Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

στη σελίδα που δε θυμάμαι αριθμό

«Τι διαβάζεις;»

Έκλεισε το βιβλίο, αφήνοντας το δείκτη να ασφυκτιά στη μισοτελειωμένη σελίδα.

«Για να δω.»

Πίεσε με το χέρι του εξώφυλλο και οπισθόφυλλο, το τράβηξε προς το μέρος του, μειώνοντας κι άλλο το βιώσιμο χώρο στο δείκτη.

«Να ανασάνω.» Είπε και τράβηξε με δύναμη το βιβλίο με το ετοιμοθάνατο δάχτυλο.

«Γι αυτό φεύγεις; Για να ανασάνεις;»

Άνοιξε  λίγο το βιβλίο. Κάτι λέξεις στη σελίδα χάριζαν στο δείκτη της κάτι τελευταίες ανάσες δικές τους και έτσι τα κατάφερε. 

«Εσύ με έπνιξες», είπε  κάτι σα γλώσσα πίσω από τα δόντια της. Τα πόδια της μετέωρα σε ένα πεζούλι πάνω από τη θάλασσα. Στα ρηχά δύο τρία καβούρια φώναζαν, έλα να πνίξεις εδώ, σε μια στάλα νερό και τα δέκα δάχτυλα των ποδιών σου.

Πώς το είχε γράψει τότε…;

«Πες. Γι’ αυτό φεύγεις;»  Δεν την είχε ακούσει και ας χάζευε τα μισάνοιχτα χείλη μπροστά από τα δόντια της.

«Όχι. Δε φεύγω γι’ αυτό. Είναι τρία εκατομμύρια άλλοι λόγοι. Τι με ρωτάς.»

«Καλά.» Να λες καλά. Να δείχνεις άθλια. «Δε θέλω να πάρεις τίποτα δικό μου μαζί σου.»

Γαμώτο, πώς το είχε γράψει…;

Άρπαξε το βιβλίο από τα χέρια της και έφυγε. Εκείνη έβαλε τις παλάμες κάτω από τα μπούτια και έμεινε να ακούει τα καβούρια να μιλάνε για πνιγμούς.




*
- Βλέπεις πώς κάνει πίσω το νερό; Αρπάζοντας με δύναμη ό,τι βρει πάνω, ανάμεσα στα βράχια, ακόμα και στην πιο μικρή σχισμή; Έτσι νιώθω και εγώ. Να με αδειάζεις. Τραβάς από μέσα μου ό,τι έχω, βίαια καμιά φορά. Και όλα αυτά ενώ βλέπω το επόμενο να έρχεται. Με μεγαλύτερη μανία.

- Κι εγώ σε βλέπω να κάθεσαι στο βράχο, κουνώντας τα πόδια λίγο ανέμελα, βλέποντας το κύμα να έρχεται χωρίς να κάνεις πίσω, χωρίς να φοβάσαι. Ξέρεις ότι μέρος του θα σκάσει στο βράχο και όμως και πάλι θα χτυπήσει δυνατά. Και το κύμα έρχεται, χυμάει, ξέροντας ότι θα σπάσει, θα πονέσει, αλλά δε μπορεί να γυρίσει πίσω, δε μπορεί να κάνει τίποτα άλλο. Και μένεις εσύ και το κύμα κλειδωμένοι και οι δύο σε μια προσμονή που φαίνεται αιωνιότητα.

- Θάλασσα είσαι, δεν είσαι κύμα. Και κάνω τόση προσπάθεια να φαίνεται ανέμελο αυτό το κούνημα στα πόδια.

- Κι εγώ σου χαϊδεύω απαλά τα πόδια και τις γάμπες με χίλιες γλώσσες αλμυρές, ζυγίζοντάς σε.

- Τι να ζυγίσεις, δεν έχει μείνει τίποτα. Με την πρώτη επαφή θα σπάσω. Εκατομμύρια σταγόνες θα γίνω. Θα με σκορπίσει ο άνεμος.

- Και θα τις πιω όλες. Θα τις τραβήξω μέσα μου στο βυθό.

*

Έτσι το έγραψε. Ακριβώς έτσι.

«Τίποτα δικό σου δε θα πάρω μαζί μου. Μη σε νοιάζει. Τίποτα δε θα σου κρατήσω. Ούτε μια σταγόνα.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου