Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

τα χέρια στο πάρκο




I felt much of the pain as it begins


Περπατάνε αργά λες και τους χαρίστηκε ο χρόνος μιας ολόκληρης μέρας, εβδομάδας, ολόκληρης ζωής. Θα σηκωθούν να φύγουν πριν συμβεί το ολόκληρο της ώρας. Θα καθίσουν ούτε στη μέση ούτε σε κάποια άκρη του πάρκου. Θα τοποθετηθούν σε ένα τυχαίο σημείο, ασήμαντο, χωρίς σήμανση, χωρίς σημάδι. Σημείο που γι' αυτό την επόμενη φορά θα πουν, κάπου εκεί, ακριβώς μαζί. Εκείνος θα απλώσει την κουβέρτα και εκείνη αφού βγάλει τα παπούτσια θα πατήσει ξυπόλητη πάνω σ’ αυτή. Σε λίγο μπρούμυτα θα χαιδευει το γρασίδι απαλά σαν τρίχες σε κάποιο σώμα και αυτός το ίδιο κάθετα στο σώμα της θα χαιδεύει το χνούδι στη μέση της όπως θα χαιδευε το γρασίδι στο χώμα. Θα διπλώσει ευλαβικά τη μπλούζα της ανεβαίνοντας την πλάτη της και θα την αφήσει λίγο πιο πάνω από το ύψος του σουτιέν. Θα σηκώσει και τη φούστα της μέχρι εκεί που εύκολα μυρίζει το εσώρουχό της και ύστερα θα κάνει στην άκρη να δώσει χώρο στον ήλιο να απλωθεί στο δέρμα που εκείνος άφησε από επιλογή να κάψει.

Μοιάζει να της μιλάει για σημαντικά, συγκεκριμένα, για σημεία αντίθετα από εκείνο το περίπου στο οποίο κάθησαν. Ίσως να της μιλά για όχι και για ναι. Ταυτόχρονα γι αυτά τα δύο μα και ξεχωριστά. Δημοψηφίσματα, εισόδους και εξόδους. Βλέπεις στα μάτια του τον προβληματισμό, στο στόμα κάποια ανησυχία. Οι λέξεις του ακολουθούν τις σκέψεις του και οι πρώτες πάλι πίσω μπερδεύονται στο περισσότερο που θα μπορούσαν για να μπουν μετά στην πιο σωστή σειρά τους. Στις λέξεις πάνω, το δέρμα ξελογιάζεται και ανάμεσα σ’ αυτές, το δέρμα αυτό που απλώνεται στο στόμα του θα σκύψει και θα πει τις λέξεις του στο ύψος εκείνο, του λαιμού, που το όριο της μυρωδιάς από το άρωμα της θα κάνει ανταλλαγή με εκείνο των μαλλιών και όλα αυτά στο υπόβαθρο της μυρωδιάς του δέρματός της.

Λίγα μέτρα μόνο πιο κει παίζουν παιδιά. Παιδιά από μπερδεμένες ηλικίες, παιδιά χωρίς ηλικίες, παιδιά ξεχωριστά. Όταν τελειώνει το παιχνίδι και αρχίζουν το δρόμο της επιστροφής, πιάνονται από το χέρι δημιουργόντας μια γραμμή σα μυρμήγκια  που κουβαλάνε αμέτρητες φορές το βάρος τους. Το κράτημα σφιχτό, ξεκάθαρο και από μακριά. Εκείνο το σφιχτό που είναι το αντίθετο της ανασφάλειας. Εκείνη έχει γυρίσει το κεφάλι προς τα εκεί σαν να του δείχνει αυτό που από πριν και εκείνος έχει δει. Και εγώ θυμάμαι στο σχολείο πόσο σφιχτά μπλεκόντουσαν τα χέρια μας, μετά απ΄την κοινή φωνή που βάζαμε για να δηλώσουμε μαζί σε ποιον παραδινόμαστε, για να μη σπάσει η αλυσίδα.

Τον βλέπω να αφήνει τις λέξεις στο πλάι και να παραδίνεται πάλι κάπου απροσδιόριστα στο πλάι του λαιμού της. Αναρωτιέμαι πόσες φορές θα έπαιξαν το πόλεμος και ειρήνη, θα πόνεσαν τα ίδια τους τα χέρια αφήνοντας τους εαυτούς τους να σπάσουν το δέσιμό τους, μέχρι να μάθουν να μην παραδίνονται, μαζί. Εκείνος δεν αναρωτιέται. Κάνει ακόμα μια βουτιά στο δέρμα της, βαθιά, να πάρει δύναμη να βγει να πολεμήσει.