Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

βράζοντας σε δρόμους που είχαμε για δικούς μας


Στο δρόμο για το χωριό τίποτα, μα τίποτα δεν έμοιαζε γνώριμο αυτή τη φορά. Όλα ξένα. Ξένος ο δρόμος, εθνική και επαρχιακός. Στα διόδια μέτρησα 2,10 κέρματα που έβλεπα πρώτη φορά. Οι πινακίδες μιλούσαν άλλη γλώσσα και χρησιμοποίησα τα λατινικά. Τα δέντρα, τα χώματα, τα χρώματα όλα τα έβλεπα για πρώτη φορά. Την πρώτη φορά της αδιαφορίας και όχι της ανακάλυψης. Περισσότερο κοιτούσα το τζάμι παρά το έξω από το τζάμι. Σκέφτηκα να σταματήσω να ρωτήσω πως πάμε στο χωριό, αλλά δεν ήξερα τη γλώσσα. Ακόμα και στη θέα του πατρικού αναρωτιόμουν πού έφτασα.

Μετά από δέκα λεπτά στο αυτοκίνητο και ενώ ταξίδευα σε χώρα που δε γνώριζα με έπιασε το παράπονο. Και εκεί που έβρεχε έξω, άρχισε να βρέχει και μέσα. Αθόρυβα κυλούσαν οι σταγόνες στο τζάμι και στα μάγουλα. Δυόμιση ώρες σχεδόν συνεχόμενα έβρεχε παντού. Πότε πιο δυνατά, πότε ψιχάλες μόνο, μα πάντα αθόρυβα. 

Το μυαλό μου είχε γίνει σούπα που κοχλάζει. Λέξεις κατέβαιναν και έκαιγαν τα χείλη μου, άδικα έπεφτε τόσο νερό, δεν έλεγε να δροσίσει καμία από τις σκέψεις μου. Δεν θυμάμαι να άνοιξα το στόμα μου αλλά ένα πιτσιρίκι με τη φωνή μου άρχισε να μυξοκλαίει.

Δεν θα έρθουν να με δουν. Θα με ξεχάσουν.

Ο διάλογος έβραζε στο κεφάλι μου, έβλεπα τη μάνα μου να κοιτά το τραπέζι της κουζίνας, μετρώντας τις σταυροβελονιές στο τραπεζομάντιλο, ενώ θα τη ρωτούσα αν θα έρθει να με δει και εκείνη θα επιβεβαίωνε χίλιες φορές, ναι, ότι θα έρθει, θα ρωτούσε δειλά πόσες ώρες είναι με το αεροπλάνο, μετά πόσο κοστίζει και όλοι θα ξέραμε ότι τελικά ποτέ δεν θα έφτιαχνε βαλίτσα για το εξωτερικό.

Τα δικά μας τα παιδιά δεν θα τα αγαπούν όσο του αδερφού μου, γιατί εμάς θα μένουν μακριά.

Και όσοι επιμένουν ότι η απόσταση δεν έχει σημασία, είναι κουτοί ή ψεύτες. Και στο χυλό του εγκεφάλου μου προστέθηκαν και μυρωδιές και το παράπονο μεγάλωνε.

Είδες πως φούντωσε η ρίγανη στη γλάστρα; Σε ποιον θα την αφήσω μου λες;

Έριξα και λίγες εικόνες στο μαγείρεμα. Είδα τη ρίγανη ξερή στη γλάστρα της, σε ένα μπαλκόνι που δεν αναγνώριζα ούτε τα κάγκελα ούτε τη θέα. 

Μα όταν πια είχαμε φτάσει και άνοιξα την πόρτα, κατέβασα τη χύτρα από το μάτι της κουζίνας και έπεσα σε αγκαλιές δικές μου, σώματα όλο χαμόγελα. Και στην ερώτηση, τι μουρμουράς παιδί μου, της χάιδεψα τα μαλλιά, ενώ ο άλλος στεκόταν πιο κει και χάζευε όλο ζήλια, να έρθει η σειρά του.

Κάποτε θα ταξιδέψουμε ξανά σε αυτούς τους δρόμους και θα τους κάνουμε δικούς μας πιο πολύ από πριν που νομίζαμε ότι μας ανήκουν. Και ίσως τότε, ό,τι μαγειρεύεται στο κεφάλι μας, στη δοκιμή να μας φανεί και νόστιμο.

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

άουτς

Έφαγα τα μούτρα μου.

Πως, τι, γιατί δεν έχει σημασία. Αλλά τα έφαγα. Σαν να ήμουν δεκάχρονο και έπεσα στα χαλίκια. Έγδαρα τα γόνατά μου και τις παλάμες μου. Και τσούζει και πονάει και είναι αστείο και με κάνει να γελάω.

Έπεσα θα σηκωθώ. Τόσα άλλα οικονομικά, ψυχοσωματικά, οικογενειακά, επαγγελματικά προβλήματα και ένα δε με έκανε να πω αυτές τις λέξεις.

Χρειάζεται καμιά φορά να πέφτουμε όπως στο δημοτικό. Πάνω στο παιχνίδι. Και να σηκωνόμαστε να συνεχίσουμε το κυνηγητό με δάκρυα στα μάτια και αίματα μπερδεμένα με χώματα να στάζουν στα γόνατα.


Αφού θα τσούξει που θα τσούξει, και αφού έπεσες θα τις φας και από πάνω, ας έχουμε προλάβει να χάσουμε ό,τι ανάσα έχουμε στο τρέξιμο πριν χτυπήσει το κουδούνι. 

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

όλα καλά

Εδώ είχαμε σταματήσει για να βγάλουμε φωτογραφία θυμάσαι; Ή περίπου εδώ. Όλα ίδια ήταν πάνω κάτω.

Όλα τα ίδια είναι. Εκτός από εσένα. Εσύ κάθε φορά είσαι άλλη.

Τρομάρα μου, εκτός από εμένα.

Ψέματα να λες μόνο στον εαυτό σου, σε εμένα ποτέ. Εσύ ξέρεις πότε σου λες ψέματα. Εγώ δεν ξέρω, μπορείς να με ξεγελάσεις. Γι αυτό να μου λες μόνο την αλήθεια.

Σε εμένα ψέματα. Σε όλους τους άλλους ότι αλήθεια ήθελα εγώ να ακούσουν. Σε εμένα όμως ψέματα.

Η μάνα σου σε γέννησε για να πληγώνεις κόσμο.

Ατάκα που μετράει τα μισά μου χρόνια σχεδόν. Να τη βάλω με μία ακόμα που θα την έγραφα, αλλά ντρέπομαι το επίθετο που μου κοτσάρανε γιατί είναι λίγο και μου χρειαζόταν κάτι παραπάνω από αυτό για να με χαρακτηρίσει.

Κρυώνεις; Γιατί κρύβεις το πρόσωπό σου στο ζιβάγκο. Κρύβεσαι; Από εμένα;

Από εμένα. Μια τρύπα να ανοίξω με τα χέρια μου να χώσω τη μούρη μου. Να μη με βλέπω. Να στρουθοκαμηλίσω. Και να σκεπάσω και όλους τους ανθρώπινους καθρέφτες μου. Να μην αντικρίζω ότι έχω καταστρέψει. Να μείνω ήσυχη στο βόλεμα ότι τα έκαναν άλλοι αντί για εμένα, άλλοι για τους ίδιους.

Έχεις όμορφα δάχτυλα. Τα χέρια σου ότι κάνουν το κάνουν καλά.

Έλεγε η δασκάλα του πιάνου και νομίζω ότι τελικά το λου ήτανε κου.  Και έπρεπε να λέει για όλα μου, όχι μόνο για τα χέρια μου.

Τίποτα δε μπορώ να κρατήσω όρθιο. Σιγά μην τα κατάφερνα με αυτό εδώ το μπλογκ.

Και όλα καλά θα λέω ότι είναι. Όλα καλά.

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

leaving life outside of our lives

Σκέφτομαι φέτος τις γιορτές να μην το αφήσω έτσι. 

Τόσες άνοιξες τρομάξαμε τα χελιδόνια με κρεμασμένα cd από διάφανες πετονιές στα μπαλκόνια μας. Και όλο το χρόνο πληγώνουμε τα περιστέρια με βελόνες πάνω από τα στέγαστρα. Στις αυλές μας αφήσαμε φαΐ με φόλα για τα αδέσποτα. Και στο πλατύσκαλο θα βάλουμε καρφιά να μη βαστά να κοιμηθεί κορμί βασανισμένο. Θα ακούσουμε τα κάλαντα από το μπαλκόνι και θα κατεβάσουμε μισό ευρώ με ένα σκοινί.

Έτσι και εγώ, θα πάρω μαύρη σακούλα σκουπιδιών, θα σκεπάσω την καπνοδόχο και με μονωτική ταινία θα τη σφραγίσω. Να κρατήσω έξω τον ύποπτο με τα άσπρα μούσια που κουβαλάει δώρα.

Να κλειδώσω όσες φορές αντέχει το κλειδί, να βάλω και το σύρτη, θα ανάψω και το τζάκι να μπουκώσει για τα καλά το μέσα μου μαζί με ότι έχει αντέξει να ζει απέξω μου.

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

παιχνίδι με κλεμμένες λέξεις

Δεν έχεις ασύρματο; Από αυτό με το καλώδιο μου μιλάς; Μ΄αυτό θα σε πνίξω.

Πνίγηκε, έβηξε και γέλασε. Όλα μαζί και αυθόρμητα.

Γελάς; Θα σε γαμήσω. Και δεν εννοώ το κορμί σου. Θα σου γαμήσω το μυαλό. Μην πεις ότι δε στο είπα.

Ανάσανε. Κοφτά. Όσο μπορούσε αθόρυβα. Μην ακουστεί.

Μην παλεύεις να μην ακουστείς. Σε έχω εικόνα. Έχεις πάλι τα πόδια πάνω στην τραπεζαρία. Ανοιχτά λυγισμένα. Δεν θα σου έρθει από την τραπεζαρία, μην το περιμένεις από εκεί μωρό μου.

Είχε ήδη κλείσει τα πόδια και τα κατέβαζε αργά. Την ώρα που ακουμπούσε τις ξυπόλυτες πατούσες στο πλακάκι της ψιθύρισε.

Ακούω τις μύτες των ποδιών σου να αγγίζουν το παγωμένο πλακάκι. Πρώτα τα ακροδάχτυλα και τώρα αργά νιώθω το κρύο να απλώνεται σε ολόκληρο το πέλμα σου.

Πετάχτηκε όρθια.

Μη σηκώνεσαι, δεν άρχισα ακόμα. Είπα κάτσε.

Κοίταξε τα πόδια της και κάθησε. Σφραγισμένα τα μπούτια κράτησαν το αριστερό χέρι ανάμεσα τους, το κεφάλι κάτω, η πλάτη είχε καμπουριάσει και το ακουστικό κολλημένο στο αυτί.

Έλα τώρα, μην κάνεις σαν να σε μάλωσα. Έλα να παίξουμε ένα παιχνίδι. Θα μου λες λέξεις και εγώ θα φτιάχνω ποιηματάκια. Έχεις πέντε λέξεις.

Ούτε λέξη, ούτε γράμμα, ούτε ανάσα.

Λέγε. Είπα λέγε. Πέντε λέξεις.

Λέξεις. Κατάπιε.

Στέκω από μακριά και φτύνω λέξεις, στο τέλος θα σε φτάσω και δεν θα το αντέξεις.

Τραπέζι. Άπλωσε την παλάμη και ίδρωσε το τραπέζι.

Δεν έχω άλλες αντοχές για κάτω απ' τo τραπέζι και εσύ να λες «αυτός ακόμα παίζει».

Δάχτυλα. Και τράβηξε τα ακροδάχτυλα της αφήνοντας υγρό αποτύπωμα.

Τα δάχτυλα, αυτά θα σου κρατήσω, όλα τα άλλα κράτα τα εσύ, δε θα μιλήσω.

Ανασαίνω, και πιο ψέματα ποτέ δεν είχε πει.

Δεν ανασαίνεις και ψέματα μη λες, σε βλέπω, δεν έχω άλλες αντοχές.    

Φτάνει. Και απομάκρυνε το ακουστικό από το αυτί.

Και αν νομίζεις ότι φτάνει, ποτέ, ποτέ δεν έφτασε, ποτέ δε φτάνει.


Και έκλεισε το τηλέφωνο.

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

έλεγε η γιαγιά μου και έκανα πως ακούω

Ότι δε σου βγάζει θετικό πρόσημο μέσα σου μην το κυνηγάς. Ότι δεν αντέχεις παιδάκι μου. Αυτό εννοώ. Έλεγε η γιαγιά μου.

Σιγά μην έλεγε η γιαγιά μου τέτοιες χαριτωμενιές.

Θυμάμαι κάτι έλα που έμειναν μόνα τους μαζί μου, απάντηση σε κάτι επαναλαμβανόμενα πιεστικά άσε με να έρθω.

Και κάτι άλλα μίλησα, σε παρακάλια μίλα μου, που γύρισαν στα μούτρα μου.

Ένα μόνο αξέχαστο σε θέλω τώρα εδώ, ακυρωμένο από πριν, δειλά διατυπωμένο απέναντι σε κάτι υπογεγραμμένα και με ονοματεπώνυμο θα είμαι πάντα εδώ.

Είμαστε μισοί και δεν αντέχουμε αυτά που απαιτούμε ολόκληρα. Και αν από κάποιο σφάλμα του χώρου, του χρόνου, του κόσμου όλου, μας δοθούν τα ολόκληρα  ιδρώνουμε, κοιτάμε γύρω μας καχύποπτα γιατί δε βρίσκουμε που να στριμώξουμε το μισό επιπλέον που κυνηγούσαμε και τώρα περισσεύει. Και αρχίζουμε και κόβουμε μέχρι το σύνολο να βγάλει ένα. Ενάμισης δεν άντεξε να ζήσει ποτέ κανείς.


Ανόητοι, μισοί, θα μένουμε μισοί.

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

όροφος 2, το 2

Δεν ήξερα το επίθετό του. Ούτε καλά καλά το όνομα του δε θυμόμουν. Δεν είχε αλλάξει το όνομα ούτε στο θυροτηλέφωνο, ούτε στο κουδούνι της πόρτας. Από όσους συστήθηκε σε όλη την πολυκατοικία, που δεν ήταν ούτε οι μισοί, μόνο εγώ άπλωσα το χέρι μου να του πω ότι χάρηκα.

Είσαι τυχερός, έχεις μικρή γυναίκα. Και όμορφη.

Δε θυμάμαι να άκουσα άλλη φορά τη φωνή του. Μία μέρα τον είδα στην πιλοτή και δεν τον αναγνώρισα καν. Πέντε μήνες σχεδόν είχε μετακομίσει δίπλα μας.

Ο κ. Γιώργος έχει μόνο μια ξαδέρφη. Και στο ξαδέρφη κλείναμε το μάτι και στο χειλάκι έσκαγε χαμόγελο πονηρό. Φιλενάδα, δηλαδή. Αλλά όχι με την κακή έννοια.

Ποια είναι η κακή έννοια της φιλενάδα; Επειδή το χάδι σταματούσε λίγο κάτω από τον καρπό και λίγο πάνω από το λαιμό γλίτωσαν την κακή έννοια. Κατά τα άλλα χωρισμένος εβδομηντάρης και εκείνη κάπου τόσο μόνη της, με 80 χιλιόμετρα να τους χωρίζουν όλες τις μέρες και όλες τις νύχτες, ευτυχώς γλίτωσαν την κακή έννοια.

Θα με παίρνεις κάθε μια ώρα να δεις αν είμαι καλά, της είπε.

Μίλα στα παιδιά δίπλα να σε έχουν το νου τους. Να σε πάνε στο νοσοκομείο.

Δεν ήθελε. Τίποτα δεν ήθελε. Δε μίλησε. Δεν του μιλήσαμε.

Σήμερα χτύπησε η αστυνομία την πόρτα μας και ήταν και εκείνη μαζί. Μικροκαμωμένη, αδύνατη, εύθραυστη.

Μου είπε να τον παίρνω κάθε μια ώρα. Και δεν το σηκώνει πια. Από το πρωί δεν το σηκώνει. Δες κορίτσι μου, παίρνω και δες τι μου λέει.

Καλεί και μου το δίνει. Παίρνω το τηλέφωνο και το βάζω στο αυτί από ευγένεια. Ξέρω τι θα ακούσω. Ο συνδρομητής μπλα μπλα μπλα. Μοιάζει τόσο χαμένη. Κρατάει την τσάντα σφιχτά στα πλευρά της και κοιτάει κάτω. Τα μαλλιά της ξανθά κοντά χοντρά απαλά κύματα που εκεί που έσκαγαν γίνονταν λευκά. Μπορούσα να θαλασσοδέρνομαι ώρες εκεί πάνω. Όση δύναμη έλειπε από εκείνη, τόση είχαν τα μαλλιά της.

Η αστυνομία τη ρωτάει αν έχει κλειδιά. Ντρέπεται. Πόσο ντρέπεται. Απαντά δειλά δεν έχει. Τη ρωτάν τι του ήταν. Λέει ξαδέρφη. Τη ρωτάν αν έχει τηλέφωνο άλλων συγγενών. Δεν έχει. Τίποτα δεν έχει. 

Μια κόρη είχε και δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα γι αυτή, πετάγεται ένας.

Η πόρτα είναι κλειδωμένη. Ο σύρτης γυρισμένος. Η ιδιοκτήτρια φέρνει κλειδιά και εγώ πετσέτα. Λες και θα ξεγεννήσουμε. Ο πρώτος που μπαίνει γυρνά με την όπισθεν. Το ξέραμε ήδη όταν είδαμε το σύρτη.

Εβδομήντα χρονών και έκανε ογδόντα χιλιόμετρα για να τον βρει. Και τώρα βρίσκεται μόνη της ανάμεσα σε εφτά ανθρώπους που δεν έχει δει παρά μόνο μια φορά. Βουρκώνει. Δεν ξέρει που να κρατηθεί. Πιάνει τοίχους. Βρίσκει χέρια. Δε θέλει χέρια, θέλει τοίχους. Θέλει να τον δει. Δεν την αφήνουν. Παρακαλάει να τον δει έστω για λίγο και της το απαγορεύουν. Αντί γι’ αυτό την παίρνουν στο τμήμα να δώσει τα στοιχεία της. Θέλει να μας φιλήσει σταυρωτά πριν φύγει. Σκαλίζει την τσάντα της και βγάζει ένα κεντημένο μαντήλι. Μυρίζει ο διάδρομος λακ παλιακή. Νιαουρίζει ένα γεια σας. Θα ταξιδέψει ογδόντα χιλιόμετρα μόνη της μέσα στη νύχτα. Θέλει να μείνει και ο αστυνομικός που τη συνοδεύει δυσανασχετεί που μας χαιρετά όλους.

Εγώ δεν τον έχω δει εδώ και μέρες, ένας.

Εγώ άκουσα θόρυβο το απόγευμα, ένας άλλος.

Εγώ του πέταξα τα κοινόχρηστα προχθές κάτω από την πόρτα γιατί δεν άνοιγε, ένας παρά άλλος.

Τα κοινόχρηστα είναι πάνω στο τραπέζι ακόμα, λέει ο αστυνομικός.

Μήπως είναι και τα λεφτά πάνω; Μου χρωστάει ένα ενοίκιο και τη ΔΕΗ. Να κοιτάξετε αν έχει λεφτά στην τσάντα του να μου τα δώσετε γιατί σίγουρα έχει πάρει τη σύνταξη, γαβγίζει η ιδιοκτήτρια.

Τους έδιωξα. Τους είπα να σκορπιστούν. Να πάνε στις δουλειές τους. Να κάνει η αστυνομία τη δουλειά της. Τώρα ακούω θορύβους. Πόρτες. Σακούλες. Ροδάκια. Γάντια.

Εκείνος ήταν πλασιέ και εκείνη κομμώτρια. Της πήγαινε προϊόντα για τα μαλλιά. 

Η μάνα μου ρώτησε αν αγριεύτηκα.

Δε φοβάμαι τους πεθαμένους ρε μάνα. Τους ζωντανούς τρέμω.

Φοβάμαι για εκείνη. Πως θα γυρίσει πίσω. Ποιον θα παίρνει κάθε μια ώρα τηλέφωνο.

Τρέμω στην ιδέα ότι δεν θα ξαναχτενίσει έτσι υπέροχα τα μαλλιά της.




Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

τραγουδάκι

Κάθε φορά που αναγκάζομαι να γράψω ή καλύτερα κάθε φορά που αναγκάζομαι να κακοποιήσω λέξεις, πριν καν ανοίξω το word, έχω διαλέξει ή καλύτερα με έχει διαλέξει ένα συγκεκριμένο τραγούδι. Το έχω και παίζει ξανά και ξανά, σαν χαλί σε ραδιοφωνική εκπομπή, μέχρι να πατήσω το Χ και αποθηκεύσω τις αλλαγές.

Σήμερα μου έμεινε το τραγουδάκι. Κοίταξα καλά καλά το «να αποθηκευτούν οι αλλαγές» και επέλεξα το «όχι». Για λίγο έμεινα να κοιτώ το γκρι του word χωρίς τη λευκή σελίδα μπροστά, αγκαλιά με τις μουτζούρες μου. Έτσι και αλλιώς ό,τι ορνιθοσκαλίσματα και αν έκανα σήμερα, ένα χρώμα μου είχε μείνει για το μολύβι μου. Μαύρο.

Ίσως καμιά φορά χρειάζεται να πατάμε το «όχι» αντί για το αναβλητικό «άκυρο». Ίσως οι άλλοι να μη χρειάζεται πάντα να διαβάζουν αυτά που έχουμε να γράψουμε, όσο μεγάλη και αν είναι η ανάγκη μας. Ίσως καλύτερα να μένει κανένα τραγουδάκι μόνο που και που.
  
She came one morning with a smile
But deep inside she didn’t smile
She asked for nothing when she came

And I know God I could love her easily 

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

ισορροπίες

Πίσω από το κάθισμα του οδηγού, δευτερόλεπτα πριν άπλωσα το δάχτυλο και ασφάλισα την πόρτα. Είχαμε αρχίσει τις ιστορίες για άλλους που τους έκλεψαν τσάντες καθώς περίμεναν στο φανάρι. Χάζευα τις σταγόνες της βροχής στο τζάμι. Ξεκίνησα με μια και μοναδική πάνω πάνω και την παρατηρούσα να χάνει την ισορροπία της να πέφτει από το βάρος της και κάθε φορά να παρασέρνει την επόμενη. Μέχρι να φτάσει στη βάση του παραθύρου μια γρήγορη κίνηση πίσω από την παραμόρφωσή που προκαλούσε μου τράβηξε τα μάτια.

Βήματα μεγάλα, σίγουρα, γρήγορα στο πεζοδρόμιο αριστερά μου. Αθλητικά μαύρα παπούτσια, τζιν ανοιχτόχρωμο, ούτε ένα σκίσιμο, μια καπαρντίνα χακί, μεσάτη, με τρεις τέσσερις πιέτες σαν γυναικείο φουστάνι κουμπωμένη σε όλα τα κουμπιά, σκουφί που αγκάλιαζε ολόκληρο το κεφάλι του και έπεφτε στους ώμους του όπως σκέφτηκα θα έπεφταν οι μπούκλες των μαλλιών του. Σίγουρα στην καλών τεχνών, με προκάλεσα. Στον έναν ώμο είχε κρεμάσει μια τσάντα φάκελο τόσο γεμάτη που σίγουρα χαλούσε την ισορροπία του στο περπάτημα.

Περίμενα να τον προσπεράσουμε να δω το πρόσωπο του, αλλά κρύφτηκε πίσω από ένα περίπτερο. Τον φαντάστηκα να ζητάει καπνό αρωματικό, φιλτράκια και χαρτάκια, μια εφημερίδα ίσως που θα την έχωνε κάτω από τον ελεύθερό του ώμο να κερδίσει την ισορροπία του και ένα μπουκαλάκι νερό που θα το άνοιγε πριν καλά καλά το πληρώσει. Δεν πρόλαβα να τον δω να βγαίνει από την άλλη μεριά και έπιασα μια άλλη σταγόνα από την αρχή.

Είχαμε πάρει τα εισιτήρια και τα έπαιζα όλα, όχι μόνο το δικό μου, εγωιστικά στο χέρι μου. Σταθήκαμε να περιμένουμε τον άλλο που πάρκαρε. Λέγαμε χαζομάρες και κουνιόμασταν σαν ελατήρια πάνω κάτω να ζεσταθούμε. Η ίδια σίγουρη γρήγορη φιγούρα στα αριστερά μου.

Κατάμαυρα μούσια, περιποιημένα με τρυφερότητα, ένα τέλειο σχήμα, σχεδόν μύριζα το σαπούνι, μάτια το ίδιο κατάμαυρα με τεράστιες βλεφαρίδες, χείλη γεμάτα, χρώμα προσώπου ελάχιστα σκούρο, γλυκό, όχι ψυχρό λευκό σαν το δικό μου.

Πως με βρήκε, αναστατώνομαι. Έπρεπε να στρίψει τουλάχιστον τρεις φορές και να μπει στη στοά του θεάτρου. Με κοιτάει, αλλά δε με βλέπει και προσβάλλομαι.

Παιδιά, έχετε πενήντα λεπτά; Τέσσερις λέξεις σε άπταιστα ελληνικά.

Ανισορροπία. Κοιτάω κάτω μια λεπτή μαύρη γραμμή. Είναι συνομήλικος μας. Τι θέλει από την άλλη μεριά. Έπρεπε να είναι μαζί μας. Έπρεπε, έστω, να μπορεί να μοιράζεται ένα αυτοκίνητο και τις βενζίνες του, να τα βάζει κάτω και να του βγαίνει ένα θέατρο στους πέντε μήνες.

Όχι, δεν έχουμε.

Δεν έχω πενήντα λεφτά. Έχω πενήντα λεπτά της ώρας. Πενήντα ώρες. Πενήντα μέρες. Να με πάρεις και να φύγουμε. Πενήντα λεφτά δεν έχω. Σκύβει το κεφάλι σαν να κάνει υπόκλιση, πισωπατάει δύο τρία βήματα, νομίζω θα χάσει την ισορροπία του, εκείνος όμως γυρνάει και φεύγει, πιο γρήγορα από όσο ήρθε.


Έχουμε χάσει τις ισορροπίες μας. Ακόμα και τις πιο απλές. Εκείνος δεν έπρεπε ποτέ να καταδεχτεί να ζητήσει από μια γυναίκα πενήντα λεφτά και εγώ δεν θα έπρεπε ποτέ να χαρίζω έτσι εύκολα ούτε πενήντα δευτερόλεπτα.  

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

δε θέλω να θυμάμαι

Το πρωί έβγαλα τρία καρύδια με τα τσόφλια στο μπαλκόνι. Έχω κάνει συμφωνία με τις κάργιες του  μη οικοδομήσιμου απέναντι. Τα αφήνω στο τραπέζι και εκείνες έρχονται και τα παίρνουν.

Θυμάμαι τη γιαγιά μου, από το μπαμπά. Κάθε που είχε κρύο ή χιόνιζε, άνοιγε μια χαρτοπετσέτα έβαζε στη μέση μια καθαρή πετρούλα και σκόρπιζε γύρω της ψίχουλα από το ψωμί.

Για τα σπουργίτια, έλεγε. Τώρα που έχει χιόνι δε βγαίνουν τα σκουλήκια.

Τη θυμάμαι μέχρι που πήγα δεκαοχτώ. Εκείνη από τα δεκατρία και μετά δε με θυμόταν. Άρχισε να μπερδεύει το όνομα μου. Με έλεγε με το όνομα του αδερφού μου, του μπαμπά, της μαμάς. Θύμωνα. Μετά δεν είχε ονόματα να μας πει. Μας έλεγε καλέ. Μετά έκαψε το φαγητό κάνα δυο φορές. Θύμωνα πιο πολύ. Μετά η αδερφή της άρχισε να κλειδώνει τις καγκελόπορτες της αυλής. Κρεμόταν από τα κάγκελα και περίμενε το μπαμπά μου να γυρίσει από τα καράβια, ενώ εκείνος στεκόταν πίσω και ρωτούσε ποιον περιμένει. Μετά κλειδώναμε και τις πόρτες του σπιτιού. Ούτε στην αυλή να μη βγει. Μετά καθόταν σε μια καρέκλα ειδικά για εκείνη. Μετά μόνο στο κρεβάτι. Θύμωνα τόσο πολύ.

Ένιωθα δεν θα τη συγχωρήσω ποτέ. Με τάιζε, μου έπλενε τα πόδια, το πρόσωπο. Κάποιος άλλος έκανε τα ίδια για εκείνη. Στα μάτια μου ανεπίτρεπτο. 

Πέντε χρόνια μετά που να αντέξει ό,τι είχε απομείνει από εκείνη ένα απλό κρύωμα.

Έβγαινε να ταΐσει τα σπουργίτια μέσα στο χιόνι! Πώς να μην κρυώσει!

Στα δεκαοκτώ μου και μιλούσα όσο σκληρά και ανόητα μιλάει ένα μικρό παιδί. Μόλις την είδα στο τραπέζι της κουζίνας μόνο κατάφερα να απαντήσω εγωιστικά ώριμα στα μοιρολόγια.

Η γιαγιά μου είναι καλύτερα έτσι. 

Θυμάμαι να τη συγχώρεσα. Κάποια άδεια μεσημέρια όμως νιώθω θυμό ακόμα. Μεγάλο θυμό. Γίνομαι μικρό παιδί, με φαγωμένα γόνατα, ξεραμένα μυξοκλάματα, τα χέρια σφιχτές γροθιές στο πλάι, σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών, κοιτώ με θράσος στον ουρανό τα μάτια της και γκρινιάζω


Γιατί δε με έμαθες πως το κάνεις; Γιατί δε μου το έμαθες και αυτό; Γιατί; Αφού σου είπα δε θέλω να θυμάμαι.

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

άπλυτα

Προσπαθώ να μαζέψω τα άπλυτα. Η ώρα είναι κάπου 3:30 το μεσημέρι και πρέπει να προλάβω το νυχτερινό ρεύμα. Σκούρα θα βάλω, κάλτσες, τζιν, στους 90, να τα κάψω.

Έχω σκύψει να μαζέψω κάτι κάλτσες και μου φαίνονται αδικαιολόγητα βαριές. Το ίδιο και ένα μαύρο φανελάκι του.

Δεν προλαβαίνω να βάλω το επόμενο άπλυτο ρούχο στον κάδο και στέκεται μπροστά μου.

Στο δεξί ένα τζιν από το μπατζάκι που σέρνεται ακόμα στο πάτωμα, δεν πρόλαβα ούτε τη ζώνη να βγάλω και η αγκράφα γδέρνει τα πλακάκια. Στο αριστερό πρόλαβε να βάλει το χέρι του, αυτό και τίποτε άλλο.

- Τα εισιτήρια για Αγγλία το Φεβρουάριο είναι 60 ευρώ.

- Πήγαινε-έλα;

- Όχι ρε χαζή, τι σε νοιάζει το έλα;

Το τζιν πέφτει ολόκληρο στο πάτωμα. Πριν προλάβω να τον αγκαλιάσω χτυπάει το τηλέφωνο επίμονα.

Τρέχω στο διάδρομο και ακούω πίσω μου η μάνα σου πάλι!, χαμογελάει και το βλέπω χωρίς να γυρίσω να τον κοιτάξω.

Χαρούμενη ακούγεσαι παιδί μου. Και εγώ σε πήρα πάλι γιατί ο μπαμπάς εδώ έχει κέφια. Γυρνάει γύρω γύρω και όλο μονολογεί "τι καλός μπαμπάς που είμαι πήρα γαρίδες για την κόρη μου". Ήθελα να τον ακούσεις.

Δεν τον άκουσα. Άκουσα το κουμπί του πλυντηρίου να γυρνά στο πρόγραμμα για τα ευαίσθητα. Και το πρόσωπο μου μπήκε στην πρόπλυση. Ευτυχώς ο μπαμπάς δεν έχει ιδέα για τους 90 βαθμούς που ετοιμάζω. Προς το παρόν.

Με βλέπω να κουβαλάω άπλυτα. 

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

λογαριασμοί

Πόσα xaxa μπορούν να περιγράψουν το αυθόρμητο γέλιο σου;

Πόση θλίψη να μεταδώσει μια στραβή γραμμή και μια άνω κάτω τελεία;

Τι φατσούλα μπορεί να αντικαταστήσει το πονηρό χαμόγελο σου;

Πόσα ρ μπορείς να γράψεις στο τρέμω για να το περάσεις από την οθόνη;

Πόσες συλλαβές να κόψεις και από πού για να πεις ότι σου κόπηκε η ανάσα;

Πόσα ορθογραφικά λάθη μπορούν να προδώσουν την ταραχή σου;

Πως θα προλάβεις να ενεργοποιήσεις το caps lock, για να φωνάξεις ότι σε πνίγει, να τονίσεις ένα δεν;  

Με τι αποσιωπητικά θα μεταφέρεις τις λέξεις που σβήνουν στο στόμα σου;

Ποια λέξη είναι ικανή να μεταφέρει τη σιωπή σου;

Ποιο θαυμαστικό να χτυπήσει όπως το χέρι σου στο τραπέζι;

Πως ένα log in θα αντικαταστήσει την παρουσία σου και ένα log out να αναπαραστήσει τη φυγή σου;

Πόσα αιτήματα φιλίας, like, σχόλια χρειάζονται για να ενώσουν δύο ζωές και πόσες διαγραφές, block ή report χρειάζονται για να τις χωρίσουν; 

Μάλλον έτσι δεν ανοίγουν λογαριασμοί, ούτε και κλείνουν όμως. Οι οθόνες δεν κάνουν καμπύλες εκεί στο μάγουλο και ένα χέρι από την άλλη μεριά δε μπορεί ούτε να χαϊδέψει πρόσωπο ούτε να ρίξει χαστούκι. 

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

εδώ

Στον ήχο του μηνύματος άνοιξε τα μάτια. Ήταν ξύπνια. Κάθε μέρα εδώ και ενάμιση χρόνο από τις τέσσερις μέχρι τις έξι παρά δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Δε σηκωνόταν όμως από το κρεβάτι. Και που να πήγαινε εξάλλου. Ανάσκελα με τα μάτια κλειστά σαν να περίμενε απλά να πάει έξι παρά κάτι για να κοιμηθεί καμία ώρα γυρίζοντας στο πλάι και ύστερα να σηκωθεί.

Το δωμάτιο φώτισε από το αναμμένο κινητό στο πάτωμα δίπλα της. Γύρισε το κεφάλι και έμεινε να το κοιτά μέχρι να βυθιστεί το δωμάτιο πάλι στο σκοτάδι. Άπλωσε το χέρι, το πήρε και το έκρυψε κάτω από το μαξιλάρι. Νόμιζε ότι είχε συμμορφωθεί. Τον είχε διώξει με κάθε δυνατό τρόπο από κοντά της. Αλλά για μιάμιση ώρα κάθε ξημέρωμα τον περίμενε.

Θα σε περιμένω. Μη με στοιχειώσεις. Ψέλλιζαν τα γράμματα στην οθόνη.

Ξεφύσησε και χαμογέλασε πικρά. Ακόμα και σε τέτοια χαμόγελα το άτακτο λακκάκι στο αριστερό μάγουλο έκανε την εμφάνιση του.

Δαίμονας είμαι, του επέμενε, θα σε πληγώσω προγραμματισμένα. Και εκείνος τη χάιδευε με λέξεις και της ψιθύριζε στο ακουστικό, άγγελος είσαι.

Τώρα και εκείνος δαίμονα τη βλέπει που θα τον στοιχειώσει.

Πέντε μέρες μετά βρέθηκε μπροστά στην πόρτα τους. Όχι μόνη της. Ποτέ μόνη της.

Την είχε απειλήσει ξεκάθαρα.

Όσο για τη μυρωδιά θα κλέψω. Σε έναν τυπικό ασπασμό, σε γενέθλια, σε γιορτή, θα κλέψω. Εκεί πίσω από το αυτί, που δεν πιάνει μύρο. Εκεί που θα μυρίζεις σαν μωρό.

Μάτια κάτω, δύο δεξιά χέρια, ένα ιδρωμένο καυτό και ένα παγωμένο νεκρό.

Θέλω να μάθω τα πάντα. Να σταθείς μπροστά μου σαν πτώμα στον ιατροδικαστή.

Δεν είδα αν έσκυψε εκείνος πρώτος ή αν εκείνη πρόλαβε και έγειρε το λαιμό της δεξιά κλείνοντας τα μάτια.

Δε ξαναμίλησαν σχεδόν καθόλου. Δεν στάθηκαν ούτε στα δύο μέτρα.

Όταν θα σε δω, δε θα χρειάζεται να μου μιλάς. Θα με κατευθύνεις με τα μάτια.

Τον πλησίασε και τον ρώτησε που είναι η τουαλέτα. Κατέβασε το χέρι του στη μέση της. Εκείνη κοίταξε πρώτα το χέρι του και μετά εκείνον. Το πήρε σα μαλωμένο οχτάχρονο παιδί. Την οδήγησε με τη σκιά του. Πάτησε αντί για εκείνη το διακόπτη για το φως και άρπαξε το πόμολο της πόρτας πριν το πιάσει εκείνη και χαθεί πίσω από την κλειστή πόρτα.

Εγκλωβίζομαι μέσα σου. Μέσα από εσένα ζω όλο και περισσότερο. Με ρουφάς σα δίνη. Που θα με πετάξεις δεν ξέρω. Μιλούσε στην κλειδαριά.

Ότι και αν γίνει, ακόμα και όταν περάσουν χρόνια χωρίς μια λέξη, να ξέρεις ότι εκεί που θα έχω πετάξει εσένα, θα έχω πετάξει και τον εαυτό μου. Δεν περίμενε να της απαντήσει. Κατάφερε να αποσπάσει το πόμολο από το παράλυτο χέρι του και κρύφτηκε πίσω από κλειστές πόρτες.

Ήθελε να της πει, και τι δεν ήθελε να της πει. Καλύτερα που δεν είπε τίποτα. Θα της υποσχόταν ότι θα ήταν πάντα εδώ για εκείνη. Και ήξεραν και οι δύο ότι δεν θα ήταν.


Κανείς για κανέναν δε μπορεί να είναι πάντα εδώ.

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

cafe racer

Ένα ποστ για όσο κρατήσει ένα τραγούδι. Αυτό το τραγούδι.

Να ξεκινήσεις με κεφαλαίο και να προλάβεις να βάλεις την τελευταία σου τελεία. Σε 5,29 ακριβώς χωρίς τις διαφημίσεις του youtube. Και αν δεν τα καταφέρεις, θα σου τραβήξουν τη σελίδα από μπροστά σου. Δεν θα προλάβεις να ολοκληρώσεις την τελευταία σου λέξη και η μύτη θα γράψει μια άτσαλη τρεμάμενη γραμμή, που θα συνεχίσει πάνω στο τραπέζι μέχρι να σηκώσεις τα μάτια να δεις ποιος τράβηξε τη σελίδα.

Και θα έχεις χάσει. Και η εικόνα σου θα είναι σαν του διψασμένου που σαν έκανε να βάλει το ποτήρι με το νερό στο στόμα ένα χέρι το πήρε και το σκόρπισε στο πάτωμα. Και ενώ εντοπίζεις το δεξί σου χέρι, αδυνατείς να βρεις το αριστερό.

Έχεις 5,29 και διαπιστώνεις ότι δεν ξέρεις για τι ήθελες να γράψεις. Και σου έρχεται το μονάκριβο που έχασες, το μοναδικό που δεν ξέχασες. Απλώνεις το αριστερό χέρι να χαιδέψεις το σημάδι στην πλάτη. Και πριν ανακουφίσεις τη φαγούρα διαπιστώνεις ότι το τραγούδι τελειώνει, παίρνεις το αριστερό χέρι από την πλάτη και αρπάζεις τη μισογραμμένη σελίδα και την τραβάς ενώ το δεξί κοιτά ξαφνιασμένο.

Στο 5,28 το μισό σου που φτιάχνει και το μισό σου που χαλάει.


Νομίζω έχασα.

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

(δε βρίσκω τίτλο)

Τον θυμάται να πλησιάζει σαν μια λευκή σελίδα.

Και όταν την έφτασε η παρουσία του έγινε μια απόλυτη, δηλωτική τελεία.

Τα βλέμματα που ανταμώθηκαν πρώτη φορά γέμισαν θαυμαστικά.

Και όλες οι απαντήσεις χαρίστηκαν στα πόδια του αχρηστεύοντας ερωτηματικά.

Ανάσα κατάφερε να πάρει μόνο σε μια δική του άνω τελεία.

Κανένας χωρισμός λογικός ή παράλογος δεν απαιτήθηκε την ώρα εκείνη και πήγανε χαμένα τόσα κόμματα.

Όσα ήτανε να αναλυθούν είχαν αναλυθεί από πρώτα και ίδια τύχη είχανε οι άνω και κάτω τελείες.

Κανένας διάλογος δε στάθηκε δυνατός, σαν να μιλούσανε μαζί, πάνε κι οι παύλες.

Τίποτα δευτερεύον και επεξηγηματικό, όλα σημαντικά έξω από διπλές παύλες και παρενθέσεις.

Κάθε άγγιγμα να ομολογεί τις ίδιες δύο λέξεις ξανά και ξανά, ειπωμένες ολόκληρες χωρίς ομοιωματικά.

Να θυμίσει κανείς στον άλλο τίποτα δε χρειάστηκε άδικα και τα εισαγωγικά. 

Κάθε φορά που τα θυμάται, είχε να πει και άλλα πολλά μα δεν πρόλαβε να βάλει αστερίσκους.

Όταν την άφησε η απουσία του έγινε μαχαίρια αποσιωπητικά.


Και τον θυμάται να φεύγει σαν μια λευκή σελίδα που δεν θα γραφτεί ποτέ ξανά.

δήλωση

Πριν κάτι μέρες τα έβαλα με έναν κόκορα. Εννοείται νίκησα. Τι να σου κάνει το ζωντανό ψόφιο.

Αυτά είναι τα καλά να έχεις συγγενείς σε χωριό. Τα κακά είναι που το κοτόπουλο έρχεται ολόκληρο. Σε σακούλα. Ευτυχώς όχι μαύρη. Και το λαρύγγι κομμένο οριακά κάτω από το λειρί. 

Πολύ μαύρο και πολύ κίτρινο, βρομούσε κοτοπουλίλα, έτσι όπως πρέπει να βρωμάνε όλα τα κοτόπουλα.  Λίγο λιπόσαρκο μου φάνηκε, μάλλον θα είχε πέσει πολύ κυνηγητό με τις κότες.

Το ξάπλωσα στο νεροχύτη και έβγαλα τα μαχαίρια μου. Ένιωθα να έχω σμίξει τα φρύδια Είχα σηκώσει και το πάνω χείλος σε μια έκφραση αηδίας. Προσπαθούσα να παίρνω όσο πιο κοφτές ανάσες γινόταν. Είχα βάλει και το νερό να βράζει να το θερμίσω που λέει και η γιαγιά μου.

Τα μαχαίρια μου δεν τα κατάφερναν να το κόψουν. Οπότε έπιασα και με τα δυο χέρια και άρχισα να τραβάω μέλη όπου υπήρχε άρθρωση. Έπρεπε να το κόψω. Έπρεπε να φάμε. Η προσπάθεια μου με έκανε σιγά σιγά να συνηθίζω. Να ξεχνάω την αηδία μου. Στο πρώτο κρακ που έκαναν τα κόκαλα στάθηκα για να καταλάβω τι είχα κάνει. Και δεν ήταν και ακριβώς κρακ. Κρικ, πιο γλυκό. Ενοχλήθηκα για δευτερόλεπτα και συνέχισα, αφού συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να τα καταφέρω.

Το διαμέλισα όλο με τα χέρια. Μέχρι να κόψω το μισό το είχα συνηθίσει. Στο τέλος κοίταξα και με καμάρι τι είχα κάνει. Το έβαλα να βράσει. Έχυσα το αίμα από τη λεκάνη που το έπλυα στο νεροχύτη, έκλεισα καλά τη σακούλα με ότι είχα πετάξει, την κατέβασα στον κάδο και έπλυνα με ξύδι και χλωρίνη.

Μισή ώρα μετά το σπίτι μοσχοβολούσε κοκκινιστό χωριάτικο κοτόπουλο με μπαχάρι, γαρύφαλλο και κανέλα. Τίποτα δεν ομολογούσε ότι είχα κάνει κομμάτια ένα ψόφιο ζωντανό πριν από λίγο. Ούτε κοτόπουλο ούτε ζημιά. 

Το σέρβιρα με κάτι χωριάτικες χυλοπίτες και έγινε χαμός. Δεν έμεινε τίποτα. Εκεί που ήμουν έτοιμη να ξανακαμαρώσω δήλωσα:



Αυτό με το κοτόπουλο μην ξαναγίνει.

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

the Gravedigger's Song

Και να ‘τανε αληθινή μα ευτυχώς δεν είναι.  Μα πιο αληθινή δε γίνεται να είναι.

Τη μάζεψα στο ίντερνετ. Και αν ήτανε στο χέρι μου θα την κατέβαζα τελείως. Στα μάτια τους φθηνή μη γίνει. Την έκρυψα όχι πολύ καλά ομολογώ, σε ένα φάκελο στην επιφάνεια εργασίας μου, με όνομα pou mou aresoun. Την άφησα εκεί να σκανδαλίζει τα υπόλοιπα που μου αρέσουν, κάτι χαρωπές χρωματιστές και άλλες έξυπνες με νόημα φωτογραφίες.

Να τη σκεπάσω ήθελα και αυτή εκεί, να ανακατεύει τα μαλλιά της με το χώμα, να τεντώνεται, να αναδιπλώνεται, να αιωρείται πάνω από πλάκες πεζοδρομίου και να μην της φτάνει. Να αλλάζουν οι εποχές, να πέφτουνε τα φύλλα και πάλι να φορτώνονται τα δέντρα και αυτή εκεί. Κινούμενη ασάλευτη.

http://www.youtube.com/watch?v=mVCNSZPPr9M
Που δέρμα να αγγίξεις και να μην καείς; Πώς να μη δεις εκεί στους αστραγάλους το δέρμα πως ζαρώνει, αυλάκια να χυθείς. Και στο λαιμό τα κόκαλα, στο στέρνο, πως διαγράφονται με την ανάσα που χει πάρει. Να δέσεις μια θηλιά και να πνιγείς και εσύ και αυτή.

Γυναίκα και εγώ, με γάμμα το μικρό κοντά της, μα δε μπορώ να τη ζηλέψω. Ακόμα και αν τα μάτια μου τα στήθη της λιγώνουν δε μπορώ. Μόνο να τη χαζεύω.

Και κάθε φορά που την κοιτώ κάτι άλλο αντικρίζω και με γραπώνει και με σέρνει εκεί. Σε όλες τις φορές, δε θα τις κρίνω, που δόθηκα και μου δωσαν. Απόλυτα, ολοκληρωτικά, έστω για μια στιγμή. Κλεφτά και τίμια, κρυφά ή φανερά. Και ας μη θυμάμαι πια ονόματα και ας μη θυμούνται το δικό μου.


Μ’ αυτή στα μάτια μου ξεχνώ και δε θα ξεχωρίσω, στάχτες που μ’ άφησαν ή άφησα. Θα μένει μόνο η φωτιά όπως ανάβει στο κορμί της. Πυρακτωμένος ο χαλκός, έτοιμος για να λιώσει, εκεί στα κόκκινα αιώνια η τυχερή θα καίγεται, πίσω από τα κλειστά της βλέφαρα κανέναν να μη νιώθει. Μόνο τον εαυτό της.

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

σηκωμένο μολύβι

Τίποτα από όλα αυτά δεν τα άκουγε πρώτη φορά. Δεν ήταν λέξεις που δεν τις είχε ξαναδεί γραμμένες. Με αυτή ή και με άλλη σειρά. Λέξεις που θα τις συναντούσε ξανά και ξανά. Θα τις διάβαζε σε μάτια αγαπημένα και όχι.

Μα έγινε σαν να γεννήθηκαν μαζί. Εκείνος, το μολύβι, το χαρτί και εκείνη. Ποιος έδωσε σε ποιον τις λέξεις ποτέ δεν έμαθαν. Ποιος τις πήρε νιώθουν σίγουροι ότι το ξέρουν.

Και άρχισαν να ζουν μέσα σ’ αυτό. Και εκείνος έγραφε για να συμβούν και αυτά να ‘χουν συμβεί από πρώτα. Μάτια που δεν ειδώθηκαν ποτέ, χέρια που έμειναν ανέγγιχτα, μέλη να υποφέρουν λες και ενώθηκαν κάπου κάποτε και τώρα πεθαίνουν αργά στην απουσία.

Τον διάβαζε και την έγραφε. Σε λέξεις μικρές, απλές, χιλιοειπωμένες. Μα πιο πολύ στις παύσεις, στα κενά και στα σημεία στίξης. Στις προτάσεις που ξεκινούσαν με μικρό και έμεναν μετέωρες χωρίς μια τελεία, ένα θαυμαστικό. Σε σελίδες λευκές. Κλειδωμένες.

Πολλές φορές την έσπασε στη μύτη του μολυβιού βάζοντας τελεία άτσαλη. Μα ξεκινούσε άλλη πρόταση αμέσως με το χέρι του να τρέμει. Άλλες εκείνη τον κορόιδευε κάνοντας κούνια στο μολύβι, γράφοντας μουτζούρες και μετά κλαψούριζε δεν θα το ξανακάνω.

Τις ίδιες λέξεις ξανά και ξανά, για να την αγαπά, να τη μισεί. Να την ολοκληρώνει και να την αφήνει μισή. Να τη σπάει σε κομμάτια και να την κολλά. Να την κρατάει εγωιστικά δική του και να τη δίνει δανεική.

Δανεική και αγύριστη θα μείνει. Το μολύβι σηκώθηκε, το χαρτί κιτρίνισε. Τη βλέπω καμιά φορά να πηδά να βγει από το χαρτί να προσπαθεί να φτάσει το μολύβι. Κάτι αξημέρωτα τα καταφέρνει. Αρπάζει το μολύβι και το γυρνά στον εαυτό της. Κάνει να γράψει, μα σπάνια θα βρει τις λέξεις και όταν τις βρει δεν θα ‘χει χώρο να τις γράψει. Και αρχίζει και γράφει πάνω της και χαράζει, γδέρνεται, σκάβει τον εαυτό της. Νομίζει θα ανακουφιστεί μα πιο πολύ πληγώνεται. Και όσο και να προσπαθεί ακόμα και το «και» ίδιο με εκείνου ποτέ δεν θα το γράψει.

Και όταν καμιά φορά τους βλέπω, έξω από το χαρτί, να ζουν, ζωές δικές τους, ξεχωριστές, τίποτα δε θυμίζει τους εαυτούς που είχαν. Μόνο στιγμές που σκύβουν, οι τώρα εαυτοί για να μαζέψουν κομμάτια που έσπασαν των εαυτών που έχασαν, βλέπω μουτζουρωμένες λέξεις στην παλάμη του αριστερού χεριού τους.


Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

super κόμποι

- Που είσαι παιδί μου τόση ώρα; Σε έχω πάρει ένα σωρό τηλέφωνα.

- Και ανησύχησες; Στο supermarket ρε μάνα. Τι ανησυχείς;

- Ε, δεν σε είχα ακούσει όλη μέρα. Τι καλό πήρατε;

Χαζή αυτή, χαζή και εγώ. Άκου τι πήρατε. Γέρνω αριστερά, τραβάω και το καλώδιο μαζί με το ακουστικό και χρησιμοποιώ τις ακτίνες Χ που έχω για να διακρίνω τι έχει μέσα η σακούλα, γιατί από μυαλό είχα ξεμείνει.

Και αρχίζω.

- Τα βασικά. Γάλα. Δημητριακά. Βούτυρο. Νομίζω και ένα Ava. Δε βλέπω.

- Τι δε βλέπεις. Δε θυμάσαι; Φρούτα; Δεν πήρες φρούτα;

- Είχα πάει το πρωί λαϊκή ρε μάνα.

- Μπράβο παιδί μου.

Καμαρώνει η χαζή νούμερο δύο που είπε μπράβο η μαμά, που πήρε φρούτα από τη λαική. Που δε μπορεί να διακρίνει το τρία μπροστά από το ένα και νομίζει ώρες ώρες ότι ακόμα είναι ενός έτους.

Το χρειαζόμουν όμως. Αυτό το παιδί μου. Αυτό το μου. Αυτό που κρύβει το μου ενός γονιού. Αυτό που σε κάνει να νιώθεις ότι και ο ουρανός να πέσει στο κεφάλι σου αυτό το μου θα σε γλιτώσει.

Χρόνια τώρα παρόμοια εικόνα. Σε κάθε πόλη σε κάθε κατάστημα. Μια σοκολατιά, τσιγγάνα, όλο το πρόσωπο δυο όμορφα μάτια, με βαμμένα μαλλιά κακό καφέ και ένα μωρό στην αγκαλιά. Μωρό. Όπως λέμε ΜΩΡΟ. Ενός, δύο; Μηνών. Ξανθό (τι καλά!). Έτσι για να έχει και σασπένς. Σε κοιτάει από χαμηλά. Τα μάτια όλο ασπράδι και λίγο μαύρο, ότι έχει μείνει από τις κόρες όπως κάνει να σε φτάσει τόσο ψηλός που είσαι. Δε μιλάει.

Πρώτος κόμπος.

 Δεν παίρνω καλάθι. Τρία πράγματα έχουμε. Ας τα πάρουμε στα χέρια.

Στο ταμείο σε πέντε λεπτά. Στο ένα εμείς. Στο τρία εκείνη.

Δεύτερος κόμπος. Κόμπος στον κόμπο.

Όλα για το παιδί. Βάζει το χέρι κάπου σαν τσέπη και αφήνει μόνο ψιλά. Πολύ ψιλά. Μονόλεπτα, δίλεπτα άντε και κανένα πεντόλεπτο.

Το μάτι της ταμία θολώνει. Αρχίζει το μέτρημα.

- Δε φτάνουν.

Εκείνη δεν καταλαβαίνει.

-  Δεν φτάνουν λέω. Όλα αυτά δεν φτάνουν.

Υψώνει τον τόνο της φωνής της. Εξακολουθεί και δεν καταλαβαίνει. Μάλλον. Κοιτάει γύρω της.

Νομίζω θα βγάλω τα άντερά μου στη δική μας την ταμία. Το στομάχι μου έχει γίνει άπειρους κόμπους δεμένους απανωτά ο ένας στον άλλο. Θα τα βγάλω, είναι σίγουρο. Πάνω στο γάλα και το βούτυρο.

Μέσα μου φωνάζω. Δωστης τα εσύ μωρή. Πόσα της λείπουν; Γιατί μας το κάνεις αυτό; Δωστα!

-  Έλα, τι κάθεσαι. Πήγαινε από εκεί να δεις πόσα της λείπουν.

Εκείνος ψιθυρίζει, ήρεμα, τρυφερά, με σπρώχνει ελαφρά στη μέση με το χέρι του.

-  Δεν μπορώ. Με ξέρεις. Πήγαινε εσύ.

Και τελικά πηγαίνει εκείνος.

Δε μπορώ. Κωλώνω. Πάντα έτσι κωλώνω. Φάτσα φόρα κωλώνω. Νιώθω λίγη. Να σκύψω να απλώσω χέρι να δώσω, νιώθω λίγη.

Στα κρυφά, στα μουλωχτά, όταν δεν κοιτά κανείς και πίσω από πλάτες άλλων, να δώσω για να δώσουν τα καταφέρνω.

Το είχα ανάγκη αυτό το μου της μάνας μου. Όχι για να μου λύσει τους κόμπους από το στομάχι. Αλλά έτσι. Για να μπορώ να νιώθω ότι το μου της, μπορεί ακόμα να γίνεται κόμπους άλυτους. Που αντέχει ακόμα και δεν προσπερνά, και ας μη μπορεί πάντα να απλώσει το χέρι από ντροπή αντίστροφη και μόνο.



Όσο δένονται τα στομάχια μας φιόγκους μπορεί και να το παλέψουμε. Και εμείς και οι υπόλοιποι.

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

πέτρες

Σήμερα μαζέψανε και τις τελευταίες ομπρέλες. Μόνο το καπάκι. Το ξύλο έμεινε.


Σαν να είδα παλουκωμένα τα καλοκαίρια που πέρασαν. Λίγο ανακατεμένα χρονολογικά, μα όλα, ένα ένα καλά καρφωμένα με τη γλώσσα να κρέμεται στην άκρη ξεραμένων χειλιών από την αλμύρα.

Ιδέα μου θα ήταν.

Η θάλασσα δέχεται ακόμα κάποιους γενναίους. Ξένους κυρίως.

Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων Ρώσων και μια οικογένεια νέων, Άγγλοι μάλλον, με δύο πιτσιρίκια, σκορπισμένοι σε μια έκταση κάποιων χιλιομέτρων.

Το ζευγάρι μπρούμυτα, με ένα ολόσωμο μαγιό η κυρία προσπαθούσε να βολέψει τα τεράστια στήθη της ανάμεσα στα βότσαλα. Εκείνος την κοιτούσε εκεί ανάμεσα και χαμογελούσε κοροϊδευτικά προς τα βότσαλα, που ήταν αναγκασμένα να κάνουν στην άκρη για να δεχτούν τέτοιον όγκο.

Τα πιτσιρίκια με γυρισμένα μπατζάκια έπαιζαν δειλά στην άκρη με το νερό και η μαμά διάβαζε ένα βιβλίο κουκουλωμένη με ζακέτα. Ο μπαμπάς ξυπόλητος, κοιτώντας κάτω, στην αγκαλιά καμιά ντουζίνα βότσαλα, κινούμενος προς την αντίθετη πλευρά από αυτή της θάλασσας, έψαχνε για το επόμενο θύμα.

Θα κουβαλήσει πέτρες, θα της πάει εκεί από όπου ήρθε, άμα δεν τον βγάζουν τα κιλά θα τις πληρώσει κιόλας στο αεροδρόμιο. Θα τις βάλει δίπλα στο τζάκι. Θα βάλει τα πιτσιρίκια να ζωγραφίσουν ψάρια. Τα ψάρια που νομίζουν ότι είδαν στην Ελλάδα. Θα ακουμπήσει τα ψάρια σε ένα περβάζι παραθύρου, να κολυμπάνε στην ομίχλη και στη βροχή. Σε μερικές θα ζωγραφίσουν γιασεμί και βασιλικό. Θα κάθονται στο τραπέζι της κουζίνας και θα χώνουν ο ένας στη μύτη του άλλου την πέτρα και θα λένε μύρισε και θα χασκογελάν.

Τι είναι ο ήλιος και η θάλασσα σε μια καλύτερη ζωή. Τι είναι το γιασεμί. Το δικό σου ελαιόλαδο. Τι είναι καλύτερη ζωή. Τα ζυγίζω σε μια ζυγαριά χαλασμένη. Λάθος κιλά, λάθος ζύγισμα.

Σίγουρα όμως φεύγοντας δεν θα κουβαλήσω πέτρες μαζί μου. Δεν θα έχω και χρήματα να πληρώσω τα επιπλέον κιλά.

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

από μακριά

Από μακριά τώρα πια οι πληροφορίες και με ποσοστά.

Στο τι κάνετε θα βάλεις ένα 200% πάνω, θα πεις μια χαρά και θα το γυρίσεις ξαφνικά στο εσείς πες μου τι κάνετε.

Γίναμε εσείς και εμείς, με κάτι χιλιόμετρα να μας χωρίζουν. Ήμασταν μια οικογένεια και τώρα σπάσαμε. Όποιον και να ρωτήσεις θα σου πει αυτό είναι το λογικό. Η σωστή εξέλιξη. Χέστηκα. Ώρες ώρες με ενοχλεί, φαντάζομαι πόσο ενοχλεί εκείνους.

Στο έχει δουλειά θα είσαι προσεκτικός δεν θα υπερβάλεις, θα βάλεις μόνο ένα 50% πάνω, θα απαντήσεις κάτι γίνεται, μη σε νοιάζει θα τη βρούμε την άκρη εμείς και πάλι θα το γυρίσεις στο εσείς κάνετε τίποτα;

Υπάρχουν τρύπες και τρύπες. Υπάρχουν τρύπες που κλείνουν και τρύπες που γίνονται μαύρες και καταβροχθίζουν ότι βρουν μπροστά τους. Οι  «εσείς» έκαναν τις τρύπες τους να κλείνουν, οι «εμείς» τις μαυρίσαμε.

Στο πόσα ξέρει ο μπαμπάς από αυτά που συμβαίνουν αρχίζουν τα ποσοστά με μηδέν και υποδιαστολή. Και όταν τη ρωτάς τι λέει και για αυτά που ξέρει τον ακούς από μέσα να γκρινιάζει.

-Πως μας κατάντησαν έτσι. Τι θα κάνουμε. Τι λάθη έκανα. Εσείς δεν έχετε ανάγκη. Εμείς τι θα κάνουμε.

Και παραληρεί και εγώ δαγκώνομαι και εκείνη στη μέση. Και εκείνος δεν ξέρει και εγώ δεν αντέχω να τον ακούω. Πες του να σταματήσει γαμώτο μια χαρά είστε, μη γίνεται αχάριστος.

Και εκείνη πασάρει το ακουστικό σε εκείνον και μας κάνει και τους δύο να σκάσουμε. Άντε βρες λέξεις τώρα.

-Έλα μικρή.
-Τι γκρινιάζεις πάλι μωρέ;!

Εβδομήντα χρονών συνταξιούχος καπετάνιος άντε βγάλε άκρη και μετά βάλε και σε σειρά τις ξεροκεφαλιές.

- Τι γκρινιάζω. Δες πως με έκαναν. Να μην μπορώ να σας βοηθήσω. Να μη μπορώ να σας δώσω τίποτα.
- Μας έδωσες
-Τίποτα δεν σας έδωσα.
-Μας μεγάλωσες.
-Τίποτα δε σας έδωσα.
-Μας σπούδασες.
-Τίποτα δε σας έδωσα.
-Μας έδωσες ότι χρειαζόταν για να μη χρειάζεται να ζητάμε άλλα.

Μα δεν ακούει. Σε έμαθε να κρίνεις, να μη ζητάς και εκείνος δε μαθαίνει με τίποτα να μη δίνει άλλο.

-Να το πουλήσω το ρημάδι, να ξεχρεώσει ο αδερφός σου, να βοηθήσω και εσένα.
-Μπαμπά φτάνει. Πες τώρα τι κάνει ο εγγονός σου.
-Τι να κάνει ρε μικρή. Δύο μηνών άνθρωπος και όλο γελάει. Μόνο σε εμένα γελάει. Και όλο κάτι θέλει να μου πει. Τι να θέλει να μου πει.

Ευχαριστώ ρε μπαμπά. Ευχαριστώ θέλει να σου πει και αυτός. Τι άλλο.


Ευχαριστώ.