάλλον. Αυτή λέει σε όλα ναι. Σίγουρα έχει πει και αυτός σε όλα ναι.

Στο ταμείο χωρίζουν τα βιβλία. Όχι τα σώματα.

Πληρώνουν χωριστά. Τα βιβλία. Όλα τα άλλα τα πληρώνουν μαζί.

Στις σκάλες ανταλλάζουν τις σακούλες με τα βιβλία. Αποφάσισαν μαζί τι δώρο θα κάνει ο ένας στον άλλο.

Ανταλλάζουν χαμόγελα, αγγίγματα, βλέμματα, υγρά. Ανταλλάζουν, δε μοιράζονται. Ό,τι αποκαλύπτεται, ό,τι κερδίζεται, έχει διεκδικηθεί σε αγώνες που ακόμα δίνονται, και κλείνεται αποκλειστικά και εγωιστικά κάπου για να μπορεί να ανασύρεται ατόφιο, πάνω στις αισθήσεις με τις οποίες αποκτήθηκε, όταν το μαζί μοιάζει –δηλαδή δεν είναι- χωριστά.

Αποφασίζουν μαζί τι δώρα κάνει ο ένας στον άλλο.

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

εισερχόμενα

Το μέιλ της δουλειάς μου είναι ένας κόσμος μόνος του. Ολόκληρος. Με μέσα άλλους κόσμους. Ολόκληροι κι αυτοί.

Ανάμεσα σε εκείνα που υποτίθεται ότι ξέρω το σκοπό τους, είναι και άλλα που με αφορούν αλλά δε μ’ αφορούν. Να παραλάβω από το printroom σχέδια που δεν έστειλα ποτέ να τυπωθούν, το γυναικείο δαχτυλίδι που έχασα στις αντρικές τουαλέτες θα βρίσκεται στη ρεσεψιόν και άλλες παρόμοιες παραδόσεις και παραλαβές.

Κάθε δεύτερη μέρα περίπου φτάνει ένα ομαδικό, σε όλους τους ορόφους. Κάποιος έχει γενέθλια και έχει αφήσει cake στην κουζίνα. Γενικά δεν με αφορούν τα γενέθλια των άλλων. Θέλω να πω ότι θα ήταν ψέμα το ότι με αφορούν όλα τα γενέθλια που μαθαίνω ότι συμβαίνουν. Αντίστοιχα αντιμετωπίζω και τους άλλους στα δικά μου. Ειδικά, επίσης δεν με αφορούν. Δεν με αφορούν τα cakes. Τα cakes εδώ είναι όπως οι μπουγάτσες κάπου εκεί. Αλλά είναι πάντα cake. Ψωμί. Για γενέθλια ψωμί δεν κερνάμε.

Συχνά είναι και τα φαινόμενα του attend. Πατάς λέει ένα κουμπάκι κάπου στο μειλ σου, θα πας δεν θα πας, θες δεν θες ή τι διαλέγεις απ’ τα δύο και σε μετράνε. Ας πούμε στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Κουμπί ναι ή όχι. Ημερολόγια του 2015. Κουμπί Α2 ή Α3. Εμένα με ενοχλούν λίγο αυτά, αλλά δεν ξέρω να πω γιατί. Το κουμπάκι ακόμα το ψάχνω, αχρείαστο να ‘ναι.

Εχθές, όπως κάθε δεύτερη, ήρθε ένα από αυτά για την κουζίνα. Αυτά δεν έχουν καν κείμενο. Στο θέμα είναι το όνομα αυτού που έχει γενέθλια και όλοι εμείς μέσα από τα όρια του διαχωριστικού αναρωτιόμαστε ποιος είναι αφού δεν είναι ένας από μας.

Αυτά μένουν αδιάβαστα. Όλα αυτά. Μα ήρθε μετά από καμιά ώρα και κάθισε ένα βαρίδι από πάνω. Ρωτούσε, χωρίς να ρωτά, έγραφε δηλαδή, αν θέλω να παραβρεθώ. Διάβαζα τη γραμμή δύο και την προσοχή μου αποσπούσε μια πρόταση κάτι γραμμές πιο κάτω με έντονα γράμματα. Άρχισα να θυμώνω, σκεφτόμουν θα μου λένε να πατήσω το κουμπάκι.

Eileen has requested that no black clothing is worn to the funeral. 


Μου κόπηκαν και οι θυμοί. Και οι σκέψεις. Και όλα. 

Αυτό.     

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

και στάση μου


Έχει αφήσει το σώμα της ελεύθερο να ακολουθεί το τράνταγμα του τρένου, χωρίς να δείχνει όμως εντελώς σ’ αυτό το κούνημα αφημένη. Το κεφάλι της ακουμπάει στο παράθυρο καθώς το έχει γείρει πίσω και λίγο δεξιά. Ελεύθερος λαιμός για άγγιγμα πρώτα κι ύστερα ό,τι αντέξεις. Πάνω στα πόδια της κάτω από τα χέρια της, ένα βιβλίο κλειστό και ένα ζευγάρι ακουστικά που ξεκινάν από την τσέπη του μπουφάν της. Κοιτάζει έξω. Το έξω αρχίζει στο τζάμι του συρμού και φτάνει εκατοστά μακριά μέχρι τον μπετονένιο τοίχο της σήραγγας. Κοιτάει μέσα στα μάτια της αντανάκλασής της. Δε δείχνει να επιστρέφει κάπου. Δε φαίνεται από αυτές που επιστρέφουν. Ούτε από εκείνες μάλλον που θα έφευγαν. Μοιάζει μ’ αυτές που είναι για διαδρομές. Που είναι η διαδρομή, ο δρόμος, μαζί το πεζοδρόμιο κι η βόλτα. Σε κάθε στάση πλησιάζει ακόμα λίγο τα μάτια της στο τζάμι και κάθεται σ’ αυτά η υγρασία που στάζει στον τοίχο.

Κάτι την δοκιμάζει. Κάτι την πονάει. Κάτι πάνω στο σώμα της ή μέσα σε αυτό. Κάτι που ίσως μένει μακριά από το σώμα της. Άρχισα να πονάω με εκείνη, αλλά δεν είχα χώρο να το κάνω για εκείνη. Είχα να δοκιμάσω τις δικές μου αποστάσεις. 

Στην επαφή του τρένου με τον έξω κόσμο ενοχλήθηκε από τα φώτα που κάθισαν στο μέτωπό της αντανάκλασής της και τα χείλη της που αλλοιώθηκαν. Έστριψε το κεφάλι της μπροστά και έκλεισε τα μάτια. Γέμισε αέρα από το λίγο ανοιχτό στόμα και τη μύτη της. Κι έτσι ανέβασε ψηλά το στήθος και κουνήθηκε στο πλάι το ανοιχτό μπουφάν. Οι ώμοι πέρασαν το κάθισμα στο ύψος. Σηκώθηκε και όρθια έβγαλε τον αέρα –δεν ξέρω από πού- πριν ακουστεί η ανακοίνωση. Προσπάθησε να περπατήσει σταθερά και στάθηκε μπροστά από τις πόρτες, κρατώντας με το ένα της το στύλο, στο άλλο το βιβλίο και τα ακουστικά να κάνουν κούνια μπροστά στα γόνατά της. Πριν το βαγόνι πιάσει καλά καλά την αποβάθρα άφησε το στήριγμα από το χέρι της και κόλλησε στο τζάμι την παλάμη. Χωρίς να έχει ανάψει το φωτάκι στο κουμπί άρχισε να πατά με ανυπομονησία το open. Στιγμές μετά, λίγα παράθυρα πιο πίσω ίσα που έβλεπα να κρύβεται σε κάτι άλλα χέρια. 

Άφησα πίσω μου την αποβάθρα και εκείνη πίσω από τα χέρια να γεμίζει το σταθμό χαμόγελα. Πίσω και λίγο πλάι έγειρα το κεφάλι μου και εγώ, ψάχνοντας τα μάτια μου στο τζάμι. Έχω ακόμα μια στάση. Μια διαδρομή. 


Διαδρομή και στάση μου.

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

παιδί της

Όλες τις θέλουμε. Κι αυτές που ήρθαν στην ώρα τους κι αυτές που άργησαν κι εκείνες που δεν έφτασαν ποτέ.  Γλυκές, απλές, όμορφες. Αυτές που σε βρίζουν που χάθηκες και τις άλλες που σε αποθεώνουν που υπάρχεις. Έχω μια που ήρθε ολόκληρη εικόνα.

Στις έξι κατέβηκε και άνοιξε τις κότες να βγουν να βρουν τον κόκορα. Στις επτάμιση τάισε τις γάτες. Έχει ανέβει τρεις φορές τη σκάλα, κρατώντας το σιδερένιο κάγκελο με το αριστερό, ενώ το δεξί στηρίζεται στο δεξί μηρό της κάθε φορά που το αριστερό ανεβαίνει σκαλί και βοηθάει με ένα αχ. Έχει τραβήξει στο πλάι και έχει βάλει στη θέση της την ξύλινη καρέκλα στο τραπέζι τουλάχιστον δέκα φορές για να μην κάτσει ούτε τις μισές να παίξει το τηλεκοντρόλ στα χέρια της. Πέντε κουμπιά η ζωή μέσα στο σπίτι τους. Το πρόγραμμα σε βήμα, ένα ένα κανάλι με προσοχή, μπροστά ή πίσω κι η ένταση με επιμονή να δυναμώνει ή να χαμηλώνει συνεχόμενα. Και ένα το κόκκινο κουμπί να κλείνει την τηλεόραση ζωή. Έξω οι κότες, τα γαρύφαλλα, τα μαρούλια και τα φρέσκα κρεμμυδάκια. Μια τριανταφυλλιά με φύλλα εκατό κι η καρυδιά. Η βαριά σιδερένια πόρτα της αυλής που θέλει να την ανοίγει και να την κλείνει μόνη της όταν μας περιμένει.

Το κινητό και ο υπολογιστής μου λένε 10 με δύο λεπτά διαφορά. Δύο ώρες μπροστά θα δείχνει το διαφημιστικό omron ρολόι της πάνω από τη φωτογραφία ενός από τα αδέρφια της. Διπλώνει όρθια, ευλαβικά δύο χαρτοπετσέτες και στρώνει το τραπέζι. Θα πάρω το παιδί θα πει. Το δύο φορές παιδί της. Κάθεται άκρη άκρη σφηνωτά στον καναπέ λες και δεν έχει άλλο χώρο, δίπλα από το τραπεζάκι για το τηλέφωνο και σταυρώνει τα πόδια, μικρή και παίζει τις κουμπάρες. Σκύβει και ανοίγει την ατζέντα. 1995 γράφει απέξω και το τηλέφωνο χωρίς το όνομα μου σε μια σελίδα άσχετη χωρίς αρχικό μαζί με τα άλλα που δεν της χρειάζονται ονόματα. Δεν ξέρω αν καταφέρνει με τη μια όλα τα νούμερα σωστά.  Κρατάει το ακουστικό σφιχτά στα αυτί και τσαλακώνει το καλώδιο να κάνει επαφή.  Ακούω τα πλήκτρα στο πάτημα και στης επιστροφής το ξεκόλλημα. Τρία λεπτά η κλήση της και αρκεί. Καλή συνέχεια στη βάρδια θα μου πει λες κι είμαι ο πατέρας μου ακόμα στα καράβια.

"Όσα θέλει ο θεός παιδί μου να 'ναι τα χρόνια σου." 

Τόση αλήθεια στη φωνή που ακούγεται και την πιστεύω. 

"Χίλια χρόνια να ζήσεις και να ναι καλά."

Και τους πιστεύω και αυτή και το θεό της. Χίλια χρόνια θα ζήσω και ας μην ήθελα ποτέ να ζήσω τόσα. Και κλείνει το ακουστικό και φτάνει ψίθυρος παιδί μου.  Φτάνει το κλικ και εκείνος ο βαθύς ήχος που κάνει μόνο το δικό της πλαστικό ακουστικό στο πλαστικό τηλέφωνο της.

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

put it on

Εχθές στη δουλειά ήθελα να θυμώσω. Να θυμώσω πολύ. Να εκνευριστώ να ξενερώσω. Να δείξω τι με πείραξε σε ποιον. Εδώ όμως δεν σ’ αφήνουν με όλα αυτά τα sorry και τα thank you. Ακόμα και να μ’ άφηναν το ξέρω δεν θα τα κατάφερνα. Σε ξένη γλώσσα δεν μπορείς να πεις με λέξεις τι σου έφερε στεναχώρια, θυμό, χαρά. Όχι με τρόπο που να γίνει κατανοητός ή να σε ξεφουσκώσει.

Αναρωτιέμαι πόσο με ξέρουν. Και αντίστροφα κι εγώ. Για πόσο καιρό με μαθαίνουν, για πόσο τους το κάνω. Με πόσους από αυτούς έχω ανταλλάξει κουβέντα μετά τις πέντε παρά τέταρτο Δευτέρα με Παρασκευή. Και τελικά πως φτάσαμε να έχουμε απαιτήσεις ο ένας απ’ τον άλλο.

Ο Peter με λέει ένα αρωματικό φυτό, όχι για να με πει αυτό. Αλλάζει λίγο το όνομά μου και τελικά το κάνει να ακούγεται σαν να με λέει ένα λουλούδι. Αν δεν χαμογελάσω αρχίζει και γκρινιάζει.

Η Rangini, φεύγει να πάρει καφέ, κατεβαίνει τον όροφο και γυρίζει πίσω λέγοντας πόσο terrible person είναι που δεν με ρώτησε αν θέλω κάτι να πιώ. Και μόλις της χαμογελάσω αρχίζει και μου λέει πράγματα που δεν καταλαβαίνω εκτός από το oh your smile, που επαναλαμβάνει ενδιάμεσα.

Ο James στέλνει mail να πει πόσο really ανησυχεί όταν δεν look happy και λείπουν τα χαμόγελά μου. Και μου ζητάει να τα επιστρέψω λες και ήταν δικά του και του τα κλεψα.

Ο Christian με σταμάτησε καθώς περνούσα μπροστά από το διαχωριστικό του γραφείου του και με ρωτούσε απειλητικά. Where is it? Τον κοιτάω και αναρωτιέμαι. Επιμένει. Where is it? Put it on, με διατάζει. Συνεχίζω να αναρωτιέμαι. Σηκώνει τα χέρια και με τους δείκτες του τραβάει τις άκρες των χειλιών του. Γεμίζω χαμόγελο αντανακλαστικά. There it iiiis…

Και απ’ την άλλη πιάνω τον εαυτό μου να στέλνω τη Rangini σπίτι της όταν τη βλέπω κουρασμένη στις υπερωρίες. Να μαλώνω τον Peter να μην αγχώνεται και να ζητάω από τον Christian να χαμογελάει στις μαυρίλες του.

Αναρωτιέμαι πως φτάσαμε τις σχέσεις μας εδώ. Που δύο δεν θα βρεις να έχουν κοινή τη μητρική τους γλώσσα. Φτάσαμε να συνεννοούμαστε. Φτάσαμε να ‘χουμε απαιτήσεις.


Τόσες απαιτήσεις σε έναν όροφο. Τόσα χαμόγελα.

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

όπως ξυπνούν


sometimes, your voice passes through me like a knife



να παλεύεις να ανοίξεις τα μάτια σου όπως θα πάλευες να σώσεις τον κόσμο και να χαμογελάς όπως θα το κάνεις όταν θα τον σώνεις με δάχτυλα που έψαχνες δήθεν να σώσεις στο χάος των μαλλιών μου και μ’ άλλα που τα βρήκαμε να ψαχουλεύουν δέρμα μες στο δέρμα το κοινό μας δέρμα στο φως του πρωινού πορτοκαλί στο πρωινό σου πρόσωπο μια λωρίδα φως μια σκιά λωρίδες από τις περσίδες που ίσως έμειναν μισάνοιχτες μισόκλειστες θα έλεγα όπως το στόμα σου που κάνει πως ανταποκρίνεται στη γλώσσα που του κάθεται στα χείλη σου που κοίμισα και ξύπνησα τον έρωτα χαράματα στα μάτια σου να δω πως θα κοιμάται εκείνες τις στιγμές που έμενες ακίνητος να αλλάζεις την ανάσα σου λες κάποιος σε ‘βαλε να ανεβείς τον κόσμο στον κόσμο και οι φορές που έτρεξες πιο γρήγορα απ’ το φως για να βρεθείς κοντά μου ενώ στεκόμουν πάνω σου με την ανάσα σου σχεδόν σταματημένη να σταματάω τις ώρες που χωρίζονταν οι τόποι μας κι οι σκέψεις έκαναν πως βρίσκονται στο χρόνο στους χρόνους που σωπάσανε οι ήχοι μας και γράφτηκαν όλες οι λέξεις που πάψαμε από επιλογή που δεν την επιλέξαμε και όλες αυτές οι παύσεις λες και κάθισαν βαριές στα βλέφαρά σου πάνω και από κάτω εγώ που δεν φαντάστηκα τον κόσμο πως θα σώσω να είμαι εγώ αυτή που προσπαθώ τα μάτια σου ν’ ανοίξεις ο κόσμος όλος να σωθεί στο πρωινό σου βλέμμα όλος ο κόσμος να σωθεί μαζί και ο δικός μου 

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

syntagma

Έξι μήνες υπεραρκετοί να μάθω να τ’ ακούω, να τα διαβάζω στην ξένη γλώσσα χωρίς να τα μεταφράζω. Η συνήθεια συνηθίζεται εύκολα. Σύνταγκμα και όχι Σύνταγμα θα δουν τα μάτια μου, θα ακουστεί στα αυτιά μου. Έχω σταθεί στην αρχή της σκάλας να μιλήσω στο τηλέφωνο πριν αρχίσω να κατεβαίνω. Πριν αρχίσω να φεύγω. Πριν τελειώσουν οι δέκα μέρες σ’ αυτό που λένε πίσω στην πατρίδα.

Λίγα μέτρα μακριά από τη σκάλα, ένα ζευγάρι θα το έλεγες. Γύρω στα 25 και οι δύο, εκείνη ίσως λίγο μεγαλύτερη, εκείνος σίγουρα ψηλότερος. Την κρατάει από τη μέση με το ένα χέρι, με το άλλο της κουνάει το δείκτη λες και είναι δάσκαλος και τη μαλώνει «να έρθεις, αλλά τρεισήμισι θα είσαι σπίτι σου και εγώ θα είμαι στο δικό μου, εξηγημένοι». Εκείνη δεν του κρατάει και δεν του κουνάει τίποτα. Δεν του χαμογελάει. Κάνει πως θα σηκωθεί στις μύτες των ποδιών της να τον φιλήσει και σκύβει εκείνος και το κάνει σαν από υποχρέωση, σαν για να τελειώνει ή σαν για να την πείσει. Νόμιζα δεν θα χωριστούν. Πως μόνο συμφωνούνε. Χωρίζονται. Εκείνος κατεβαίνει τις σκάλες κοιτάζοντας το iphone του και εκείνη αφού κάνει λίγο βήματα, στρίβει το σώμα της από τη μέση και πάνω, κάνει πως φτιάχνει την τσάντα στον ώμο της, μα κοιτάει ένα κεφάλι που χάνεται κατεβαίνοντας τα σκαλιά.

Στο τοιχάκι της σκάλας, σχεδόν σαν να στηρίζονται εκεί, ένα αγόρι και ένα κορίτσι θα τους έλεγες. Γύρω στα 35 και οι δύο. Κρατάει μέσα στα χέρια του το πρόσωπό της σφιχτά. Εκείνη έχει βάλει το ένα χέρι της πάνω από το αριστερό δικό του για πιο σφιχτά. Με το άλλο τον φέρνει κοντά στο σώμα της  από τη μέση κρατώντας το μπουφάν του, για να χει αυτός ελεύθερα τα χέρια του. Οι βλεφαρίδες του κάνουν σκιές στα πάνω βλέφαρά του καθώς τα μισοκλείνει κάτω απ’ τα πορτοκαλί φώτα του δρόμου. Της χαμογελάει μπροστά στο στόμα της, μα τόσο κοντά που την κρατάει, μόνο από το στόμα μπορεί εκείνη να το δει. Ξεκολλάει μόνο ένα δάχτυλο από το πρόσωπό της και το ακουμπάει στα μισάνοιχτά της χείλη. Και εκείνη το φιλάει απαλά κι ύστερα το παίρνει μέσα με τα δόντια της και του φιλάει τα χείλη χωρίς να το αφήνει. Νόμιζα πως θα χωριστούν. Πως αποχαιρετιούνται. Μα δε χωρίζονται. Τον πιάνει από το χέρι και κατεβαίνουν τα σκαλιά μαζί.

Κατεβαίνω και εγώ σα θεατής. Φεύγοντας λίγο, μένοντας λίγο. Μα ζώντας πολύ το έλα και το φύγε.

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

τ' αναρωτιέται το τηγάνι

Το ποδήλατο είναι μαύρο με ασημί, δύο φορές το ύψος του και κάπου πέντε το μήκος του. Εκείνος είναι κατάξανθος, μισός στο ύψος από το ποδήλατο και το 1/5 από το μήκος του. Με προσπερνάει στην κατηφόρα όταν πηγαίνω στη δουλειά,  στην ανηφόρα όταν επιστρέφω. Να είναι επτά. Αν τον ρωτήσεις θα σου πει οκτώ, μπορεί και δέκα, για πιο πολύ εντύπωση. Κάνει ορθοπεταλιές μπροστά μου, προσπαθεί καμία σούζα. Προχθές έπεσε μπροστά στα πόδια μου σχεδόν. Λίγο επίτηδες και λίγο κατά λάθος. Πετάχτηκε απ’ το ποδήλατο και θυμωμένα κλώτσησε δίσκους και αλυσίδα. Είπε μια παιδική βρισιά στα αγγλικά, χώθηκε από κάτω, το πήρε αγκαλιά, σηκώθηκαν μαζί και έφυγαν. Δεν του χαμογελάω. Νομίζω δεν το θέλει και αυτός. Θέλει να δείχνει άγριος και εγώ ίσως να κάνω πως ψαρώνω.

Δίπλα από κει που έπεσε ένα τηγάνι. Όπως αυτό, που σίγουρα, είχε μια γιαγιά μας, να τηγανίζει ψάρια στην αυλή πάνω στο γκάζι. Μαύρος ο πάτος και στραβός, στραβά και τα τοιχώματα, σπασμένο πλαστικό επάνω στο μισό χερούλι. Όρθιο με τον πάτο να κοιτά το εσωτερικό του δρόμου και κολλημένο με σελοτέιπ διαφανές, με μπλε στυλό, σε άτσαλα σκισμένο, σχεδόν διάφανο, χαρτί με μπλε γραμμές, ένα σημείωμα. 

You see, I am not perfect, but I am something. Arent I?

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

παραμονές, αναμονές των ανήμερων

Παραμονές της Παναγίας.

Ένα χωριό, χωριό μου, μακριά μου βουλιάζει από κόσμο, ή τουλάχιστον έτσι το θυμάμαι μέχρι πέρσι να παθαίνει. Μου φαντάζει μίλια μακριά η θάλασσα και τα μελτέμια για να τα περιγράψω, όσο δηλαδή είναι και ακόμα παραπέρα. Ξαφνικά νιώθω σαν να μην έχω μνήμες να κάτσω να τις γράψω. Θυμάμαι μόνο τη μάνα μου που νήστευε, σαν τάμα τύπου, ολοκληρωτικά για πάρτη μου. Και κάθε δεκαπέντε να με ρωτάει αν έπιασε και εγώ που είχα να κάνω το σταυρό μου από το Πάσχα, χωρίς να θυμάμαι ποιο Πάσχα ακριβώς, να απαντάω έπιασε και αυτόν το χρόνο. Ψέμα με ραντεβού, επαναλαμβανόμενο, στις κάθε δεκαπέντε του ογδόου, για κάπου δεκατρία χρόνια.

Τις τελευταίες μέρες τα δημητριακά του πρωινού μου επιπλέουν στο νεροχύτη της κουζίνας. Και ένα γιαούρτι μπαινοβγαίνει στο ψυγείο και παλεύει να μπει και να μείνει στο στόμα μου. Εγώ από την άλλη βυθίζομαι, σαν τα χωριά παραμονές της Παναγίας. Και βυθιζόμενη σκέφτομαι ότι ό,τι πιο κοντά σε εμένα έχει γεννηθεί σε λίγες μέρες γίνεται ενός έτους και εγώ γίνομαι οι πέντε μήνες μακριά του.

Δεν θα με θυμάται. Κλαψουρίζω.

Δεν με θυμόταν ποτέ. Τα μωρά τεσσάρων μηνών δεν έχουν συνείδηση. Και εγώ θα πρέπει να του συστηθώ λοιπόν απ’ την αρχή. Να τον γνωρίσω και να κάνω προσπάθειες να τον κερδίσω. Να κερδίσω αποδοχή, πλησίασμα, αγκαλιά. Στα πιτσιρίκια δεν πιάνει το αυτή είναι η θεία, αγκάλιασέ τη.

Αγαπάω πολύ, πάρα πολύ έναν άνθρωπο που δεν ξέρει ότι υπάρχω. Και είναι άλλο λοιπόν να αγαπάς και μην ξέρουν ότι μπορεί να υπάρχεις, και άλλο να ξέρουν ότι υπάρχεις και να μην ξέρουν ότι μπορείς να αγαπάς. 

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

απ' το παράθυρο πιο μέσα

Η γεωτεχνική μελέτη μπροστά μου θέλει να μάθω που θα γίνει το σχολείο. Τέσσερα γράμματα και δύο αριθμοί στο google maps και βρίσκομαι ακριβώς εκεί που θα έπρεπε να έχω πάει ίσως με τα πόδια μου. Σχεδόν ανάγλυφη η επίπεδή μου οθόνη με ενημερώνει για τη μορφολογία της περιοχής. Τα μάτια μου ανταλλάζουν πληροφορίες μεταξύ εκείνης και των σελίδων που έχω μπροστά μου. Ανταλλάζουν, επιβεβαιώνουν, συμπληρώνουν, αφαιρούν, αναιρούν. Έπρεπε να έχω πάει με τα πόδια μου. Επιβεβαιώνουν.

Στα αυτιά μου αυτό. Ναι πάλι αυτό. Ξανά και ξανά.



Σε μια προσπάθεια ανταλλαγής πληροφοριών το google maps μου παίζει παιχνίδια. Δεν αγγίζω το ποντίκι μου μα στο χάρτη τα μάτια μου κάνουν ζουμ. Βλέπω τις κορυφές των δέντρων να πλησιάζουν τις κόρες των ματιών μου και το πρόσωπό μου περνάει ξυστά από ένα πιο ψηλό κτίριο που δεν με απασχολούσε η ύπαρξή του. Λίγο πριν πέσω με δύναμη σε μια οροφή αιωρούμαι για λίγο και στέκομαι έξω από ένα παράθυρο στο δεύτερο.

Τρεις σειρές πράσινα θρανία και ξύλινες καρέκλες, από δύο σε κάθε ένα εκτός από τα τελευταία που είχαν μόνο μια. Όχι στοιχισμένα. Τραβηγμένες πίσω οι καρέκλες και τα θρανία στραβά, όπως στο σχόλασμα. Μερικά ξεχασμένα μολύβια που κύλησαν και έπεσαν κάτω από την καρέκλα του μπροστινού. Βιβλία κάτω από τα θρανία και μια δασκάλα στην έδρα της, που πάντα ήθελα να έχω αλλά ποτέ δε μου ‘κατσε. Στο προτελευταίο θρανίο στη σειρά δίπλα από την πόρτα η καρέκλα που είχα προσπαθήσει να χαράξω με κεφαλαία γράμματα έχω αλλάξει κι η ζωή με θέλει αλλιώς. Τα δύο κεφαλαία Λ, δίπλα δίπλα, τα ‘κανα να μοιάζουν Μ. Έχω αμάξι, με κορόιδευε η άλλη και γελούσαμε. Και έτσι το ‘κανε με τα χρόνια να μοιάζει πιο σημαντικό το μ, μεσ’ το χαΜόγελο.

Αποφασίζω να βουτήξω μέσα απ’ το παράθυρο και βρίσκομαι στο σπίτι μου. Και είμαι στο παράθυρο που βλέπει μόνο θάλασσα. Μόνο που ο πατέρας μου κατέβαε τα στόρια να μη χτυπά τα έπιπλα ο ήλιος. Θα τα ανέβαζα μα σκέφτομαι ότι μετά θα αναρωτιέται αν είχε ξεχάσει να τα κατεβάσει. Κι η μάνα μου έχει βάλει ένα πλυντήριο από τα ξημερώματα που τώρα γράφει end. Που έπρεπε εγώ να ‘χω απλώσει κάπου εκεί στις 8,30 που θα ξυπνούσα. Μα το φωτάκι αναβοσβήνει και η λεκάνη περιμένει άδεια μπροστά από την πόρτα του. Και σκύβω για να δω αν η πόρτα του διαδρόμου είναι κλειστή για να μην ενοχλεί ο θόρυβος όταν κοιμούνται τα παιδιά. Και είναι. Και βάζω στοίχημα πως το πρωί όταν σηκώνεται του λέει ακόμα να κάνει πιο σιγά γιατί κοιμούνται τα παιδιά. Και ξέρω πως τα βράδια ανασηκώνεται στο κρεβάτι της να δει κλειστές τις δύο πόρτες μας για να βεβαιωθεί αν της γυρίσαμε στο σπίτι. Και ίσως σηκώνεται καμιά φορά μόνη της να τις κλείσει, να κάνει πως γυρίσαμε.

Έφτασε κιόλας Αύγουστος και έχει μαυρίσει μόνο όσο δέρμα φαίνεται απ’ το παπούτσι μου. Δε με νοιάζει τι μήνας περνάει κάτω από τα πόδια μου. Τι εποχή. Καλοκαίρι είναι συνέχεια. Χειμώνας το ίδιο και ταυτόχρονα. Οι εποχές αλλάζουν όμορφα έξω μας όσο τα μέσα μας κουβαλάνε λίγα. Λίγους. Όσο μπορούμε να κοιτάμε παράθυρα όχι μόνο από μέσα προς τα έξω αλλά και το αντίθετο. Και ίσως πιο πολύ, κάποιες φορές, όσο μπορούμε να κοιτάμε από μέσα απ’ το παράθυρο πιο μέσα.

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

how much a full can care



Τον έχω δει τα βράδια που ξαγρυπνά ψάχνοντας τα δάχτυλά της με το στόμα του σε στρώμα και σεντόνια. Εκείνη που την έλεγε γυναίκα του, κάνοντας το γάμμα κεφαλαίο. Γυναίκα του χωρίς μια απόδειξη σε κάποιο δάχτυλό της. Με γάμμα κεφαλαίο. Τώρα γάμα και τα γυναίκα και τα εκείνη του. Τον είδα και τα ξημερώματα να σηκώνεται να βγαίνει από το σπίτι. Τα ξημερώματα που κόβονται, μοιράζονται στα τρία, τη μελαγχολία του σούρουπου, τη μοναξιά του πρωινού, τα μισά του μεσημεριού. Δεν θυμάμαι αν τον έχω δει να σκύβει να σηκώσει την πόρτα του γκαράζ ή αν απλά πατάει το κουμπί. Δεν θυμάμαι ούτε πόσους κυλίνδρους άκουσα ούτε σε τι σειρά. Αν με τη μανιβέλα ή με τη μίζα έκανε να δουλέψει το μότερ. Δεν είδα αν πέρασε δρόμους με άσφαλτο και πολυκατοικίες ή τσιμεντόδρομους με μονοκατοικίες και σπίτια χαμηλά. Είδα να φτάνει θάλασσα και να την προσπερνά μη γίνει θάλασσα.
  
Κι ύστερα σε κάποιο μπαρ, να μη θυμάμαι να το γράψω, αν κάποιος δίσκος έλεγε I was a fool to leave him, ή αν εκείνη στήριζε κορμό και έμπλεκε, το ένα μόνο, πόδι της,  σε ένα σκαμπό ψηλό και τραγουδούσε πίσω από καπνούς, μπροστά από ένα μικρόφωνο, με γυρισμένο λίγο το προφίλ της, τα μάτια της κλειστά tell him how much a fool can care. Και εκείνος καθισμένος δείχνοντας την πλάτη του, με τους αγκώνες να κολλάνε στο ποτισμένο οινόπνευμα ξύλινο μπαρ, να τρίβει, λες και θα άναβε φωτιά, ανάμεσα στις δυο παλάμες του ένα ποτήρι χαμηλό. Μισογεμάτο ή μισοάδειο, όπως το δει κανείς. Και να μετράει για να βρει που έχει ρόζους πιο πολλούς, στα χέρια ή στο μπαρ, καθώς ρωτάει τον άλλο δίπλα του άμα την είδε. Αλλά δεν ξέρω κιόλας αν άκουσα καλά και μίλησε πρώτα ο άλλος δίπλα του και είπε ότι την είδε χωρίς να τον ρωτήσει. Την είδε λέει και έδειχνε καλά. And if he tells you he's lonely now and then. Και όχι δεν τον ρώτησε για εκείνον. Και ναι την επόμενη φορά, ναι, την επόμενη, ούτε την επόμενη, τίποτα δεν θα της πει.


Κι ο δίσκος ή εκείνη να του τραγουδά τα how, τα much και τα care. Εκείνη που τώρα είναι αυτή. Αυτή του τραγουδά, μια άλλη κάνει ότι τον κοιμίζει, καμιά δεν αφήνει να τον προσέχει. Μια, κάθε άλλη, για κάτι άλλο, αφού όλες μαζί τις ήτανε εκείνη. Εκείνη που έκανε το έψιλον να μοιάζει κεφαλαίο. Εκείνη που πια δε θέλει να ρωτά γι’ αυτόν. 

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

βάλτο κι αυτό με τ' άλλα που ζηλεύω



Ζηλεύω τις γειτονιές που ανάμεσα στις πολυκατοικίες έχει μείνει ένα ισόγειο. Ένα ισόγειο με μια μικρή αυλή. Περιφραγμένη, μέχρι το πολύ στο ένα μέτρο, ασβεστωμένους τσιμεντόλιθους. Ένα σκαλάκι ίσα για να το σκοντάφτεις κάτω απ’ την αυλόπορτα και λίγο χώμα ανάμεσα στους τσιμεντένιους διαδρόμους της. Δύο τριανταφυλλιές με κόκκινα τριαντάφυλλα, με ούτε τα μισά τους φύλλα πάνω. Μια και μόνο λεμονιά ασβεστωμένη στον κορμό της μέχρι το ύψος της περίφραξης. Τρία σκαλάκια λιγάκι πιο ψηλά απ’ της αυλόπορτας και ένα γεράνι στο πλατύσκαλο και αυτό σε τσιμεντένια άσπρη γλάστρα. Πόρτα από σίδερο μέχρι το γόνατό σου και από εκεί και πάνω γυαλί με διακόσμηση. Να βλέπεις τις σκιές, κινήσεις από περιγράμματα στο φως της λάμπας πάνω στο τραπεζάκι στο διάδρομο πριν σβήσει γύρω στα μεσάνυχτα. Ταράτσα με σίδερα αναμονές κι η σκάλα από το χώμα για εκεί χωρίς τα κάγκελα ακόμα. Παντζούρια ξύλινα καφέ, παράθυρα που τρίζουν με κάθε πέρασμα στο δρόμο. Εσωτερικές πόρτες συρόμενες καφέ που διαχωρίζουν το καθημερινό απ’ το καλό σαλόνι.


Ζηλεύω τις γειτονιές που ανάμεσα στις πολυκατοικίες έχει μείνει ένα ισόγειο. Και κάτι απογεύματα μένει με ανοιχτά τα ξύλινα παλιά κουφώματά του και από εκεί ακούγονται δάχτυλα που τραγουδάνε νότες πάνω σε πλήκτρα πιάνου. 

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

voicες

Cause you know, you know I’m blue
As the side of your heart is good to me



Να το βάλεις να παίζει για να μπορώ να σου πω αυτό που θέλω. Που αυτό που θέλω είναι αυτό που νομίζεις ότι επειδή εδώ, στο εδώ μου, έχω θάλασσα μέχρι τον αστράγαλο, στα ρηχά των πεζοδρομίων και αυτό μονάχα όταν βρέχει, δε βράζω σε καλοκαίρια για να δροσίζομαι σε αλμύρες. Καλοκαίρι δεν είναι εκεί που η θερμοκρασία σε ψήνει και έρχεται η θάλασσα να σε δροσίσει. Ούτε χειμώνας στα μονά τα νούμερα. Αυτό που έβαλες λοιπόν να ακούσεις, ακούω, χωρίς άμμο ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών μου και αντηλιακό στους ώμους μου.

Φωνές λοιπόν. Που έτσι όπως μου φτάνει στην άλλη γλώσσα μου κάνει για ήχους. Για όλους τους ήχους. Voices λοιπόν. Κομμάτια τραγούδια, νότες, ησυχίες, φασαρίες. Οι σελίδες βιβλίου στα χέρια σου, τα βήματά σου δίπλα στα δικά μου. Απαραίτητα δίπλα στα δικά μου. Τα χαμόγελα και τα δάκρυα, μαζί σαν ταυτόχρονα και ξεχωριστά σαν ξεχωριστά.  Η χαζομάρα, η στεναχώρια, το σφίξιμο και το μου λείπεις. Όλα σε ήχους. Και οι λέξεις το ίδιο. Σε ήχους. Κάτι όχι, πληγωμένα, απαιτητικά μόνο στο ο, σβησμένα σε φόβους στο χι. Κάτι ψέματα ναι, απανωτά σε  επαναλαμβανόμενα τελείωσε; Ζόρια, πείσματα, έρωτες. Κάτι έλα τώρα, που κάπως ξεκινάνε, κάπως από ένα στόμα και ζυμώνονται στο δρόμο, στα αυτιά που φτάνουν, και τις μισές φορές γίνονται προσταγές ΕΛΑ. ΤΩΡΑ και τις άλλες μισές φτάνουν γλύκες πονηρές, τράβηγμα με το βλέμμα, ύστερα άγγιγμα στη μέση και επαφή στο άλλο σώμα. Μερικά μα τι μου λες, αντίδραση σε δήθεν προσβολές και άλλα ημιλιπόθυμα, παρακάλια που μεταφράζονται σε πες μου κι άλλα. Ήχοι που μεταβάλλονται από πρωινές βραχνάδες με ξενύχτια ή χωρίς, σε ολοστρόγγυλες λέξεις τα απογεύματα. Μετέωροι βραδινοί πόθοι που καταπίνονται. Μεσημεριανές γλύκες μασημένες σε χαμόγελα διαλείμματα. Σιωπές, ανάσες, παύσεις. Βρισιές και αγκαλιές. Φωνές από τα ίδια στόματα που σε ξαγρυπνούν και σε κοιμίζουν τις ίδιες ώρες. Φωνές που σου λένε άλλες ιστορίες από αυτές που διηγούνται. Κρυμμένες λέξεις σε ήχους, κρυμμένοι ήχοι σε λέξεις. Φωνές που σε χαϊδεύουν κάτω από το δέρμα. Τρέχουν σπονδυλικές στήλες ανάποδα. Καρφώνονται στον αυχένα, βαραίνουν το στήθος. Μπλέκουν δάχτυλα σε μαλλιά, μπλέκουν δάχτυλα με δάχτυλα. 

Δεν θα σου πω για τα παιδιά που ακόμα μπορούν και γελάνε στη γειτονιά μου. Ούτε για τα πουλιά που ακούς και τα αυτοκίνητα που δεν ακούς ακόμα και όταν περπατάς δίπλα από το δρόμο. Μα βάλτα κι αυτά μέσα. Έτσι απλά όπως γράφονται και μπορείς και τα ζεις. 

Θα σου πω πως τα μπέρδεψα πάλι, ενώ το μόνο που ήθελα να γράψω είναι πως εντάξει. Μην έχεις τύψεις, μην ανησυχείς, μη ντρέπεσαι. Δεν πειράζει να ερωτευόμαστε κάτι ανάμεσα στα ζόρια. Αρκεί να το ερωτευόμαστε πολύ. Δηλαδή εντελώς. Απαραίτητα εντελώς.

Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

όχι μπροστά στο παιδί

Η θάλασσα θα ξεπλένει ιδρώτες και ας μην ξεπλένει τους δικούς μας. Θα ταξιδεύει χωρίς εμάς. Θα ταξιδεύει, όχι εμάς. Η ζωή θα ζει μακριά από εμάς όπως εμείς ζούμε ζωή μακριά από κάτι που δε μοιάζει μ’ αυτή.

Μπροστά από το skype μου κάνει γκριμάτσες. Στραβώνει τα χείλια του, κλείνει τα μάτια εναλλάξ ή και τα δύο μαζί, βγάζει τη γλώσσα του. Αναρωτιέμαι τι ξεχνάει πρώτο. Πόσο χρονών είμαι ή πόσο είναι εκείνος. Δεν έχω καταλάβει αν κοιτάει εμένα στην οθόνη ή το σημείο που δείχνει τον εαυτό του. Άλλο και τούτο πάλι. Μιλάμε στο skype και κοιτάμε τους εαυτούς μας πως μιλάμε σε εκείνους που υποτίθεται τόσο άχαρα προσπαθούμε να φέρουμε κοντά μας. Δεν ξέρω αν κάνει τον καραγκιόζη για μένα ή για εκείνον.

Ένα χρόνο πριν, έβγαζα αυτή τη φωτογραφία. 



Από αυτούς που δεν είναι συγγενείς σου και είναι δικοί σου. Που μεγαλώνοντας, σ’ έμαθαν να μπερδεύεσαι στα πόδια τους και να ‘ναι αναγκαίο αυτό. Ακόμα και στα καλαμάρια.

Τώρα ταξιδεύει αλλού. Και ο πατέρας μου κάνει τον καραγκιόζη στο skype, ταξιδεύοντας αλλού. Μετράει πια αυτούς που έμειναν πίσω, όχι αυτούς που φύγαν μπροστά. Κάνω τη μεγάλη και του δείχνω πως καταλαβαίνω τις πράξεις του. Με βλέπει ακόμα πιο μικρή και μου χαρίζει αλήθειες με ειλικρίνεια. Σηκώνει το χέρι και μυρίζει το μανίκι του. Μετά τραβάει το γιακά του.

Μυρίζω χωματίλα.

Μυρίζεις ζωή θέλω να του πω. Λες μαλακίες θα μου πει. Κι η μάνα μου θα τον μαλώσει. 

Γιώργο όχι μπροστά στο παιδί.

Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

θολούρα στο τζάμι

Τρένο. Λεωφορείο. Θέση στο παράθυρο. Σημάδι στο τζάμι.

Θέση στο παράθυρο, διάδρομο κανείς.
Να βλέπεις έξω ακόμα και να κοιμηθείς.
Κάπου να γύρεις το κεφάλι, να βρεις να στηριχθείς.
Κεφάλι στο τζάμι, σημάδια απ’ τα μαλλιά.


Πιάνω μια θέση δίπλα στο παράθυρο. Είναι μεσάνυχτα σχεδόν και το ταξίδι θα κρατήσει όλη νύχτα. Λεωφορεία. Είχα να ταξιδέψω έτσι από τότε που έμπαινα στην Ξάνθη και ξυπνούσα στη Θήβα. Δεν έχει Πασιάκο στη διαδρομή. Δεν έχει να ψάχνεις και για τουαλέτα σε κάθε στάση. Δεν έχει στάση. Έχει τουαλέτα δίπλα στη σκάλα. Αυτό έμαθα, τίποτα παραπάνω.

Θέλω να γείρω λίγο το κεφάλι μου στο τζάμι μπας και κοιμηθώ. Έξω, ακόμα αρνείται να σκοτεινιάσει τελείως. Στη θέση μου, ναι τη δική μου, καθόταν άλλος πριν. Άλλος, άλλη δεν μπορώ να καταλάβω. Μια θολούρα στο παράθυρο κρατάει το κεφάλι μου μακριά. Λερωμένο τζάμι από κάποιο κεφάλι, κάποιο μέτωπο. Λάδι απ’ τα μαλλιά και άλλα υγρά από το μέτωπο. Σαν να άφησες το χνώτο σου στο τζάμι και εκείνο δεν έφυγε ποτέ. Ξεχωρίζεις και γραμμές από τις τρίχες. Σκέψεις. Θα μπορούσαν να έχουν μείνει εκεί σκέψεις. Όνειρα. Ιστορίες. Ζωές. Ή και τίποτα. Μόνο ύπνος και κάπου ξύπνιος.

Η νύστα μου δεν καταφέρνει να κερδίσει τη σιχαμάρα μου. Δεν ακουμπάω καν κάποιο μπουφάν για προσκεφάλι. Μένω με το κεφάλι τεντωμένο και ταξιδεύω. Όχι εγώ. Με ταξιδεύουν άλλοι. Έτσι είναι το σωστό. Έτσι, δεν ταξιδεύουμε, μας ταξιδεύουν άλλοι.

Κάποια φορά, θα ταξιδέψω όλη νύχτα. Όχι. Κάποια φορά, θα ταξιδέψω όλη, ολόκληρη εγώ, το βράδυ. Και θα αφήσω σημάδια σε καθαρό τζάμι να σιχαθεί ο επόμενος.

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

ιστορίες από το national railway

Τελευταία τα έχω βάλει με τα τρένα, αφού βρήκαν και τα έβαλαν και αυτά μαζί μου. Προσπαθώ να διαβάσω ένα βιβλίο, μία κάποια ώρα που είναι πρωί γενικά και για μένα ειδικά πολύ πρωί. Πίσω και αριστερά μου ένας άντρας και μια γυναίκα. Κάθονται σε θέσεις αντικριστές, αλλά όχι ο ένας απέναντι στον άλλο. Τα αγγλικά τους βαριά και οι φωνές τους δυνατές, κυκλοφορούν σε όλο το βαγόνι. Προσπαθώ να απομονωθώ αλλά δεν τα καταφέρνω.

My face, λέει, το πρόσωπό της είναι αφυδατωμένο. Να βάλει κρέμα της απαντάει, έχει ξεχάσει μια ροζ, τι ροζ λέει αυτή, να έρθει να την πάρει λέει αυτός. Δεν είναι κρέμα και δεν είναι ροζ. Είναι το μπουκάλι ροζ και είναι μαλακτικό για τα μαλλιά και ΔΕΝ, τονίζει, είναι δικό της. Είναι της Pen λέει αυτός, θα το άφησε στο αυτοκίνητο.

Και από την Pen, θυμάται να της πει ότι έχει ξεχάσει και ένα pen και το χρησιμοποίησε λέει κάτι να υπογράψει, ελπίζει να μην την πειράζει.

Γυρίζω και τη βλέπω να ψάχνει τον εαυτό της σε έναν μικροσκοπικό καθρέφτη.

How do I look like? Και χωρίς ανάσα του δηλώνει ότι της χρωστάει 350 λίρες. Δεν σε εμπιστεύομαι της λέει στα μούτρα και την πετυχαίνει πίσω από τον καθρέφτη.

I wish, εύχεται λέει κάτι που δεν πιάνω και εύχεται μετά να την εμπιστευόταν που δεν το έπιασα με έπιασε αυτό, έτσι όπως το έσβηνε σε ένα αγγλικό me. Τα έχει γράψει σε ένα χαρτί τα χρωστούμενα, θα του το δείξει, αλλά κανείς σ’ όλο το τρένο δεν ενδιαφέρεται γι’αυτό.

Θα σε πληρώσω love, μα πρέπει να περιμένει, της λέει και εκείνη βάφεται. Ξεκίνησε μια δουλειά με έναν φίλο του, την ρωτάει αν τον θυμάται, αλλά να μην τη νοιάζει τι δουλειά. Και εκείνη τον μαλώνει, γιατί εννοείται τον θυμάται το φίλο του, αλλά αναρωτιέται κιόλας, ανάμεσα στον καθρέφτη, ανάμεσα στον ήχο του τρένου στις ράγες, πως δείχνει το δέρμα της τώρα και σε ποιο σταθμό φτάσαμε. Φτάσανε.

Αυτός κάτι λέει για τη μάνα του και αυτή ανησυχεί. Κάτι θυμούνται που έγινε μισό τότε που ήταν μαζί και μισό συνεχίζει τώρα που δεν είναι και ξεκαρδίζονται στα γέλια. Της λέει ότι έμαθε να χρησιμοποιεί το ίντερνετ και την ενημερώνει πόσο εύκολο είναι να βρεις τα πάντα εκεί μέσα και εκείνη φαίνεται να καμαρώνει που αυτός τα καταφέρνει και φαίνεται σε όλο τα βαγόνι.

Ξέρεις τι ώρα ξύπνησα; ρωτάει. Στις 6.30 που την πήρε τηλέφωνο ξύπνησε, ξέρω εγώ που το άκουσα και αυτός της κόβει τον αέρα λέγοντας ότι δεν της τηλεφωνεί πια. Not any more.

Αγόρασε ένα ουίσκι της λέει μετά και αυτή δεν πίνει darling και ξεκαρδίζονται ξανά με κάτι που δεν κατάλαβα και ούτε που τους νοιάζει.

Κατεβαίνοντας τον άκουσα να της λέει ότι είναι όμορφη. Όχι έτσι. Σε άλλη γλώσσα. Σε κάθε γλώσσα. Είναι όμορφη.


Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

μόνο για παιδιά

Εκείνος είναι γύρω στα δέκα. Και εκείνη ίσως επτά. Την πάει κάπου ή την παίρνει από κάπου αλλού. Δεν θα μείνει μαζί της. Μόνο τη διαδρομή έχουν. Την προσέχει. Περπατάνε αργά, όπως κάνουν οι μεγάλοι, χαζολογώντας, να κερδίσουν χρόνο. Να κερδίσουν όσο χρόνο τους δίνεται στη διαδρομή. Όσο τους δίνεται θα τον κάνουν αργά βήματα στο πεζοδρόμιο που μοιράζονται για να πάνε κάπου.

Και που νομίζεις ότι θα πάει η ψυχή σου όταν πεθάνεις;

Ρωτάει το αγόρι και είναι σαν να έλεγε:

Πόσες κούκλες έχεις; Εγώ έχω μπάλες. Τρεις.

Και έχει μια σακούλα νάιλον στο χέρι του και την κάνει ακτίνα σε κύκλο και εκείνος είναι το κέντρο και τη γυροφέρνει. Μια την πάει αριστερά, αγκαλιάζει το μπράτσο του και σταματάει στην πλάτη του και μια από δεξιά πάλι το ίδιο. Σαν να αυτομαστιγώνεται.

Κάπου που θα μπορώ να δω τη γιαγιά μου, νομίζω. Νομίζει. Δεν είναι σίγουρη. Δεν ξέρει αν έχει καταλάβει την ερώτηση. Δεν ξέρει αν απάντησε σωστά. Αν υπήρχε σωστή απάντηση. Αν έπρεπε να υπάρχει ερώτηση. Και εκείνος σίγουρος για τον εαυτό του δηλώνει:

Η δική μου θα πάει κάπου που δεν θα υπάρχει τίποτα από όλα αυτά. Και θα είναι ελεύθερη να κάνει ό,τι θέλει.

Σε λίγο θα την άφηνε κάπου. Σήκωσε τους ώμους της και κοιτώντας το πλαστικό ποτήρι με το καλαμάκι που κρατούσε στο χέρι της παραδέχτηκε ότι εκείνος τα λέει πολύ ωραία.

Στην επόμενη γωνία έστριψαν. Μακριά από όλα αυτά, ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν. Θα την αφήσει κάπου. Θα επιστρέψει κάπου αλλού. Ίσως καμαρώσει για τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις του. Ίσως μετανιώσει. Ίσως όχι. Μικρή σημασία έχει.


Να μοιράζεσαι διαδρομή σε ένα πεζοδρόμιο. Να αποφασίζεις για το που θα πάει η ψυχή σου. Αυτό έχει σημασία. Και ας πάει και στο διάολο στο τέλος.