Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

δε θέλω να θυμάμαι

Το πρωί έβγαλα τρία καρύδια με τα τσόφλια στο μπαλκόνι. Έχω κάνει συμφωνία με τις κάργιες του  μη οικοδομήσιμου απέναντι. Τα αφήνω στο τραπέζι και εκείνες έρχονται και τα παίρνουν.

Θυμάμαι τη γιαγιά μου, από το μπαμπά. Κάθε που είχε κρύο ή χιόνιζε, άνοιγε μια χαρτοπετσέτα έβαζε στη μέση μια καθαρή πετρούλα και σκόρπιζε γύρω της ψίχουλα από το ψωμί.

Για τα σπουργίτια, έλεγε. Τώρα που έχει χιόνι δε βγαίνουν τα σκουλήκια.

Τη θυμάμαι μέχρι που πήγα δεκαοχτώ. Εκείνη από τα δεκατρία και μετά δε με θυμόταν. Άρχισε να μπερδεύει το όνομα μου. Με έλεγε με το όνομα του αδερφού μου, του μπαμπά, της μαμάς. Θύμωνα. Μετά δεν είχε ονόματα να μας πει. Μας έλεγε καλέ. Μετά έκαψε το φαγητό κάνα δυο φορές. Θύμωνα πιο πολύ. Μετά η αδερφή της άρχισε να κλειδώνει τις καγκελόπορτες της αυλής. Κρεμόταν από τα κάγκελα και περίμενε το μπαμπά μου να γυρίσει από τα καράβια, ενώ εκείνος στεκόταν πίσω και ρωτούσε ποιον περιμένει. Μετά κλειδώναμε και τις πόρτες του σπιτιού. Ούτε στην αυλή να μη βγει. Μετά καθόταν σε μια καρέκλα ειδικά για εκείνη. Μετά μόνο στο κρεβάτι. Θύμωνα τόσο πολύ.

Ένιωθα δεν θα τη συγχωρήσω ποτέ. Με τάιζε, μου έπλενε τα πόδια, το πρόσωπο. Κάποιος άλλος έκανε τα ίδια για εκείνη. Στα μάτια μου ανεπίτρεπτο. 

Πέντε χρόνια μετά που να αντέξει ό,τι είχε απομείνει από εκείνη ένα απλό κρύωμα.

Έβγαινε να ταΐσει τα σπουργίτια μέσα στο χιόνι! Πώς να μην κρυώσει!

Στα δεκαοκτώ μου και μιλούσα όσο σκληρά και ανόητα μιλάει ένα μικρό παιδί. Μόλις την είδα στο τραπέζι της κουζίνας μόνο κατάφερα να απαντήσω εγωιστικά ώριμα στα μοιρολόγια.

Η γιαγιά μου είναι καλύτερα έτσι. 

Θυμάμαι να τη συγχώρεσα. Κάποια άδεια μεσημέρια όμως νιώθω θυμό ακόμα. Μεγάλο θυμό. Γίνομαι μικρό παιδί, με φαγωμένα γόνατα, ξεραμένα μυξοκλάματα, τα χέρια σφιχτές γροθιές στο πλάι, σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών, κοιτώ με θράσος στον ουρανό τα μάτια της και γκρινιάζω


Γιατί δε με έμαθες πως το κάνεις; Γιατί δε μου το έμαθες και αυτό; Γιατί; Αφού σου είπα δε θέλω να θυμάμαι.

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

άπλυτα

Προσπαθώ να μαζέψω τα άπλυτα. Η ώρα είναι κάπου 3:30 το μεσημέρι και πρέπει να προλάβω το νυχτερινό ρεύμα. Σκούρα θα βάλω, κάλτσες, τζιν, στους 90, να τα κάψω.

Έχω σκύψει να μαζέψω κάτι κάλτσες και μου φαίνονται αδικαιολόγητα βαριές. Το ίδιο και ένα μαύρο φανελάκι του.

Δεν προλαβαίνω να βάλω το επόμενο άπλυτο ρούχο στον κάδο και στέκεται μπροστά μου.

Στο δεξί ένα τζιν από το μπατζάκι που σέρνεται ακόμα στο πάτωμα, δεν πρόλαβα ούτε τη ζώνη να βγάλω και η αγκράφα γδέρνει τα πλακάκια. Στο αριστερό πρόλαβε να βάλει το χέρι του, αυτό και τίποτε άλλο.

- Τα εισιτήρια για Αγγλία το Φεβρουάριο είναι 60 ευρώ.

- Πήγαινε-έλα;

- Όχι ρε χαζή, τι σε νοιάζει το έλα;

Το τζιν πέφτει ολόκληρο στο πάτωμα. Πριν προλάβω να τον αγκαλιάσω χτυπάει το τηλέφωνο επίμονα.

Τρέχω στο διάδρομο και ακούω πίσω μου η μάνα σου πάλι!, χαμογελάει και το βλέπω χωρίς να γυρίσω να τον κοιτάξω.

Χαρούμενη ακούγεσαι παιδί μου. Και εγώ σε πήρα πάλι γιατί ο μπαμπάς εδώ έχει κέφια. Γυρνάει γύρω γύρω και όλο μονολογεί "τι καλός μπαμπάς που είμαι πήρα γαρίδες για την κόρη μου". Ήθελα να τον ακούσεις.

Δεν τον άκουσα. Άκουσα το κουμπί του πλυντηρίου να γυρνά στο πρόγραμμα για τα ευαίσθητα. Και το πρόσωπο μου μπήκε στην πρόπλυση. Ευτυχώς ο μπαμπάς δεν έχει ιδέα για τους 90 βαθμούς που ετοιμάζω. Προς το παρόν.

Με βλέπω να κουβαλάω άπλυτα. 

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

λογαριασμοί

Πόσα xaxa μπορούν να περιγράψουν το αυθόρμητο γέλιο σου;

Πόση θλίψη να μεταδώσει μια στραβή γραμμή και μια άνω κάτω τελεία;

Τι φατσούλα μπορεί να αντικαταστήσει το πονηρό χαμόγελο σου;

Πόσα ρ μπορείς να γράψεις στο τρέμω για να το περάσεις από την οθόνη;

Πόσες συλλαβές να κόψεις και από πού για να πεις ότι σου κόπηκε η ανάσα;

Πόσα ορθογραφικά λάθη μπορούν να προδώσουν την ταραχή σου;

Πως θα προλάβεις να ενεργοποιήσεις το caps lock, για να φωνάξεις ότι σε πνίγει, να τονίσεις ένα δεν;  

Με τι αποσιωπητικά θα μεταφέρεις τις λέξεις που σβήνουν στο στόμα σου;

Ποια λέξη είναι ικανή να μεταφέρει τη σιωπή σου;

Ποιο θαυμαστικό να χτυπήσει όπως το χέρι σου στο τραπέζι;

Πως ένα log in θα αντικαταστήσει την παρουσία σου και ένα log out να αναπαραστήσει τη φυγή σου;

Πόσα αιτήματα φιλίας, like, σχόλια χρειάζονται για να ενώσουν δύο ζωές και πόσες διαγραφές, block ή report χρειάζονται για να τις χωρίσουν; 

Μάλλον έτσι δεν ανοίγουν λογαριασμοί, ούτε και κλείνουν όμως. Οι οθόνες δεν κάνουν καμπύλες εκεί στο μάγουλο και ένα χέρι από την άλλη μεριά δε μπορεί ούτε να χαϊδέψει πρόσωπο ούτε να ρίξει χαστούκι. 

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

εδώ

Στον ήχο του μηνύματος άνοιξε τα μάτια. Ήταν ξύπνια. Κάθε μέρα εδώ και ενάμιση χρόνο από τις τέσσερις μέχρι τις έξι παρά δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Δε σηκωνόταν όμως από το κρεβάτι. Και που να πήγαινε εξάλλου. Ανάσκελα με τα μάτια κλειστά σαν να περίμενε απλά να πάει έξι παρά κάτι για να κοιμηθεί καμία ώρα γυρίζοντας στο πλάι και ύστερα να σηκωθεί.

Το δωμάτιο φώτισε από το αναμμένο κινητό στο πάτωμα δίπλα της. Γύρισε το κεφάλι και έμεινε να το κοιτά μέχρι να βυθιστεί το δωμάτιο πάλι στο σκοτάδι. Άπλωσε το χέρι, το πήρε και το έκρυψε κάτω από το μαξιλάρι. Νόμιζε ότι είχε συμμορφωθεί. Τον είχε διώξει με κάθε δυνατό τρόπο από κοντά της. Αλλά για μιάμιση ώρα κάθε ξημέρωμα τον περίμενε.

Θα σε περιμένω. Μη με στοιχειώσεις. Ψέλλιζαν τα γράμματα στην οθόνη.

Ξεφύσησε και χαμογέλασε πικρά. Ακόμα και σε τέτοια χαμόγελα το άτακτο λακκάκι στο αριστερό μάγουλο έκανε την εμφάνιση του.

Δαίμονας είμαι, του επέμενε, θα σε πληγώσω προγραμματισμένα. Και εκείνος τη χάιδευε με λέξεις και της ψιθύριζε στο ακουστικό, άγγελος είσαι.

Τώρα και εκείνος δαίμονα τη βλέπει που θα τον στοιχειώσει.

Πέντε μέρες μετά βρέθηκε μπροστά στην πόρτα τους. Όχι μόνη της. Ποτέ μόνη της.

Την είχε απειλήσει ξεκάθαρα.

Όσο για τη μυρωδιά θα κλέψω. Σε έναν τυπικό ασπασμό, σε γενέθλια, σε γιορτή, θα κλέψω. Εκεί πίσω από το αυτί, που δεν πιάνει μύρο. Εκεί που θα μυρίζεις σαν μωρό.

Μάτια κάτω, δύο δεξιά χέρια, ένα ιδρωμένο καυτό και ένα παγωμένο νεκρό.

Θέλω να μάθω τα πάντα. Να σταθείς μπροστά μου σαν πτώμα στον ιατροδικαστή.

Δεν είδα αν έσκυψε εκείνος πρώτος ή αν εκείνη πρόλαβε και έγειρε το λαιμό της δεξιά κλείνοντας τα μάτια.

Δε ξαναμίλησαν σχεδόν καθόλου. Δεν στάθηκαν ούτε στα δύο μέτρα.

Όταν θα σε δω, δε θα χρειάζεται να μου μιλάς. Θα με κατευθύνεις με τα μάτια.

Τον πλησίασε και τον ρώτησε που είναι η τουαλέτα. Κατέβασε το χέρι του στη μέση της. Εκείνη κοίταξε πρώτα το χέρι του και μετά εκείνον. Το πήρε σα μαλωμένο οχτάχρονο παιδί. Την οδήγησε με τη σκιά του. Πάτησε αντί για εκείνη το διακόπτη για το φως και άρπαξε το πόμολο της πόρτας πριν το πιάσει εκείνη και χαθεί πίσω από την κλειστή πόρτα.

Εγκλωβίζομαι μέσα σου. Μέσα από εσένα ζω όλο και περισσότερο. Με ρουφάς σα δίνη. Που θα με πετάξεις δεν ξέρω. Μιλούσε στην κλειδαριά.

Ότι και αν γίνει, ακόμα και όταν περάσουν χρόνια χωρίς μια λέξη, να ξέρεις ότι εκεί που θα έχω πετάξει εσένα, θα έχω πετάξει και τον εαυτό μου. Δεν περίμενε να της απαντήσει. Κατάφερε να αποσπάσει το πόμολο από το παράλυτο χέρι του και κρύφτηκε πίσω από κλειστές πόρτες.

Ήθελε να της πει, και τι δεν ήθελε να της πει. Καλύτερα που δεν είπε τίποτα. Θα της υποσχόταν ότι θα ήταν πάντα εδώ για εκείνη. Και ήξεραν και οι δύο ότι δεν θα ήταν.


Κανείς για κανέναν δε μπορεί να είναι πάντα εδώ.

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

cafe racer

Ένα ποστ για όσο κρατήσει ένα τραγούδι. Αυτό το τραγούδι.

Να ξεκινήσεις με κεφαλαίο και να προλάβεις να βάλεις την τελευταία σου τελεία. Σε 5,29 ακριβώς χωρίς τις διαφημίσεις του youtube. Και αν δεν τα καταφέρεις, θα σου τραβήξουν τη σελίδα από μπροστά σου. Δεν θα προλάβεις να ολοκληρώσεις την τελευταία σου λέξη και η μύτη θα γράψει μια άτσαλη τρεμάμενη γραμμή, που θα συνεχίσει πάνω στο τραπέζι μέχρι να σηκώσεις τα μάτια να δεις ποιος τράβηξε τη σελίδα.

Και θα έχεις χάσει. Και η εικόνα σου θα είναι σαν του διψασμένου που σαν έκανε να βάλει το ποτήρι με το νερό στο στόμα ένα χέρι το πήρε και το σκόρπισε στο πάτωμα. Και ενώ εντοπίζεις το δεξί σου χέρι, αδυνατείς να βρεις το αριστερό.

Έχεις 5,29 και διαπιστώνεις ότι δεν ξέρεις για τι ήθελες να γράψεις. Και σου έρχεται το μονάκριβο που έχασες, το μοναδικό που δεν ξέχασες. Απλώνεις το αριστερό χέρι να χαιδέψεις το σημάδι στην πλάτη. Και πριν ανακουφίσεις τη φαγούρα διαπιστώνεις ότι το τραγούδι τελειώνει, παίρνεις το αριστερό χέρι από την πλάτη και αρπάζεις τη μισογραμμένη σελίδα και την τραβάς ενώ το δεξί κοιτά ξαφνιασμένο.

Στο 5,28 το μισό σου που φτιάχνει και το μισό σου που χαλάει.


Νομίζω έχασα.

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

(δε βρίσκω τίτλο)

Τον θυμάται να πλησιάζει σαν μια λευκή σελίδα.

Και όταν την έφτασε η παρουσία του έγινε μια απόλυτη, δηλωτική τελεία.

Τα βλέμματα που ανταμώθηκαν πρώτη φορά γέμισαν θαυμαστικά.

Και όλες οι απαντήσεις χαρίστηκαν στα πόδια του αχρηστεύοντας ερωτηματικά.

Ανάσα κατάφερε να πάρει μόνο σε μια δική του άνω τελεία.

Κανένας χωρισμός λογικός ή παράλογος δεν απαιτήθηκε την ώρα εκείνη και πήγανε χαμένα τόσα κόμματα.

Όσα ήτανε να αναλυθούν είχαν αναλυθεί από πρώτα και ίδια τύχη είχανε οι άνω και κάτω τελείες.

Κανένας διάλογος δε στάθηκε δυνατός, σαν να μιλούσανε μαζί, πάνε κι οι παύλες.

Τίποτα δευτερεύον και επεξηγηματικό, όλα σημαντικά έξω από διπλές παύλες και παρενθέσεις.

Κάθε άγγιγμα να ομολογεί τις ίδιες δύο λέξεις ξανά και ξανά, ειπωμένες ολόκληρες χωρίς ομοιωματικά.

Να θυμίσει κανείς στον άλλο τίποτα δε χρειάστηκε άδικα και τα εισαγωγικά. 

Κάθε φορά που τα θυμάται, είχε να πει και άλλα πολλά μα δεν πρόλαβε να βάλει αστερίσκους.

Όταν την άφησε η απουσία του έγινε μαχαίρια αποσιωπητικά.


Και τον θυμάται να φεύγει σαν μια λευκή σελίδα που δεν θα γραφτεί ποτέ ξανά.

δήλωση

Πριν κάτι μέρες τα έβαλα με έναν κόκορα. Εννοείται νίκησα. Τι να σου κάνει το ζωντανό ψόφιο.

Αυτά είναι τα καλά να έχεις συγγενείς σε χωριό. Τα κακά είναι που το κοτόπουλο έρχεται ολόκληρο. Σε σακούλα. Ευτυχώς όχι μαύρη. Και το λαρύγγι κομμένο οριακά κάτω από το λειρί. 

Πολύ μαύρο και πολύ κίτρινο, βρομούσε κοτοπουλίλα, έτσι όπως πρέπει να βρωμάνε όλα τα κοτόπουλα.  Λίγο λιπόσαρκο μου φάνηκε, μάλλον θα είχε πέσει πολύ κυνηγητό με τις κότες.

Το ξάπλωσα στο νεροχύτη και έβγαλα τα μαχαίρια μου. Ένιωθα να έχω σμίξει τα φρύδια Είχα σηκώσει και το πάνω χείλος σε μια έκφραση αηδίας. Προσπαθούσα να παίρνω όσο πιο κοφτές ανάσες γινόταν. Είχα βάλει και το νερό να βράζει να το θερμίσω που λέει και η γιαγιά μου.

Τα μαχαίρια μου δεν τα κατάφερναν να το κόψουν. Οπότε έπιασα και με τα δυο χέρια και άρχισα να τραβάω μέλη όπου υπήρχε άρθρωση. Έπρεπε να το κόψω. Έπρεπε να φάμε. Η προσπάθεια μου με έκανε σιγά σιγά να συνηθίζω. Να ξεχνάω την αηδία μου. Στο πρώτο κρακ που έκαναν τα κόκαλα στάθηκα για να καταλάβω τι είχα κάνει. Και δεν ήταν και ακριβώς κρακ. Κρικ, πιο γλυκό. Ενοχλήθηκα για δευτερόλεπτα και συνέχισα, αφού συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να τα καταφέρω.

Το διαμέλισα όλο με τα χέρια. Μέχρι να κόψω το μισό το είχα συνηθίσει. Στο τέλος κοίταξα και με καμάρι τι είχα κάνει. Το έβαλα να βράσει. Έχυσα το αίμα από τη λεκάνη που το έπλυα στο νεροχύτη, έκλεισα καλά τη σακούλα με ότι είχα πετάξει, την κατέβασα στον κάδο και έπλυνα με ξύδι και χλωρίνη.

Μισή ώρα μετά το σπίτι μοσχοβολούσε κοκκινιστό χωριάτικο κοτόπουλο με μπαχάρι, γαρύφαλλο και κανέλα. Τίποτα δεν ομολογούσε ότι είχα κάνει κομμάτια ένα ψόφιο ζωντανό πριν από λίγο. Ούτε κοτόπουλο ούτε ζημιά. 

Το σέρβιρα με κάτι χωριάτικες χυλοπίτες και έγινε χαμός. Δεν έμεινε τίποτα. Εκεί που ήμουν έτοιμη να ξανακαμαρώσω δήλωσα:



Αυτό με το κοτόπουλο μην ξαναγίνει.

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

the Gravedigger's Song

Και να ‘τανε αληθινή μα ευτυχώς δεν είναι.  Μα πιο αληθινή δε γίνεται να είναι.

Τη μάζεψα στο ίντερνετ. Και αν ήτανε στο χέρι μου θα την κατέβαζα τελείως. Στα μάτια τους φθηνή μη γίνει. Την έκρυψα όχι πολύ καλά ομολογώ, σε ένα φάκελο στην επιφάνεια εργασίας μου, με όνομα pou mou aresoun. Την άφησα εκεί να σκανδαλίζει τα υπόλοιπα που μου αρέσουν, κάτι χαρωπές χρωματιστές και άλλες έξυπνες με νόημα φωτογραφίες.

Να τη σκεπάσω ήθελα και αυτή εκεί, να ανακατεύει τα μαλλιά της με το χώμα, να τεντώνεται, να αναδιπλώνεται, να αιωρείται πάνω από πλάκες πεζοδρομίου και να μην της φτάνει. Να αλλάζουν οι εποχές, να πέφτουνε τα φύλλα και πάλι να φορτώνονται τα δέντρα και αυτή εκεί. Κινούμενη ασάλευτη.

http://www.youtube.com/watch?v=mVCNSZPPr9M
Που δέρμα να αγγίξεις και να μην καείς; Πώς να μη δεις εκεί στους αστραγάλους το δέρμα πως ζαρώνει, αυλάκια να χυθείς. Και στο λαιμό τα κόκαλα, στο στέρνο, πως διαγράφονται με την ανάσα που χει πάρει. Να δέσεις μια θηλιά και να πνιγείς και εσύ και αυτή.

Γυναίκα και εγώ, με γάμμα το μικρό κοντά της, μα δε μπορώ να τη ζηλέψω. Ακόμα και αν τα μάτια μου τα στήθη της λιγώνουν δε μπορώ. Μόνο να τη χαζεύω.

Και κάθε φορά που την κοιτώ κάτι άλλο αντικρίζω και με γραπώνει και με σέρνει εκεί. Σε όλες τις φορές, δε θα τις κρίνω, που δόθηκα και μου δωσαν. Απόλυτα, ολοκληρωτικά, έστω για μια στιγμή. Κλεφτά και τίμια, κρυφά ή φανερά. Και ας μη θυμάμαι πια ονόματα και ας μη θυμούνται το δικό μου.


Μ’ αυτή στα μάτια μου ξεχνώ και δε θα ξεχωρίσω, στάχτες που μ’ άφησαν ή άφησα. Θα μένει μόνο η φωτιά όπως ανάβει στο κορμί της. Πυρακτωμένος ο χαλκός, έτοιμος για να λιώσει, εκεί στα κόκκινα αιώνια η τυχερή θα καίγεται, πίσω από τα κλειστά της βλέφαρα κανέναν να μη νιώθει. Μόνο τον εαυτό της.

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

σηκωμένο μολύβι

Τίποτα από όλα αυτά δεν τα άκουγε πρώτη φορά. Δεν ήταν λέξεις που δεν τις είχε ξαναδεί γραμμένες. Με αυτή ή και με άλλη σειρά. Λέξεις που θα τις συναντούσε ξανά και ξανά. Θα τις διάβαζε σε μάτια αγαπημένα και όχι.

Μα έγινε σαν να γεννήθηκαν μαζί. Εκείνος, το μολύβι, το χαρτί και εκείνη. Ποιος έδωσε σε ποιον τις λέξεις ποτέ δεν έμαθαν. Ποιος τις πήρε νιώθουν σίγουροι ότι το ξέρουν.

Και άρχισαν να ζουν μέσα σ’ αυτό. Και εκείνος έγραφε για να συμβούν και αυτά να ‘χουν συμβεί από πρώτα. Μάτια που δεν ειδώθηκαν ποτέ, χέρια που έμειναν ανέγγιχτα, μέλη να υποφέρουν λες και ενώθηκαν κάπου κάποτε και τώρα πεθαίνουν αργά στην απουσία.

Τον διάβαζε και την έγραφε. Σε λέξεις μικρές, απλές, χιλιοειπωμένες. Μα πιο πολύ στις παύσεις, στα κενά και στα σημεία στίξης. Στις προτάσεις που ξεκινούσαν με μικρό και έμεναν μετέωρες χωρίς μια τελεία, ένα θαυμαστικό. Σε σελίδες λευκές. Κλειδωμένες.

Πολλές φορές την έσπασε στη μύτη του μολυβιού βάζοντας τελεία άτσαλη. Μα ξεκινούσε άλλη πρόταση αμέσως με το χέρι του να τρέμει. Άλλες εκείνη τον κορόιδευε κάνοντας κούνια στο μολύβι, γράφοντας μουτζούρες και μετά κλαψούριζε δεν θα το ξανακάνω.

Τις ίδιες λέξεις ξανά και ξανά, για να την αγαπά, να τη μισεί. Να την ολοκληρώνει και να την αφήνει μισή. Να τη σπάει σε κομμάτια και να την κολλά. Να την κρατάει εγωιστικά δική του και να τη δίνει δανεική.

Δανεική και αγύριστη θα μείνει. Το μολύβι σηκώθηκε, το χαρτί κιτρίνισε. Τη βλέπω καμιά φορά να πηδά να βγει από το χαρτί να προσπαθεί να φτάσει το μολύβι. Κάτι αξημέρωτα τα καταφέρνει. Αρπάζει το μολύβι και το γυρνά στον εαυτό της. Κάνει να γράψει, μα σπάνια θα βρει τις λέξεις και όταν τις βρει δεν θα ‘χει χώρο να τις γράψει. Και αρχίζει και γράφει πάνω της και χαράζει, γδέρνεται, σκάβει τον εαυτό της. Νομίζει θα ανακουφιστεί μα πιο πολύ πληγώνεται. Και όσο και να προσπαθεί ακόμα και το «και» ίδιο με εκείνου ποτέ δεν θα το γράψει.

Και όταν καμιά φορά τους βλέπω, έξω από το χαρτί, να ζουν, ζωές δικές τους, ξεχωριστές, τίποτα δε θυμίζει τους εαυτούς που είχαν. Μόνο στιγμές που σκύβουν, οι τώρα εαυτοί για να μαζέψουν κομμάτια που έσπασαν των εαυτών που έχασαν, βλέπω μουτζουρωμένες λέξεις στην παλάμη του αριστερού χεριού τους.


Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

super κόμποι

- Που είσαι παιδί μου τόση ώρα; Σε έχω πάρει ένα σωρό τηλέφωνα.

- Και ανησύχησες; Στο supermarket ρε μάνα. Τι ανησυχείς;

- Ε, δεν σε είχα ακούσει όλη μέρα. Τι καλό πήρατε;

Χαζή αυτή, χαζή και εγώ. Άκου τι πήρατε. Γέρνω αριστερά, τραβάω και το καλώδιο μαζί με το ακουστικό και χρησιμοποιώ τις ακτίνες Χ που έχω για να διακρίνω τι έχει μέσα η σακούλα, γιατί από μυαλό είχα ξεμείνει.

Και αρχίζω.

- Τα βασικά. Γάλα. Δημητριακά. Βούτυρο. Νομίζω και ένα Ava. Δε βλέπω.

- Τι δε βλέπεις. Δε θυμάσαι; Φρούτα; Δεν πήρες φρούτα;

- Είχα πάει το πρωί λαϊκή ρε μάνα.

- Μπράβο παιδί μου.

Καμαρώνει η χαζή νούμερο δύο που είπε μπράβο η μαμά, που πήρε φρούτα από τη λαική. Που δε μπορεί να διακρίνει το τρία μπροστά από το ένα και νομίζει ώρες ώρες ότι ακόμα είναι ενός έτους.

Το χρειαζόμουν όμως. Αυτό το παιδί μου. Αυτό το μου. Αυτό που κρύβει το μου ενός γονιού. Αυτό που σε κάνει να νιώθεις ότι και ο ουρανός να πέσει στο κεφάλι σου αυτό το μου θα σε γλιτώσει.

Χρόνια τώρα παρόμοια εικόνα. Σε κάθε πόλη σε κάθε κατάστημα. Μια σοκολατιά, τσιγγάνα, όλο το πρόσωπο δυο όμορφα μάτια, με βαμμένα μαλλιά κακό καφέ και ένα μωρό στην αγκαλιά. Μωρό. Όπως λέμε ΜΩΡΟ. Ενός, δύο; Μηνών. Ξανθό (τι καλά!). Έτσι για να έχει και σασπένς. Σε κοιτάει από χαμηλά. Τα μάτια όλο ασπράδι και λίγο μαύρο, ότι έχει μείνει από τις κόρες όπως κάνει να σε φτάσει τόσο ψηλός που είσαι. Δε μιλάει.

Πρώτος κόμπος.

 Δεν παίρνω καλάθι. Τρία πράγματα έχουμε. Ας τα πάρουμε στα χέρια.

Στο ταμείο σε πέντε λεπτά. Στο ένα εμείς. Στο τρία εκείνη.

Δεύτερος κόμπος. Κόμπος στον κόμπο.

Όλα για το παιδί. Βάζει το χέρι κάπου σαν τσέπη και αφήνει μόνο ψιλά. Πολύ ψιλά. Μονόλεπτα, δίλεπτα άντε και κανένα πεντόλεπτο.

Το μάτι της ταμία θολώνει. Αρχίζει το μέτρημα.

- Δε φτάνουν.

Εκείνη δεν καταλαβαίνει.

-  Δεν φτάνουν λέω. Όλα αυτά δεν φτάνουν.

Υψώνει τον τόνο της φωνής της. Εξακολουθεί και δεν καταλαβαίνει. Μάλλον. Κοιτάει γύρω της.

Νομίζω θα βγάλω τα άντερά μου στη δική μας την ταμία. Το στομάχι μου έχει γίνει άπειρους κόμπους δεμένους απανωτά ο ένας στον άλλο. Θα τα βγάλω, είναι σίγουρο. Πάνω στο γάλα και το βούτυρο.

Μέσα μου φωνάζω. Δωστης τα εσύ μωρή. Πόσα της λείπουν; Γιατί μας το κάνεις αυτό; Δωστα!

-  Έλα, τι κάθεσαι. Πήγαινε από εκεί να δεις πόσα της λείπουν.

Εκείνος ψιθυρίζει, ήρεμα, τρυφερά, με σπρώχνει ελαφρά στη μέση με το χέρι του.

-  Δεν μπορώ. Με ξέρεις. Πήγαινε εσύ.

Και τελικά πηγαίνει εκείνος.

Δε μπορώ. Κωλώνω. Πάντα έτσι κωλώνω. Φάτσα φόρα κωλώνω. Νιώθω λίγη. Να σκύψω να απλώσω χέρι να δώσω, νιώθω λίγη.

Στα κρυφά, στα μουλωχτά, όταν δεν κοιτά κανείς και πίσω από πλάτες άλλων, να δώσω για να δώσουν τα καταφέρνω.

Το είχα ανάγκη αυτό το μου της μάνας μου. Όχι για να μου λύσει τους κόμπους από το στομάχι. Αλλά έτσι. Για να μπορώ να νιώθω ότι το μου της, μπορεί ακόμα να γίνεται κόμπους άλυτους. Που αντέχει ακόμα και δεν προσπερνά, και ας μη μπορεί πάντα να απλώσει το χέρι από ντροπή αντίστροφη και μόνο.



Όσο δένονται τα στομάχια μας φιόγκους μπορεί και να το παλέψουμε. Και εμείς και οι υπόλοιποι.

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

πέτρες

Σήμερα μαζέψανε και τις τελευταίες ομπρέλες. Μόνο το καπάκι. Το ξύλο έμεινε.


Σαν να είδα παλουκωμένα τα καλοκαίρια που πέρασαν. Λίγο ανακατεμένα χρονολογικά, μα όλα, ένα ένα καλά καρφωμένα με τη γλώσσα να κρέμεται στην άκρη ξεραμένων χειλιών από την αλμύρα.

Ιδέα μου θα ήταν.

Η θάλασσα δέχεται ακόμα κάποιους γενναίους. Ξένους κυρίως.

Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων Ρώσων και μια οικογένεια νέων, Άγγλοι μάλλον, με δύο πιτσιρίκια, σκορπισμένοι σε μια έκταση κάποιων χιλιομέτρων.

Το ζευγάρι μπρούμυτα, με ένα ολόσωμο μαγιό η κυρία προσπαθούσε να βολέψει τα τεράστια στήθη της ανάμεσα στα βότσαλα. Εκείνος την κοιτούσε εκεί ανάμεσα και χαμογελούσε κοροϊδευτικά προς τα βότσαλα, που ήταν αναγκασμένα να κάνουν στην άκρη για να δεχτούν τέτοιον όγκο.

Τα πιτσιρίκια με γυρισμένα μπατζάκια έπαιζαν δειλά στην άκρη με το νερό και η μαμά διάβαζε ένα βιβλίο κουκουλωμένη με ζακέτα. Ο μπαμπάς ξυπόλητος, κοιτώντας κάτω, στην αγκαλιά καμιά ντουζίνα βότσαλα, κινούμενος προς την αντίθετη πλευρά από αυτή της θάλασσας, έψαχνε για το επόμενο θύμα.

Θα κουβαλήσει πέτρες, θα της πάει εκεί από όπου ήρθε, άμα δεν τον βγάζουν τα κιλά θα τις πληρώσει κιόλας στο αεροδρόμιο. Θα τις βάλει δίπλα στο τζάκι. Θα βάλει τα πιτσιρίκια να ζωγραφίσουν ψάρια. Τα ψάρια που νομίζουν ότι είδαν στην Ελλάδα. Θα ακουμπήσει τα ψάρια σε ένα περβάζι παραθύρου, να κολυμπάνε στην ομίχλη και στη βροχή. Σε μερικές θα ζωγραφίσουν γιασεμί και βασιλικό. Θα κάθονται στο τραπέζι της κουζίνας και θα χώνουν ο ένας στη μύτη του άλλου την πέτρα και θα λένε μύρισε και θα χασκογελάν.

Τι είναι ο ήλιος και η θάλασσα σε μια καλύτερη ζωή. Τι είναι το γιασεμί. Το δικό σου ελαιόλαδο. Τι είναι καλύτερη ζωή. Τα ζυγίζω σε μια ζυγαριά χαλασμένη. Λάθος κιλά, λάθος ζύγισμα.

Σίγουρα όμως φεύγοντας δεν θα κουβαλήσω πέτρες μαζί μου. Δεν θα έχω και χρήματα να πληρώσω τα επιπλέον κιλά.