Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

βάλτο κι αυτό με τ' άλλα που ζηλεύω



Ζηλεύω τις γειτονιές που ανάμεσα στις πολυκατοικίες έχει μείνει ένα ισόγειο. Ένα ισόγειο με μια μικρή αυλή. Περιφραγμένη, μέχρι το πολύ στο ένα μέτρο, ασβεστωμένους τσιμεντόλιθους. Ένα σκαλάκι ίσα για να το σκοντάφτεις κάτω απ’ την αυλόπορτα και λίγο χώμα ανάμεσα στους τσιμεντένιους διαδρόμους της. Δύο τριανταφυλλιές με κόκκινα τριαντάφυλλα, με ούτε τα μισά τους φύλλα πάνω. Μια και μόνο λεμονιά ασβεστωμένη στον κορμό της μέχρι το ύψος της περίφραξης. Τρία σκαλάκια λιγάκι πιο ψηλά απ’ της αυλόπορτας και ένα γεράνι στο πλατύσκαλο και αυτό σε τσιμεντένια άσπρη γλάστρα. Πόρτα από σίδερο μέχρι το γόνατό σου και από εκεί και πάνω γυαλί με διακόσμηση. Να βλέπεις τις σκιές, κινήσεις από περιγράμματα στο φως της λάμπας πάνω στο τραπεζάκι στο διάδρομο πριν σβήσει γύρω στα μεσάνυχτα. Ταράτσα με σίδερα αναμονές κι η σκάλα από το χώμα για εκεί χωρίς τα κάγκελα ακόμα. Παντζούρια ξύλινα καφέ, παράθυρα που τρίζουν με κάθε πέρασμα στο δρόμο. Εσωτερικές πόρτες συρόμενες καφέ που διαχωρίζουν το καθημερινό απ’ το καλό σαλόνι.


Ζηλεύω τις γειτονιές που ανάμεσα στις πολυκατοικίες έχει μείνει ένα ισόγειο. Και κάτι απογεύματα μένει με ανοιχτά τα ξύλινα παλιά κουφώματά του και από εκεί ακούγονται δάχτυλα που τραγουδάνε νότες πάνω σε πλήκτρα πιάνου. 

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

voicες

Cause you know, you know I’m blue
As the side of your heart is good to me



Να το βάλεις να παίζει για να μπορώ να σου πω αυτό που θέλω. Που αυτό που θέλω είναι αυτό που νομίζεις ότι επειδή εδώ, στο εδώ μου, έχω θάλασσα μέχρι τον αστράγαλο, στα ρηχά των πεζοδρομίων και αυτό μονάχα όταν βρέχει, δε βράζω σε καλοκαίρια για να δροσίζομαι σε αλμύρες. Καλοκαίρι δεν είναι εκεί που η θερμοκρασία σε ψήνει και έρχεται η θάλασσα να σε δροσίσει. Ούτε χειμώνας στα μονά τα νούμερα. Αυτό που έβαλες λοιπόν να ακούσεις, ακούω, χωρίς άμμο ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών μου και αντηλιακό στους ώμους μου.

Φωνές λοιπόν. Που έτσι όπως μου φτάνει στην άλλη γλώσσα μου κάνει για ήχους. Για όλους τους ήχους. Voices λοιπόν. Κομμάτια τραγούδια, νότες, ησυχίες, φασαρίες. Οι σελίδες βιβλίου στα χέρια σου, τα βήματά σου δίπλα στα δικά μου. Απαραίτητα δίπλα στα δικά μου. Τα χαμόγελα και τα δάκρυα, μαζί σαν ταυτόχρονα και ξεχωριστά σαν ξεχωριστά.  Η χαζομάρα, η στεναχώρια, το σφίξιμο και το μου λείπεις. Όλα σε ήχους. Και οι λέξεις το ίδιο. Σε ήχους. Κάτι όχι, πληγωμένα, απαιτητικά μόνο στο ο, σβησμένα σε φόβους στο χι. Κάτι ψέματα ναι, απανωτά σε  επαναλαμβανόμενα τελείωσε; Ζόρια, πείσματα, έρωτες. Κάτι έλα τώρα, που κάπως ξεκινάνε, κάπως από ένα στόμα και ζυμώνονται στο δρόμο, στα αυτιά που φτάνουν, και τις μισές φορές γίνονται προσταγές ΕΛΑ. ΤΩΡΑ και τις άλλες μισές φτάνουν γλύκες πονηρές, τράβηγμα με το βλέμμα, ύστερα άγγιγμα στη μέση και επαφή στο άλλο σώμα. Μερικά μα τι μου λες, αντίδραση σε δήθεν προσβολές και άλλα ημιλιπόθυμα, παρακάλια που μεταφράζονται σε πες μου κι άλλα. Ήχοι που μεταβάλλονται από πρωινές βραχνάδες με ξενύχτια ή χωρίς, σε ολοστρόγγυλες λέξεις τα απογεύματα. Μετέωροι βραδινοί πόθοι που καταπίνονται. Μεσημεριανές γλύκες μασημένες σε χαμόγελα διαλείμματα. Σιωπές, ανάσες, παύσεις. Βρισιές και αγκαλιές. Φωνές από τα ίδια στόματα που σε ξαγρυπνούν και σε κοιμίζουν τις ίδιες ώρες. Φωνές που σου λένε άλλες ιστορίες από αυτές που διηγούνται. Κρυμμένες λέξεις σε ήχους, κρυμμένοι ήχοι σε λέξεις. Φωνές που σε χαϊδεύουν κάτω από το δέρμα. Τρέχουν σπονδυλικές στήλες ανάποδα. Καρφώνονται στον αυχένα, βαραίνουν το στήθος. Μπλέκουν δάχτυλα σε μαλλιά, μπλέκουν δάχτυλα με δάχτυλα. 

Δεν θα σου πω για τα παιδιά που ακόμα μπορούν και γελάνε στη γειτονιά μου. Ούτε για τα πουλιά που ακούς και τα αυτοκίνητα που δεν ακούς ακόμα και όταν περπατάς δίπλα από το δρόμο. Μα βάλτα κι αυτά μέσα. Έτσι απλά όπως γράφονται και μπορείς και τα ζεις. 

Θα σου πω πως τα μπέρδεψα πάλι, ενώ το μόνο που ήθελα να γράψω είναι πως εντάξει. Μην έχεις τύψεις, μην ανησυχείς, μη ντρέπεσαι. Δεν πειράζει να ερωτευόμαστε κάτι ανάμεσα στα ζόρια. Αρκεί να το ερωτευόμαστε πολύ. Δηλαδή εντελώς. Απαραίτητα εντελώς.

Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

όχι μπροστά στο παιδί

Η θάλασσα θα ξεπλένει ιδρώτες και ας μην ξεπλένει τους δικούς μας. Θα ταξιδεύει χωρίς εμάς. Θα ταξιδεύει, όχι εμάς. Η ζωή θα ζει μακριά από εμάς όπως εμείς ζούμε ζωή μακριά από κάτι που δε μοιάζει μ’ αυτή.

Μπροστά από το skype μου κάνει γκριμάτσες. Στραβώνει τα χείλια του, κλείνει τα μάτια εναλλάξ ή και τα δύο μαζί, βγάζει τη γλώσσα του. Αναρωτιέμαι τι ξεχνάει πρώτο. Πόσο χρονών είμαι ή πόσο είναι εκείνος. Δεν έχω καταλάβει αν κοιτάει εμένα στην οθόνη ή το σημείο που δείχνει τον εαυτό του. Άλλο και τούτο πάλι. Μιλάμε στο skype και κοιτάμε τους εαυτούς μας πως μιλάμε σε εκείνους που υποτίθεται τόσο άχαρα προσπαθούμε να φέρουμε κοντά μας. Δεν ξέρω αν κάνει τον καραγκιόζη για μένα ή για εκείνον.

Ένα χρόνο πριν, έβγαζα αυτή τη φωτογραφία. 



Από αυτούς που δεν είναι συγγενείς σου και είναι δικοί σου. Που μεγαλώνοντας, σ’ έμαθαν να μπερδεύεσαι στα πόδια τους και να ‘ναι αναγκαίο αυτό. Ακόμα και στα καλαμάρια.

Τώρα ταξιδεύει αλλού. Και ο πατέρας μου κάνει τον καραγκιόζη στο skype, ταξιδεύοντας αλλού. Μετράει πια αυτούς που έμειναν πίσω, όχι αυτούς που φύγαν μπροστά. Κάνω τη μεγάλη και του δείχνω πως καταλαβαίνω τις πράξεις του. Με βλέπει ακόμα πιο μικρή και μου χαρίζει αλήθειες με ειλικρίνεια. Σηκώνει το χέρι και μυρίζει το μανίκι του. Μετά τραβάει το γιακά του.

Μυρίζω χωματίλα.

Μυρίζεις ζωή θέλω να του πω. Λες μαλακίες θα μου πει. Κι η μάνα μου θα τον μαλώσει. 

Γιώργο όχι μπροστά στο παιδί.