Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

βαρώντας σκοπιές

Τα πιο πετυχημένα γίνονται στα τελειώματα. Εκεί που λες, πάει, περνάει και αυτό, εκεί σου τη φέρνει. Σαν να χύνεις τον ελληνικό λίγο πριν τον ακουμπήσεις στο τραπεζάκι.

Έτσι με έβαλε η μάνα μου στη δουλειά. Με έστελνε να σερβίρω τους ελληνικούς. Με το χέρι, χωρίς δίσκο, αφού είχα πάει σε μια δόση το νερό και στην άλλη το γλυκό του κουταλιού. Η τρίτη ήταν ο καφές. Είχα διανύσει κουζίνα, διάδρομο, τραπεζαρία και είχα βγει στη βεράντα. Και λίγο πριν αφήσω το φλιτζανάκι με το πιατάκι στο τραπέζι, εκεί που έσκαγα τα χαμόγελα στον παππού εκεί έσκαγε και η σωστή μία φουσκάλα και από τις αναταράξεις πήγαινε το καϊμάκι χαμένο μαζί με το χαμόγελο στο πιατάκι. Το «λεφτά θα πάρετε», δεν με έσωσε πολλές φορές από τις αποδοκιμαστικές ματιές των μερακλήδων.

Και τα πιο πετυχημένα δε μιλάνε. Πάνε με τη σιωπή. Και το καταλαβαίνεις ότι όντως κάτι δεν πάει καθόλου καλά, όταν είστε δύο μπροστά από την τηλεόραση και βλέπετε διαφημίσεις. Ζάπινγκ για όπου έχει διαφημίσεις. Αλλού το μυαλό, αλλά εκεί. Καμία άλλη κουβέντα δε χωρά ανάμεσά σας. Μόνο τοστόψωμα έτσι, τοστόψωμα αλλιώς, κινητές και σταθερές τηλεφωνίες, κινητά και αυτοκίνητα, kinder εκπλήξεις και κουπάτος ελληνικός χωρίς πιατάκι να μη βρει πού να σταθεί άμα χυθεί. 

2,30 στο κρεβάτι ξύπνιοι και οι δύο ψεύτες. Τα στομάχια ψιθυρίζουν χωνεύοντας τη μακαρονάδα που τους στείλαμε κάτι ώρες πριν. Κατά τα άλλα κοροϊδευόμαστε με το χειρότερο τρόπο ότι κοιμόμαστε, βάζοντας αργά αέρα από τη μύτη και βγάζοντάς τον από το στόμα όσο πιο αθόρυβα γίνεται. Κακός θεατρινισμός, αφού και οι δύο ξέρουμε με ακρίβεια κυβικού χιλιοστού αέρα την ανάσα του άλλου όταν κοιμάται.

- Κοιμήσου. Προσέχω εγώ.

- Τι προσέχεις;

- Σήμερα φυλάω σκοπιά εγώ. Κοιμήσου εσύ.

Σιωπηλή συμφωνία και προσπάθεια για ύπνο. Κάνα δεκάλεπτο μόνο.

- Τιιιιιιιιι λέει; τολμά ο ένας γεμάτος όρεξη για κουβέντα
- Τίποτα. Κόβει ο άλλος τον αέρα.

Στο δεκάλεπτο πάνω, τα ίδια αλλά αντίστροφα.

- Αυτάαααααα, δοκιμάζει τώρα ο άλλος.
- Αυτά. Απειλεί ο ένας.

Πρέπει να κρατηθεί μια ισορροπία.

Γύρω στις 4 έχουμε κοιμηθεί. Τουλάχιστον βγάλαμε μαζί το γερμανικό νούμερο.

Μέχρι τις 7 η σκοπιά αφύλαχτη. Τουλάχιστον την αφήσαμε αφύλαχτη μαζί. Εκεί είναι που γίνεται και η έφοδος, με το κινητό να χτυπάει μέσα στα κοιμισμένα μου αυτιά. Κινητό στις 7 το πρωί αν δεν είναι η μάνα σου να σου πει χρόνια πολλά δεν είναι για καλό.

- Να φύγουμε θέλω. Θα αρρωστήσουμε.

- Δεν θα αρρωστήσουμε.

-Δεν θέλω να αρρωστήσουμε, να ζήσουμε θέλω. Έστω και με λίγο ελληνικό χυμένο στο πιατάκι και ένα βρακί δικό μας γαμώτο. Ένα βρακί πλύνε βάλε. 

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

ξεκαθάρισμα το λες εσύ αυτό;

Τις επόμενες δέκα μέρες πρέπει να αποφασίσω τρεις φορές. Τρεις φορές «σημαντικές», σαν σύνολο δηλαδή, αφού θα έχω πάρει δεκάδες άλλες μικρές αποφάσεις.

Τι θα πάρω μαζί μου, τι θα αφήσω στο δωμάτιο που θα με φιλοξενεί όταν έρχομαι, τι θα μείνει στην αποθήκη. Το λογικό είναι να πάρω τα απαραίτητα, να αφήσω στο δωμάτιο τα αμέσως επόμενα που θα μου χρειαστούν και να μείνουν στην αποθήκη αυτά που δε χωράνε.

Μερικά τοποθετούνται ξεκάθαρα, κάποια άλλα με μικρές αμφιβολίες, μερικά με έντονη την αίσθηση του αποχωρισμού. Είναι και κάτι άλλα, που στέκονται με απορία «τι με κρατάς ακόμα;» και εγώ κουνάω το κεφάλι λέγοντας «τι σε κρατάω ακόμα;» και καταλήγουν στα απαραίτητα.

Μπάχαλο θα τα κάνω πάλι. 

Δεν είμαστε  προγραμματισμένοι για αποφάσεις και ξεκαθαρίσματα. Ακόμα και αυτοί που λένε ότι το κάνουν -μεταξύ μας- ψέματα κάνουν. 



Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

από τις σκάλες πονάει πιο πολύ, από τις σκάλες

Ο πιο έξυπνος από τους δύο πέταξε την ιδέα να βρεθούν πριν φύγει. Σπίτι του.

- Έλα, θα το κάνουμε όπως στις ταινίες, πολιτισμένα. Ξεκόλλα. Θα φέρω καφέ απέξω και μια χάρτινη σακούλα με ζεστά κρουασάν. Επειδή όμως δεν είναι και όλος ο υπόλοιπος κόσμος όπως στις ταινίες, αντί για κρουασάν θα φέρω μερικά τυροπιτάκια και ζαμπονοτυροπιτάκια από το φούρνο στη γωνία σε νάιλον σακούλα και ας ελπίσουμε να είναι της ημέρας.

- Κάνε αναπάντητη πριν πατήσεις στο πλατύσκαλο. Ανέβα στον τρίτο και κατέβα έναν όροφο με τα πόδια. Όπως συνήθιζες να κάνεις εξάλλου, φρόντιζες να προσθέτεις για να μπορείς να αφαιρείς, είπε στο κλείσιμο.

Η μυρωδιά από την υγρασία και τη μούχλα στο υπόγειο έφτανε οριακά στους δυόμιση ορόφους συν το ύψος της. Ένιωσε να γλιστράει στα ρουθούνια της και κάτω από τις πόρτες τους. Από τον τρίτο στο δεύτερο της έπεσε η σακούλα και κατέβηκε αυτόνομα μερικά σκαλιά.

Στις ταινίες δεν προλαβαίνεις να χτυπήσεις. Έτσι και εδώ. Με το ένα άνοιγε την πόρτα και στεκόταν στο πλάι, με το άλλο τεντωμένο και το τηλεκοντρόλ στο τελείωμά του με ένα δάχτυλο να πατάει το mute.

Στην τηλεόραση η Ουκρανία καίγεται. Όχι όπως στις ταινίες. Όπως στην πραγματικότητα. Και καλύτερα.

- Είχα πάει σε ένα γάμο πριν κάτι μέρες. Κάτι πιτσιρίκια στο προαύλιο κοροϊδεύονταν. «Ο Ζουμής θέλει να παντρευτεί μια Ουκρανή χορεύτρια να του κάνει στριπτίζ».

- Από τον πιο μικρό έως τον πιο μεγάλο, στον υπέροχο κόσμο μας.

Και αυτός μαζί. Στον κόσμο του. Πριν κάτι μήνες της έγραφε «όλα τα αντέχω, τους απλήρωτους λογαριασμούς, τα χαράτσια, τα δάνεια, να είμαι χωρίς εσένα δεν αντέχω». Τώρα την κοιτούσε και την έβλεπε στην πλάτη του καναπέ πίσω της και ολόκληρος έλεγε, «τι να σου εξηγώ τώρα και εσένα, λες και σε ενδιαφέρει ό,τι γίνεται μακριά απ’ το σώμα σου»

- Τι σε πονάει πιο πολύ;

- Χαζούλα, τι ερώτηση είναι αυτή;

- Πες ρε. Δεν είναι τόσο δύσκολο.

- Αυτή τη στιγμή τίποτα.

Τα σφολιατοειδή στη σακούλα ζεσταίνονταν άθικτα, αφού τα είχε κουβαλήσει παγωμένα, και με στραπατσαρισμένες τις πρώτες στρώσεις φύλλων από την πτώση στα σκαλιά.

Σιωπή. Μια πόρτα έξω στο διάδρομο άνοιξε, ύστερα έκλεισε και την πόρτα του ασανσέρ ακολούθησε ο πνιχτός ήχος από τα συρματόσχοινα που το κατέβασαν στο ισόγειο.
  
- Να έφευγα;

- Μείνε ρε, να μοιραστούμε λίγη σιωπή.

Γέλασαν. Δεν την έλεγε ποτέ ρε. Τα σαρανταπέντε του και τα δεκαπέντε μείον από αυτά, δικά της, δεν το επέτρεπαν. Μόλις είχε σηκώσει τον καφέ στα χέρια της και με το αυθόρμητο χαμόγελο τράβηξε τα χείλη πιο νωρίς από το πλαστικό ποτήρι και λίγο υγρό έσταξε μέσα στην παλάμη της. Σηκώθηκε γλείφοντας το εσωτερικό του χεριού της και κατευθύνθηκε προς το νεροχύτη της κουζίνας, χαμογελώντας ακόμα.

- Ποτήρι για νερό από πού παίρνω;

Εκείνος στεκόταν ήδη πίσω της. Έβαλε τα χέρια του κάτω από τη βρύση, πέρασε τα δάχτυλά του από τα χείλη της και μετά έβαλε δύο από αυτά μέσα στο στόμα της και ακούμπησε τη γλώσσα της.

- Πιες, ψιθύρισε και άρχισε να τη φιλάει στο λαιμό.


Έκλεισε και άνοιξε με κόπο τα μάτια της. Απέναντί της, πίσω από το αμμοβολισμένο τζάμι στο παράθυρο, ενάμιση μέτρο μετά το φωταγωγό μια άλλη μορφή, πίσω από ένα άλλο αμμοβολισμένο τζάμι. «Δεν ήρθα γι΄αυτό, γαμώτο». Φώναζε μέσα της, μα κανένας ήχος δεν ήταν ικανός να το παραδεχτεί έξω της.



Λίγα λεπτά αργότερα στεκόταν γυμνή, όρθια μπροστά από τη μπαλκονόπορτα του σαλονιού. Έδενε τα μαλλιά της με το λαστιχάκι που κρατούσε ο καρπός της και με τον καθρέφτη που δημιουργούσαν το λίγο φως και τα κατεβασμένα ρολά, τον έβλεπε να απομακρύνεται στο διάδρομο, μέχρι να στρίψει στο μπάνιο. Ντύθηκε άπλυτη.

Εκείνος άφηνε νερό και λέξεις που δεν κατάφερε να πει να ξεπλύνουν τα υγρά τους. «Δεν σε ήθελα γι’ αυτό εδώ, γαμώτο».

- Τη δεύτερη Κυριακή φεύγω. Και φάε και κανένα τυροπιτάκι. Για σένα τα έφερα, ξέρω ότι τα σιχαίνεσαι.

- Από τις σκάλες μικρή. Από τις σκάλες. Το νου σου.

Έκλεισε την πόρτα και κόλλησε στο ματάκι να τη δει να φεύγει. Εκείνη έφυγε γιατί ήξερε ότι είχε κολλήσει στο ματάκι να τη δει να φεύγει.


Το κενό που θα μου άφηνες μετά από αυτό. Αυτό πονούσε πιο πολύ. Αυτό πονάει πιο πολύ. 


Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

without you I'm something

Στο τραπέζι της κουζίνας δίπλα από το αλατοπίπερο που παρίστανε δύο χέρια, ένα μαύρο και ένα άσπρο, που μπλέκουν τα δάχτυλά τους, πάνω από μια μικρή και μια μεγάλη κηλίδα ξεραμένης κέτσαπ από τη χθεσινοβραδινή παραγγελία μπέργκερ άπλωσε καμιά δεκαριά φωτογραφίες. Μισές δικές του, μισές δικές της.

- Πολύ σκαλίζεις το αλατοπίπερο. Θέλεις να το πάρω;
- Πας καλά παιδάκι μου; Θέλεις να μας πετάξουν έξω τώρα που έσκασα τόσα λεφτά για να σου κάνω το χατίρι;

Σηκώθηκε χαμογελώντας στραβά, έπιασε απροκάλυπτα το αλατοπίπερο, πέρασε από δίπλα του και στάθηκε πίσω του, έσκυψε στο αυτί του και ψιθυρίζοντας άφησε το αλάτι και το πιπέρι να γλιστρήσουν γυρισμένα ανάποδα στις τσέπες του μπουφάν που μόλις πριν είχε φορέσει.

- Χωρισμένα τα δαχτυλάκια, μέσα στα τσεπάκια.

Ξεχώρισε δύο φωτογραφίες, τελείως άσχετες μεταξύ τους. Τη δική του την είχε τραβήξει εκείνη. Κοντινή, στο πρόσωπο, κάτι ξημερώματα που την γύρισε σπίτι της, κομμάτια αυτός από τα ποτήρια κόκκινο κρασί που δεν έπινε εκείνη, γιατί δεν ήταν αρκετά γλυκό για τα γούστα της.

- Άσε με να κοιμηθώ εδώ. Δε βλέπω να πάω ούτε μέχρι την πόρτα, όχι μέχρι το σπίτι μου.

- Μια χαρά μπορείς. Κοίτα το πουλάκι, θέλω να σε θυμάμαι έτσι.

Το χέρι στο αριστερό μάτι να το προστατέψει από το φλας. Για το πουλάκι έμεινε ένα μάτι ακάλυπτο να γυαλίζει, λίγο μέτωπο και ένα στόμα κλειστό να θέλει να μιλήσει.

Τη δική της, την είχε τραβήξει αυτός, σε κάτι ξεχασμένες διακοπές που είχανε πάει όλοι μαζί. Μόνο που κανονικά δεν έπρεπε να είναι μόνη της. Ήταν και ο άλλος δίπλα της, μα φρόντισε να βγει μόνο ο αριστερός αγκώνας του.

- Για τράβα μας μία μαζί.

- Ανοίξτε λίγο ρε, να πάρω και το καράβι που μπαίνει στο λιμάνι.

Και εκείνη το κατάλαβε και χαμογέλασε στραβά, με εκείνο το αδιόρατο κολλημένο χαμόγελο στα χείλη της και λύγισε και λίγο το ένα γόνατο και έπιασε με τα δάχτυλα τη φούστα και έκανε πως θα τη σηκώσει.

Τέντωσε το χέρι πίσω προς το συρτάρι ανοίγοντάς το χωρίς να κοιτάξει και ψαχούλεψε στα τυφλά για το ψαλίδι. Έκοψε τη δική της φωτογραφία στο πλάι για να εξαφανίσει τον αγκώνα του άλλου και εκεί σχεδόν πάνω στη μέση της για να κάνει ζουμ στα πόδια.

Έβαλε τη δική του φωτογραφία από κάτω με τα μάτια να κοιτάνε προς τα πάνω και τη δική της από πάνω.

- Σήκωσε για μια φορά τη φούστα σου που να σε πάρει ο διάολος.

Τα δάχτυλά της έπιασαν καλά ανάμεσά τους το ύφασμα και το σήκωσαν αργά χαϊδεύοντας το ίδιο της το δέρμα. Και όλο ανέβαινε σαν να ήταν ατέλειωτα τα πόδια, λυγίζοντας εναλλάξ τα γόνατά της και τρίβοντάς τα μπούτια της. Και ικανοποιημένος έσκυψε πρώτα μπροστά και χώρισε το αλάτι από το πιπέρι.

- Χωρισμένα τα δαχτυλάκια, έξω από τα τσεπάκια.

Είπε κοροϊδευτικά και τέντωσε την πλάτη του και η καρέκλα στάθηκε μόνο στα δύο πίσω πόδια της, και εκείνη όλο και ανέβαζε το ύφασμα ακουμπισμένη πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.



Και αφού είδε τι κρύβει κάτω από τη φούστα της, σηκώθηκε να βγει, σίγουρος πως δεν θα ψάξει άλλο για τα πόδια της. Την άφησε να σηκώνει το ύφασμα και φόρεσε το μπουφάν του.

Έβαλε τα χέρια στις τσέπες και έπιασε κόκκους αλάτι και πιπέρι. Και εκείνη στάθηκε για μια στιγμή, σταμάτησε τα δάχτυλά της και από το άλλο μισό της φωτογραφίας του χάρισε ένα στραβό αδιόρατο χαμόγελο απ' το τραπέζι της κουζίνας.




  

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

"ας έρθει, ας κοπιάσει, ο αναμάρτητος"

Ο διάδρομος σκοτεινός, φως μόνο στην αρχή και στο τέλος του. Η οροφή εκατοστά από το κεφάλι σου να σε κάνει να αναρωτιέσαι πού περπατάς, πού είναι το ταβάνι και πού το πάτωμα.

Ξέρετε τι ώρα είναι; Δύο και πέντε.

Δύο νεαροί, από 22 μέχρι βαριά 25, έχουν γυρίσει το σώμα τους προς το παράθυρο μα δεν κοιτάνε έξω από αυτό, αλλά κάτω στο πλαστικό πάτωμα.

Δευτερόλεπτα πριν τους είχε φτύσει μια δίφυλλη μπλε πόρτα με την ένδειξη «απαγορεύεται η είσοδος».

Το επισκεπτήριο ήταν 1:30 με 2:00. Το ξέρετε ότι ίσως ήταν η τελευταία φορά που θα βλέπατε τη μάνα σας;

Εγώ φταίω, είπε ο μεγαλύτερος.

Κάθε επόμενη φορά που ένας από τους δύο πήγαινε να ανοίξει το στόμα του, εκείνος τους το έκοβε με το δείκτη του δεξιού χεριού.

Να πω κάτι. Μόνο αυτό. Τόλμησε μετά από λίγο ο νεότερος. Να τα πούμε όταν θα βγούμε από όλο αυτό.

Πλησίασα και του είπα να σταματήσει. Αν συμβεί κάτι θα μετανιώσει τις λέξεις που είπε. Θα τους έφταναν οι τύψεις τους, δε χρειάζονταν και τις κατηγορίες του. Και εξάλλου εκείνη δεν θα ήθελε να τους δει έτσι.

Ψέματα. Δεν πλησίασα.

-

Κατεβαίνοντας τη μαρμάρινη σκάλα, στο δεξί τοιχάκι της βάσης της στηριζόταν ένα πλάσμα που δεν ξεχώριζες το φύλο του. Γκρι πουλόβερ, ξεβαμμένο τζιν, κοντά γκρίζα μαλλιά και πολύ ψιλή φωνή. Τα χέρια στις τσέπες, το πρόσωπο στον ουρανό και τραγουδούσε ξανά και ξανά.

Ας έρθει, ας κοπιάσει, ο αναμάρτητος.  

Πλησίασα και του είπα να φύγει από εκεί. Να πάει να πει το τραγούδι του έξω από την εντατική στα αυτιά εκείνου που μάλωνε τους γιούς του.

Ψέματα. Δεν πλησίασα.

-

Καθένας μας είναι φτιαγμένος να κουβαλάει τα δικά του λάθη, τις δικές του αμαρτίες. Μερικοί από εμάς δεν αντέχουμε καν τους σωτήρες δίπλα μας.


Όπως και να έχει μερικά πράγματα είναι πιο σημαντικά από κάποια άλλα. Και διαπιστώνεις ότι η ψυχή σου μπορεί να βγει πιο ελαφριά από ότι μπήκε, μετρώντας ακριβώς τις ίδιες αμαρτίες στην έξοδο με αυτές στην είσοδο. 


Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

με τη μαρμελάδα στο πάτωμα

Στα μαύρα πλακάκια οκλαδόν. Στο δεξί καλάμι κάτι κόκκινες σταγόνες, δεν ξεχώριζε αν ήταν αίμα που βγήκε από το κόψιμο με τα γυαλιά ή μαρμελάδα φράουλα. Κόκκινες πιτσιλιές συμπλήρωναν τα κενά που άφηναν να τριανταφυλλάκια στο μαύρο φόρεμα. Κοίταζε μα δεν έβλεπε. Θρύψαλα το βάζο και ανακατεμένη μαρμελάδα φράουλα με μαύρα πλακάκια και διάφανα μικρά γυαλάκια. Μια μουτζούρα γεύσης στον καμβά.

*

Στην αποθήκη μέσα στα πεύκα, στο πίσω μέρος της αυλής, εκείνη που φαινόταν μόνο από το παράθυρο της κουζίνας πάνω από το νεροχύτη, εκεί που κρατούσαν το λάδι, τις ελιές, τα παστά και το κρασί, κάτω από τις σκιές, μέσα στην υγρασία, εκεί αποφάσισαν να κρύψουν τη μαρμελάδα φράουλα. Στο πιο ψηλό ράφι, πίσω από άλλα βάζα με περίεργα περιεχόμενα.

Στα κλεφτά μπήκαν στην κουζίνα της μάνας της. Στα κλεφτά την άρπαξαν, όταν το βάζο ήταν γυρισμένο ανάποδα, καυτό ακόμα. Στα κλεφτά έτρεξαν στην αποθήκη στο πίσω μέρος της αυλής, αλλάζοντας χέρια όταν το κάψιμο γινόταν ανυπόφορο για τις παλάμες. Στα κλεφτά την ανέβασε στην ξύλινη καρέκλα με τα τρία πόδια και τη μισοσκισμένη ψάθα και την κρατούσε σφιχτά -και τη μικρή και την καρέκλα- μέχρι να τεντώσει τα χέρια της να κρύψει τη μαρμελάδα φράουλα.

Συνήθιζαν να συναντιούνται κρυφά στην αποθήκη. Την κρατούσε για να κατεβάσει το βάζο, μέχρι που δε χρειαζόταν να ανεβαίνει πια στην καρέκλα. Σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών της, έγερνε μπροστά, στηριζόταν με το ένα χέρι στο πρώτο ράφι, τέντωνε το άλλο, με τα δάχτυλα έσπρωχνε προς τα έξω το βάζο, μέχρι που το έκλεινε στην παλάμη της. Όλη αυτή την ώρα εκείνος έτρεχε με το βλέμμα του τα ακροδάχτυλα των ποδιών, τις σφιγμένες γάμπες, έναν έναν τους σπονδύλους στην πλάτη της, τη χαράδρα που σχηματιζόταν στη μασχάλη της, το τεντωμένo χέρι και κατέληγε στα δάχτυλα του δεξιού της χεριού.

Μόλις εκείνη γυρνούσε, έκανε πως κοιτούσε αλλού. Γελούσε πονηρά και έκρυβε το βάζο πίσω από την πλάτη της προκαλώντας τον «Διάλεξε, δεξί ή αριστερό;». Την πλησίαζε αργά, μισοκλείνοντας τα μάτια, τύλιγε τα χέρια του γύρω της, μα δεν την ακουμπούσε πουθενά, μόνο τη φιλούσε απαλά στα χείλη, ελευθερώνοντας το βάζο πίσω από την πλάτη της ψιθυρίζοντας «το φιλί σου μυρίζει μαρμελάδα φράουλα». Και εκείνη γκρίνιαζε ημιλιπόθυμη από τη μη επαφή, «μα δεν έφαγα ακόμα».

Την ξάπλωνε, την έγδυνε, ανάμεσα στα πιθάρια με το λάδι, κάτω από τις κρεμασμένες ανάποδα για να ξεραθούν ρίγανες, έχωνε το δάχτυλο μέσα στο βάζο και ακουμπούσε λίγο μαρμελάδα φράουλα πάνω στο κορμί της. Στις άκρες των χειλιών της, στο λακκάκι στο λαιμό, στην ελιά δίπλα από τον αφαλό της, στους καρπούς των χεριών της, πίσω από τα γόνατα. Πρώτα έγλειφε το δάχτυλο του και μετά κάθε σημείο του κορμιού της που είχε μαρμελάδα φράουλα.

Εκείνος έμενε κατάκοπος από τις γεύσεις στο τσιμεντένιο δάπεδο και εκείνη όρθια να επιδεικνύει τη γύμνια της και να αφήνει το λιγοστό φως από της χαραμάδες να παίζει περίεργα παιχνίδια στο σώμα της, που τον ξελίγωναν πιο πολύ και από τη μαρμελάδα. Κρατούσε το βάζο και έκανε πως της πέφτει. Άτσαλα, παιδικά στην αρχή και εκείνος χαμογελούσε με τη βλακεία της. Αργότερα, κατάφερε να πείθει ότι η πτώση θα ήταν αληθινή και εκείνος ανασηκωνόταν τρομαγμένος σε κάθε κίνησή της. Τρεις τέσσερις φορές τον ρώτησε «άμα το ρίξω θα το πιάσεις;», «δεν θα το έκανες», «μη με προκαλείς» του απαντούσε και τις δύο από τις τέσσερις φορές, πριν καν ολοκληρώσει τη φράση της είχε σηκώσει ψηλά το χέρι και άφηνε το βάζο στο κενό. Βουτούσε και το έπιανε αυτός μπροστά στα γόνατά της. «Την επόμενη θα το αφήσω να σπάσει» γρύλιζε. Μα στη θέα των ποδιών της ξεχνούσε το θυμό και τον πανικό του. Εκείνη φάνταζε από τόσο χαμηλά, πανύψηλη, άπιαστη και αυτός μπορούσε να στέκεται στα πόδια της και αυτό αρκούσε. Άνοιγε το βάζο και ακουμπούσε λίγη μαρμελάδα φράουλα στο εσωτερικό των μηρών της. Έγλειφε το δάχτυλο του και μετά έχωνε το κεφάλι του εκεί ανάμεσα.




«Δεν έρχεσαι πια στην αποθήκη»

«Μα έχει μείνει μόνο ένα δάχτυλο από τη μαρμελάδα» τον κορόιδευε.

«Γι’ αυτό το ένα δάχτυλο, έπρεπε να έρχεσαι»

«Την έφερα στο σπίτι. Διάλεξε. Δεξί ή αριστερό;»

«Διάλεξε εσύ, δεν παίζω άλλο»

«Κοίτα. Θα μου πέσει».

Διάλεξε χέρι μόνη της και χαμογελώντας το σήκωσε ψηλά. Άφησε το βάζο να πέσει και έμεινε χωρίς να κατεβάσει το χέρι περιμένοντας να τον δει στα γόνατά της. Εκείνος καρφωμένος να κοιτά χωρίς να κουνήσει ούτε τα μάτια του.

Το βάζο έγινε θρύψαλα στα μαύρα πλακάκια του σπιτιού και το πάτωμα γέμισε μαρμελάδα φράουλα.

«Μπορείς να σκύψεις τώρα, να γλείψεις και εσύ. Πίστεψέ με, δεν έχει διαφορά στη γεύση ή στην υφή. Γυαλιά είχε μέσα στο βάζο και πριν το σπάσεις.»

Γύρισε και έφυγε. Εκείνη κάθισε οκλαδόν δίπλα από τα κομμάτια της.

*

«Θα μείνω να γλείφω το ένα δάχτυλο μαρμελάδα φράουλα από το πάτωμα μαζί με τα γυαλιά, αφού πίστεψες ότι τόσο καιρό μόνος σου δοκίμαζες. Κοίτα μόνο να έχεις χορτάσει στα αλήθεια, γιατί πάλι μαζί θα βάζουμε τις γλώσσες μας στο πάτωμα.»


Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

στη σελίδα που δε θυμάμαι αριθμό

«Τι διαβάζεις;»

Έκλεισε το βιβλίο, αφήνοντας το δείκτη να ασφυκτιά στη μισοτελειωμένη σελίδα.

«Για να δω.»

Πίεσε με το χέρι του εξώφυλλο και οπισθόφυλλο, το τράβηξε προς το μέρος του, μειώνοντας κι άλλο το βιώσιμο χώρο στο δείκτη.

«Να ανασάνω.» Είπε και τράβηξε με δύναμη το βιβλίο με το ετοιμοθάνατο δάχτυλο.

«Γι αυτό φεύγεις; Για να ανασάνεις;»

Άνοιξε  λίγο το βιβλίο. Κάτι λέξεις στη σελίδα χάριζαν στο δείκτη της κάτι τελευταίες ανάσες δικές τους και έτσι τα κατάφερε. 

«Εσύ με έπνιξες», είπε  κάτι σα γλώσσα πίσω από τα δόντια της. Τα πόδια της μετέωρα σε ένα πεζούλι πάνω από τη θάλασσα. Στα ρηχά δύο τρία καβούρια φώναζαν, έλα να πνίξεις εδώ, σε μια στάλα νερό και τα δέκα δάχτυλα των ποδιών σου.

Πώς το είχε γράψει τότε…;

«Πες. Γι’ αυτό φεύγεις;»  Δεν την είχε ακούσει και ας χάζευε τα μισάνοιχτα χείλη μπροστά από τα δόντια της.

«Όχι. Δε φεύγω γι’ αυτό. Είναι τρία εκατομμύρια άλλοι λόγοι. Τι με ρωτάς.»

«Καλά.» Να λες καλά. Να δείχνεις άθλια. «Δε θέλω να πάρεις τίποτα δικό μου μαζί σου.»

Γαμώτο, πώς το είχε γράψει…;

Άρπαξε το βιβλίο από τα χέρια της και έφυγε. Εκείνη έβαλε τις παλάμες κάτω από τα μπούτια και έμεινε να ακούει τα καβούρια να μιλάνε για πνιγμούς.




*
- Βλέπεις πώς κάνει πίσω το νερό; Αρπάζοντας με δύναμη ό,τι βρει πάνω, ανάμεσα στα βράχια, ακόμα και στην πιο μικρή σχισμή; Έτσι νιώθω και εγώ. Να με αδειάζεις. Τραβάς από μέσα μου ό,τι έχω, βίαια καμιά φορά. Και όλα αυτά ενώ βλέπω το επόμενο να έρχεται. Με μεγαλύτερη μανία.

- Κι εγώ σε βλέπω να κάθεσαι στο βράχο, κουνώντας τα πόδια λίγο ανέμελα, βλέποντας το κύμα να έρχεται χωρίς να κάνεις πίσω, χωρίς να φοβάσαι. Ξέρεις ότι μέρος του θα σκάσει στο βράχο και όμως και πάλι θα χτυπήσει δυνατά. Και το κύμα έρχεται, χυμάει, ξέροντας ότι θα σπάσει, θα πονέσει, αλλά δε μπορεί να γυρίσει πίσω, δε μπορεί να κάνει τίποτα άλλο. Και μένεις εσύ και το κύμα κλειδωμένοι και οι δύο σε μια προσμονή που φαίνεται αιωνιότητα.

- Θάλασσα είσαι, δεν είσαι κύμα. Και κάνω τόση προσπάθεια να φαίνεται ανέμελο αυτό το κούνημα στα πόδια.

- Κι εγώ σου χαϊδεύω απαλά τα πόδια και τις γάμπες με χίλιες γλώσσες αλμυρές, ζυγίζοντάς σε.

- Τι να ζυγίσεις, δεν έχει μείνει τίποτα. Με την πρώτη επαφή θα σπάσω. Εκατομμύρια σταγόνες θα γίνω. Θα με σκορπίσει ο άνεμος.

- Και θα τις πιω όλες. Θα τις τραβήξω μέσα μου στο βυθό.

*

Έτσι το έγραψε. Ακριβώς έτσι.

«Τίποτα δικό σου δε θα πάρω μαζί μου. Μη σε νοιάζει. Τίποτα δε θα σου κρατήσω. Ούτε μια σταγόνα.»