Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

παραμονές, αναμονές των ανήμερων

Παραμονές της Παναγίας.

Ένα χωριό, χωριό μου, μακριά μου βουλιάζει από κόσμο, ή τουλάχιστον έτσι το θυμάμαι μέχρι πέρσι να παθαίνει. Μου φαντάζει μίλια μακριά η θάλασσα και τα μελτέμια για να τα περιγράψω, όσο δηλαδή είναι και ακόμα παραπέρα. Ξαφνικά νιώθω σαν να μην έχω μνήμες να κάτσω να τις γράψω. Θυμάμαι μόνο τη μάνα μου που νήστευε, σαν τάμα τύπου, ολοκληρωτικά για πάρτη μου. Και κάθε δεκαπέντε να με ρωτάει αν έπιασε και εγώ που είχα να κάνω το σταυρό μου από το Πάσχα, χωρίς να θυμάμαι ποιο Πάσχα ακριβώς, να απαντάω έπιασε και αυτόν το χρόνο. Ψέμα με ραντεβού, επαναλαμβανόμενο, στις κάθε δεκαπέντε του ογδόου, για κάπου δεκατρία χρόνια.

Τις τελευταίες μέρες τα δημητριακά του πρωινού μου επιπλέουν στο νεροχύτη της κουζίνας. Και ένα γιαούρτι μπαινοβγαίνει στο ψυγείο και παλεύει να μπει και να μείνει στο στόμα μου. Εγώ από την άλλη βυθίζομαι, σαν τα χωριά παραμονές της Παναγίας. Και βυθιζόμενη σκέφτομαι ότι ό,τι πιο κοντά σε εμένα έχει γεννηθεί σε λίγες μέρες γίνεται ενός έτους και εγώ γίνομαι οι πέντε μήνες μακριά του.

Δεν θα με θυμάται. Κλαψουρίζω.

Δεν με θυμόταν ποτέ. Τα μωρά τεσσάρων μηνών δεν έχουν συνείδηση. Και εγώ θα πρέπει να του συστηθώ λοιπόν απ’ την αρχή. Να τον γνωρίσω και να κάνω προσπάθειες να τον κερδίσω. Να κερδίσω αποδοχή, πλησίασμα, αγκαλιά. Στα πιτσιρίκια δεν πιάνει το αυτή είναι η θεία, αγκάλιασέ τη.

Αγαπάω πολύ, πάρα πολύ έναν άνθρωπο που δεν ξέρει ότι υπάρχω. Και είναι άλλο λοιπόν να αγαπάς και μην ξέρουν ότι μπορεί να υπάρχεις, και άλλο να ξέρουν ότι υπάρχεις και να μην ξέρουν ότι μπορείς να αγαπάς. 

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

απ' το παράθυρο πιο μέσα

Η γεωτεχνική μελέτη μπροστά μου θέλει να μάθω που θα γίνει το σχολείο. Τέσσερα γράμματα και δύο αριθμοί στο google maps και βρίσκομαι ακριβώς εκεί που θα έπρεπε να έχω πάει ίσως με τα πόδια μου. Σχεδόν ανάγλυφη η επίπεδή μου οθόνη με ενημερώνει για τη μορφολογία της περιοχής. Τα μάτια μου ανταλλάζουν πληροφορίες μεταξύ εκείνης και των σελίδων που έχω μπροστά μου. Ανταλλάζουν, επιβεβαιώνουν, συμπληρώνουν, αφαιρούν, αναιρούν. Έπρεπε να έχω πάει με τα πόδια μου. Επιβεβαιώνουν.

Στα αυτιά μου αυτό. Ναι πάλι αυτό. Ξανά και ξανά.



Σε μια προσπάθεια ανταλλαγής πληροφοριών το google maps μου παίζει παιχνίδια. Δεν αγγίζω το ποντίκι μου μα στο χάρτη τα μάτια μου κάνουν ζουμ. Βλέπω τις κορυφές των δέντρων να πλησιάζουν τις κόρες των ματιών μου και το πρόσωπό μου περνάει ξυστά από ένα πιο ψηλό κτίριο που δεν με απασχολούσε η ύπαρξή του. Λίγο πριν πέσω με δύναμη σε μια οροφή αιωρούμαι για λίγο και στέκομαι έξω από ένα παράθυρο στο δεύτερο.

Τρεις σειρές πράσινα θρανία και ξύλινες καρέκλες, από δύο σε κάθε ένα εκτός από τα τελευταία που είχαν μόνο μια. Όχι στοιχισμένα. Τραβηγμένες πίσω οι καρέκλες και τα θρανία στραβά, όπως στο σχόλασμα. Μερικά ξεχασμένα μολύβια που κύλησαν και έπεσαν κάτω από την καρέκλα του μπροστινού. Βιβλία κάτω από τα θρανία και μια δασκάλα στην έδρα της, που πάντα ήθελα να έχω αλλά ποτέ δε μου ‘κατσε. Στο προτελευταίο θρανίο στη σειρά δίπλα από την πόρτα η καρέκλα που είχα προσπαθήσει να χαράξω με κεφαλαία γράμματα έχω αλλάξει κι η ζωή με θέλει αλλιώς. Τα δύο κεφαλαία Λ, δίπλα δίπλα, τα ‘κανα να μοιάζουν Μ. Έχω αμάξι, με κορόιδευε η άλλη και γελούσαμε. Και έτσι το ‘κανε με τα χρόνια να μοιάζει πιο σημαντικό το μ, μεσ’ το χαΜόγελο.

Αποφασίζω να βουτήξω μέσα απ’ το παράθυρο και βρίσκομαι στο σπίτι μου. Και είμαι στο παράθυρο που βλέπει μόνο θάλασσα. Μόνο που ο πατέρας μου κατέβαε τα στόρια να μη χτυπά τα έπιπλα ο ήλιος. Θα τα ανέβαζα μα σκέφτομαι ότι μετά θα αναρωτιέται αν είχε ξεχάσει να τα κατεβάσει. Κι η μάνα μου έχει βάλει ένα πλυντήριο από τα ξημερώματα που τώρα γράφει end. Που έπρεπε εγώ να ‘χω απλώσει κάπου εκεί στις 8,30 που θα ξυπνούσα. Μα το φωτάκι αναβοσβήνει και η λεκάνη περιμένει άδεια μπροστά από την πόρτα του. Και σκύβω για να δω αν η πόρτα του διαδρόμου είναι κλειστή για να μην ενοχλεί ο θόρυβος όταν κοιμούνται τα παιδιά. Και είναι. Και βάζω στοίχημα πως το πρωί όταν σηκώνεται του λέει ακόμα να κάνει πιο σιγά γιατί κοιμούνται τα παιδιά. Και ξέρω πως τα βράδια ανασηκώνεται στο κρεβάτι της να δει κλειστές τις δύο πόρτες μας για να βεβαιωθεί αν της γυρίσαμε στο σπίτι. Και ίσως σηκώνεται καμιά φορά μόνη της να τις κλείσει, να κάνει πως γυρίσαμε.

Έφτασε κιόλας Αύγουστος και έχει μαυρίσει μόνο όσο δέρμα φαίνεται απ’ το παπούτσι μου. Δε με νοιάζει τι μήνας περνάει κάτω από τα πόδια μου. Τι εποχή. Καλοκαίρι είναι συνέχεια. Χειμώνας το ίδιο και ταυτόχρονα. Οι εποχές αλλάζουν όμορφα έξω μας όσο τα μέσα μας κουβαλάνε λίγα. Λίγους. Όσο μπορούμε να κοιτάμε παράθυρα όχι μόνο από μέσα προς τα έξω αλλά και το αντίθετο. Και ίσως πιο πολύ, κάποιες φορές, όσο μπορούμε να κοιτάμε από μέσα απ’ το παράθυρο πιο μέσα.

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

how much a full can care



Τον έχω δει τα βράδια που ξαγρυπνά ψάχνοντας τα δάχτυλά της με το στόμα του σε στρώμα και σεντόνια. Εκείνη που την έλεγε γυναίκα του, κάνοντας το γάμμα κεφαλαίο. Γυναίκα του χωρίς μια απόδειξη σε κάποιο δάχτυλό της. Με γάμμα κεφαλαίο. Τώρα γάμα και τα γυναίκα και τα εκείνη του. Τον είδα και τα ξημερώματα να σηκώνεται να βγαίνει από το σπίτι. Τα ξημερώματα που κόβονται, μοιράζονται στα τρία, τη μελαγχολία του σούρουπου, τη μοναξιά του πρωινού, τα μισά του μεσημεριού. Δεν θυμάμαι αν τον έχω δει να σκύβει να σηκώσει την πόρτα του γκαράζ ή αν απλά πατάει το κουμπί. Δεν θυμάμαι ούτε πόσους κυλίνδρους άκουσα ούτε σε τι σειρά. Αν με τη μανιβέλα ή με τη μίζα έκανε να δουλέψει το μότερ. Δεν είδα αν πέρασε δρόμους με άσφαλτο και πολυκατοικίες ή τσιμεντόδρομους με μονοκατοικίες και σπίτια χαμηλά. Είδα να φτάνει θάλασσα και να την προσπερνά μη γίνει θάλασσα.
  
Κι ύστερα σε κάποιο μπαρ, να μη θυμάμαι να το γράψω, αν κάποιος δίσκος έλεγε I was a fool to leave him, ή αν εκείνη στήριζε κορμό και έμπλεκε, το ένα μόνο, πόδι της,  σε ένα σκαμπό ψηλό και τραγουδούσε πίσω από καπνούς, μπροστά από ένα μικρόφωνο, με γυρισμένο λίγο το προφίλ της, τα μάτια της κλειστά tell him how much a fool can care. Και εκείνος καθισμένος δείχνοντας την πλάτη του, με τους αγκώνες να κολλάνε στο ποτισμένο οινόπνευμα ξύλινο μπαρ, να τρίβει, λες και θα άναβε φωτιά, ανάμεσα στις δυο παλάμες του ένα ποτήρι χαμηλό. Μισογεμάτο ή μισοάδειο, όπως το δει κανείς. Και να μετράει για να βρει που έχει ρόζους πιο πολλούς, στα χέρια ή στο μπαρ, καθώς ρωτάει τον άλλο δίπλα του άμα την είδε. Αλλά δεν ξέρω κιόλας αν άκουσα καλά και μίλησε πρώτα ο άλλος δίπλα του και είπε ότι την είδε χωρίς να τον ρωτήσει. Την είδε λέει και έδειχνε καλά. And if he tells you he's lonely now and then. Και όχι δεν τον ρώτησε για εκείνον. Και ναι την επόμενη φορά, ναι, την επόμενη, ούτε την επόμενη, τίποτα δεν θα της πει.


Κι ο δίσκος ή εκείνη να του τραγουδά τα how, τα much και τα care. Εκείνη που τώρα είναι αυτή. Αυτή του τραγουδά, μια άλλη κάνει ότι τον κοιμίζει, καμιά δεν αφήνει να τον προσέχει. Μια, κάθε άλλη, για κάτι άλλο, αφού όλες μαζί τις ήτανε εκείνη. Εκείνη που έκανε το έψιλον να μοιάζει κεφαλαίο. Εκείνη που πια δε θέλει να ρωτά γι’ αυτόν.