Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

με μια μπύρα, μια λεμονίτα και ένα μπουκαλάκι νερό


Και οι δύο γύρω στα τριάντα. Εκείνη λίγο μεγαλύτερη. Κάπου στα εικοσιπέντε τους μετά τις σπουδές άφησαν το σπίτι. Η μάνα της έκλαιγε λες και πήγαινε σε άλλη ήπειρο, ενώ μετακόμιζε τρεις στάσεις νοτιότερα με το τρένο. Ο πατέρας του τον ψευτοέδιωχνε δίνοντας του τα κλειδιά από το καινούργιο αυτοκίνητο, του γκρίνιαζε «δρόμο ρε, αλλά να έρχεσαι να βλέπεις τους γέρους σου». Εκείνος πήρε τελικά το παλιό και έφυγε.

Στα εικοσιοκτώ τους, εκείνη πήρε συνεχόμενα τέσσερις πέντε φορές το τρένο να μεταφέρει ρούχα και παπούτσια και εκείνος φόρτωσε το παλιό αυτοκίνητο και επέστρεψαν. Η μάνα της ξαναέκλαιγε, ο πατέρας του αποφάσισε να πουλήσει το καινούργιο αυτοκίνητο.

Θα βρεθούμε;

Θα το ήθελα. Μόνο…Έχω να πληρωθώ τρεις μήνες. Αφοπλιστική η ειλικρίνεια της.

Ε και;

Δεν θέλω να τα πληρώσεις όλα εσύ. Έχει ένα πάρκο κάτω από το σπίτι μου. Θέλεις να έρθεις;

Αν είναι να νιώσεις καλύτερα, να έρθω. Πιο πολύ για να νιώσει εκείνος καλύτερα που είχε να πληρωθεί πέντε μήνες.

Σε μια ώρα είναι καλά;

Είναι.

Στο περίπτερο στη γωνία.

Στο περίπτερο στη γωνία.

Άνοιξη σχεδόν. Τα σκουπίδια άνθιζαν γύρω από το πάρκο. Βρήκαν ένα παγκάκι με λίγο φως και περισσότερο σκοτάδι μακριά από τα περισσότερα σκουπίδια. Κάθισαν κανονικά και όχι στην πλάτη όπως συνήθιζαν στα δεκαέξι τους. Στα τριάντα δεν πρέπει να αναπολείς τίποτα. Στα τριάντα ζεις.

Θέλεις μια μπύρα;

Δεν πίνω. Πάρε εσύ.

Δεν θέλεις κάτι να πιείς;

Μια λεμονίτα. Έψα. Αν έχει. Αλλιώς ένα μπουκαλάκι νερό.

Την άφησε και πήγε προς το περίπτερο. Κάθε επτά περίπου βήματα γυρνούσε να κοιτάξει αν είναι ακόμα εκεί. Αν την πείραξε κανείς.

Με καλαμάκι ό,τι και αν φέρεις. Συμπλήρωσε από μακριά.

Μετά έβγαλε το κινητό της από την τσέπη. Δεν έκανε check in στο facebook, δεν έβγαλε τον εαυτό της μια καλλιτεχνική φωτογραφία ούτε το πάρκο να το περάσει από φίλτρα να φαίνεται όμορφο. Κοίταξε μόνο τι ώρα είναι, για να υπολογίσει μετά πόση ώρα κατάφερε να τον δει.

Εκείνος γύρισε με τέσσερα καλαμάκια όλα διαφορετικό χρώμα μεταξύ τους, μια λεμονίτα, ένα μπουκαλάκι νερό και μια μπύρα.

Για να διαλέξεις χρώμα. Και της τα έδειξε όλα.

Πήρε τη λεμονίτα και το κίτρινο καλαμάκι. Εκείνος άνοιξε τη μπύρα με τον αναπτήρα. Είχε χρόνια να το κάνει και εκείνη είχε χρόνια να το δει να γίνεται.

Έφαγες τίποτα;

Είχε μαγειρέψει η μάνα μου, αλλά δεν μου άρεσε.

Πεινάς;

Και ναι και όχι.

Τι θα ήθελες να φας;

Θα ήθελα μια καρμπονάρα νομίζω. Εσύ;

Το θέμα είναι τι θέλεις εσύ.

Μακαρόνια. Καρμπονάρα. Αλλά με κρέμα γάλακτος. Όχι με αυγό.

Όπως νομίζεις. Έτσι και αλλιώς εσύ θα την έχεις μαγειρέψει.

Δεν με πειράζει να έχει μανιτάρια. Αλλά θα τα βγάλω. Αν τρως εσύ θα βάλω, αν όχι, δεν θα βάλω.

Δεν τρώω.

Ωραία.

Θα καθίσεις στο τραπέζι και θα σερβίρω εγώ. Όχι πολλά πολλά. Ούτε κεριά, ούτε λουλούδια. Μια λάμπα με πορτοκαλί φως κάπου πίσω μου να φτάνει να φωτίζει το πρόσωπό σου. Δύο πιάτα. Χωρίς τραπεζομάντιλο. Να ακούς τον ήχο όταν θα τα ακουμπάω στο τραπέζι. Τον ήχο που κάνει η πορσελάνη στο ξύλο. Ένα μπολ με σαλάτα και ένα με ζεστό, ψημένο ψωμί. Γλυκό κρασί στο ποτήρι. Το μπουκάλι θα παραμένει στο ψυγείο. Κάθε δύο τρεις μπουκιές και μια γουλιά. Και κατάπιε τη μπύρα που γέμιζε το στόμα του. Λίγο κρασί όμως στο ποτήρι για να βάλω και δεύτερο.

Ναι λίγο. Και οι μπουκιές αυτές οι ιδανικά φτιαγμένες. Το πιρούνι κρατάει και από λίγο από κάθε ένα από τα υλικά που έχει το πιάτο, χωρίς να γεμίζει το στόμα. Για να μπορείς να τα γευθείς κάθε ένα ξεχωριστά και όλα μαζί. Τη μπουκιά που θέλεις και άλλο όχι από πείνα, αλλά από γεύση.

Ναι. Και θα έχω βάλει το παγωτό στο ψυγείο. Δέκα λεπτά πριν στο σερβίρω. Θα φας όσο θέλεις μακαρόνια. Αλλά θα αφήσεις λίγο χώρο για να φέρω το παγωτό. Το μπολ στη μέση και δύο κουτάλια. Εννοείται θα έχει μουσική. Ίσως pink floyd.

Γέμισε όσο μπορούσε και τα δύο μάγουλά του μπύρα ξανά, την κατάπιε και άρχισε να τραγουδάει μισοχαμογελόντας.

Heaven sent the promised land
Looks alright from where I stand
Cause I'm the man on the outside looking in


Και θα σου έβαζα ακόμα ένα ποτήρι κρασί.

Δεν θα φάω πολύ. Οριακά να μην έχω χορτάσει.

Όσο θέλεις. Μαζί με το παγωτό θα σου έχω και λίγα ζεστά brownies. Λίγα όμως.

Ένα να με αφήσεις να φάω.

Είχε ανοίξει τη λεμονίτα της είχε βάλει το καλαμάκι και αφού έπινε μισή γουλιά, τσαλάκωνε το καλαμάκι το έβαζε όλο μέσα στο μπουκαλάκι και το έκλεινε με το καπάκι. Μετά το άνοιγε, στρίμωχνε το δείκτη στο μπουκαλάκι, ψάρευε το καλαμάκι, το έβγαζε έξω και ξαναέπινε μισή γουλιά. Και σε πέντε λεπτά πάλι τα ίδια.

Ναι. Και μετά μπορείς να ξαπλώσεις στον καναπέ. Θα σου φέρω το μαξιλάρι μου και μια κουβερτούλα. Για το άραγμα μετά το φαγητό.

Ναι κουκούλωμα.

Και φυσικά μουσική και ακόμα ένα ποτήρι κρασί. Και ξανάρχισε να σιγοτραγουδά.

Fly bright by candlelight
With her by my side
And if she prefers we will never stir again


Δεν ξέρω αν θα το καταφέρω ακόμα ένα.

Δεν πειράζει, αρκεί να υπάρχει.

Σίγουρα θα έχω ζαλιστεί.

Θα κουκουλωθείς ακόμα πιο όμορφα στον καναπέ.

Θα έχουν κοκκινίσει και τα μάγουλά μου.

Τα μάγουλα της κατάφεραν να κοκκινίσουν και μόνο από τρεις μισές γουλιές λεμονίτα.

Θα έχουμε αφήσει και λίγο παγωτό να το απολαύσεις στον καναπέ.

Και θα μου μιλάς;

Εννοείται. Μέχρι να σε πάρει ο ύπνος.

Τι θα μου λες;

Δεν ξέρω ό,τι θέμα θα έχουμε πιάσει.

Και αν κοιμηθώ;

Και πάλι δεν ξέρω. Μάλλον θα τελειώσω το κρασί μου και θα κοιμηθώ και εγώ.

Και θα με αφήσεις να κοιμηθώ στον καναπέ;

Δεν θέλεις;

Θέλω. Και εσύ που θα κοιμηθείς;

Σε ό,τι υπάρχει διαθέσιμο.

Δύο δεκαεξάρηδες με πατίνια έκαναν σχέδια στα πεζούλια δύο μέτρα δίπλα τους, βγάζοντας λίγο χώμα από το πάρκο πάνω στο πεζοδρόμιο.

Ξέρεις καμιά φορά ξυπνάω μες τη νύχτα. Ιδρωμένη. Τρομαγμένη με ταχυπαλμίες.

Αν ξυπνήσεις δεν ξανακοιμάσαι μετά;

Δύσκολα.

Ε τότε θα σου φέρω λίγο ακόμα κρασί. Και μετά κουβέντα μέχρι να κοιμηθείς. Θα δουλέψει αυτό;

Δεν ξέρω. Αλλά δε νομίζω να πιώ κρασί μετά τον ύπνο.

Τι θα δουλέψει τότε;

Αλήθεια δεν ξέρω.

Θα αυτοσχεδιάσουμε τότε.

Αν κοιμάσαι όταν θα ξυπνήσω;

Θα κοιμηθώ στην καρέκλα, για να ξυπνήσω όταν ξυπνήσεις.

Όχι, δεν το θέλω αυτό.

Τότε;

Τότε θα στριμωχτείς μαζί μου στον καναπέ για να με νιώσεις να ξυπνάω.

Θα στριμωχτούμε πολύ. Το θέμα είναι να είμαστε άνετα.

Και θα είσαι άνετα στην καρέκλα;

Όχι αλλά θα είναι τουλάχιστον ο ένας από τους δύο μας.

Όχι, δεν θέλω να είμαι άνετα και εσύ όχι.

Ωραία. Στρωματσάδα στο πάτωμα.

Τέλεια.

Τα λύσαμε τα προβλήματα.

Εκτός από το τι θα κάνουμε αν ξυπνήσω τρομαγμένη.

Συνήθως τι κάνεις όταν ξυπνάς.

Τα βάζω με το ταβάνι.

Ο ουρανός πεντακάθαρος. Ούτε δείγμα σύννεφο για ταβάνι. Ξαστεριά.  

Οκ, λοιπόν. Θα τα βάλουμε με το ταβάνι.

Μαζί;

Μαζί. Και αν πιάσει έπιασε.

Αν δεν πιάσει θα ξημερώσει.

Θα έχουμε και το κρασί.

Το παγωτό.

Το παγωτό.

Και όταν ξημερώσει;

Όταν ξημερώσει…Δεν ξέρω. Μα πρέπει να φύγω. Σε λίγο περνάει το τελευταίο λεωφορείο. Το αυτοκίνητο είναι πάλι συνεργείο.

Σηκώθηκαν μαζί, περπάτησαν μέχρι τον κάδο και προσπάθησαν να στριμώξουν το μπουκάλι από την άδεια μπύρα και τη μισογεμάτη λεμονίτα με το καλαμάκι μέσα. Το σφραγισμένο ακόμα νερό και τα υπόλοιπα τρία καλαμάκια θα τα έπαιρνε μαζί της.

Την πήγε μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας. Απ’ έξω στεκόταν η κυρία του πρώτου, είχε βγάλει το σκυλάκι της βραδινή βόλτα μα δεν το πήγε ούτε μέχρι τη γωνία και εκείνο επέλεξε να τα κάνει δίπλα από τα κουδούνια. Έμεινε πεισματικά εκεί και αυτό και η αφέντρα του να τους κοιτάνε. Χαιρετήθηκαν από μακριά με ένα θα τα πούμε ναι; Περίμενε να δει το ασανσέρ να την αφήνει στον όροφό της και πήγε προς τη στάση.

Σε τρία τέταρτα περίπου, πίσω από τον υπολογιστή θα της έγραφε για όταν θα ξημερώσει.




Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

σαν τα σταφύλια της οργής;

Μου είπε, 

έχεις διαβάσει ποτέ ένα βιβλίο
«τα σταφύλια της οργής»;
θα σταματούσες να φοβάσαι
πολύ περισσότερο από όσα «μη φοβάσαι» μπορεί κάποιος να σου πει

αφού πρώτα μου είχε πει "μη φοβάσαι".



Το γυρόφερνα για κάνα μήνα πριν φύγω, το γυροφέρνω και τώρα που έχω φύγει. Ακόμα όμως δεν το έχω πάρει.

Είναι όμορφα εδώ. Στην ουσία είναι πιο όμορφα από εκεί. Έχει πεζοδρόμια και δρόμους, πάρκα, μονοπάτια. Όμορφα χαμηλά κτίρια. Δεν έχει αδέσποτα, ούτε σκουπίδια. Ακόμα μπορείς να ανταποδώσεις το χαμόγελο και ένα hello σε αγνώστους. Εντάξει δεν έχει θάλασσα, όχι μπροστά στα μάτια μου δηλαδή. Ήλιο όμως έχεις.

Μόνο που δε μυρίζει τίποτα. Δε μυρίζει πριν τη βροχή, δε μυρίζει κατά τη διάρκεια, δε μυρίζει μετά. Ούτε τα βρεγμένα φύλλα που είναι στρώμα στις άκρες του δρόμου  μυρίζουν. Σαν να έχουν καθίσει όλες οι μυρωδιές λίγο πάνω από το χώμα και αρνούνται να ανέβουν τον αέρα να φτάσουν στα ρουθούνια μου. Εχθές περπάτησα οκτώ χιλιόμετρα και δε μύρισα ούτε καυσαέρια. Ίσως φταίει η εποχή. Δε μπορεί, τόσα δέντρα γύρω κάποτε θα ανθίσουν, θα ανθίσουν και τα αυτοκίνητα και κάτι θα μυρίσει.

Πιάνω τον εαυτό μου να μη θέλει να σταματήσει να φοβάται. Σκέφτομαι ότι αν σταματήσω να φοβάμαι μακριά από εκεί που το ένιωθα πατρίδα μου δεν θα μου έχει μείνει τίποτα να με κρατάει. Ίσως έχω ανάγκη να απορρίπτω κάποιες φορές την ομορφιά που βρήκα εδώ. Ίσως πάλι πρέπει να σταματήσω να φοβάμαι. Ίσως επιβάλλεται να κόψω μαχαίρι ό,τι άλλο με έδενε –εκτός απ΄τους ανθρώπους μου- και να το πάρω από την αρχή. Να θέσω μια νέα βάση, να συνδέσω το εδώ με το εκεί, όχι το εκεί με το εδώ, να πάψω να σέρνω με βία ό,τι δε μπορεί ή δεν θέλει να έρθει μαζί μου. Ίσως. Δεν ξέρω.

Και επειδή πάντα θα βρίσκω και από κάτι να φοβάμαι, το βιβλίο θα το πάρω. Στο λέω. Το αποφάσισα. 

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

προσοχή στο κενό μεταξύ κενού και κενού


Κατέβηκε τα σκαλιά. Πιο αργά, δύο ορόφους, δεν προγραμματιζόταν να ξανακατέβει στη ζωή της. Στο ισόγειο πάτησε το κουμπί του ασανσέρ. Ήθελε να ανέβει στον τρίτο και να τους πάρει αυτή τη φορά και τους τρεις με τα πόδια. Κρατήθηκε. Φοβήθηκε ότι δεν θα τον νιώσει να στέκεται ακόμα πίσω από την πόρτα να προσπαθεί να χωρέσει όσο περισσότερο διάδρομο γίνεται σε ένα ματάκι. Όσα κλάσματα του δευτερολέπτου πήρε στη φωνή να ανακοινώσει την άφιξη στο ισόγειο προσπάθησε να βρει τα μάτια της στον καθρέφτη δίπλα από την είσοδο. Δεν τα βρήκε εκεί που τα θυμόταν και παραιτήθηκε. Πριν αγγίξει το πόμολο της πόρτας ένα κοριτσάκι με μια σχολική τσάντα στην πλάτη άνοιξε την πόρτα μπροστά στο πρόσωπό της. Πέρασε μέσα τρέχοντας και φωνάζοντας, η μητέρα της ακολουθούσε κουνώντας το κεφάλι σε ένα νεύμα συγνώμη, μα πέρασε και αυτή χωρίς να την περιμένει να βγει από την πολυκατοικία.

Βγήκε στο δρόμο μεσ’ το μεσημέρι. Πάντα τα μεσημέρια τα έβλεπε μισά. Τώρα, περπατούσε με μια αίσθηση ότι κάτι ολόκληρο είχε ξεχάσει. Κοντοστάθηκε σε ένα παγκάκι και έβαλε το δεξί πόδι πάνω. Ακούμπησε την τσάντα στο μπούτι της και άρχισε να ψάχνει. Τα κλειδιά μέσα, το κινητό μέσα, το πορτοφόλι, χαρτομάντιλα και όλα τα ψιλολόγια σκόρπια αλλά όλα μέσα. Έκλεισε το φερμουάρ, κατέβασε το πόδι και συνέχισε να περπατά προς το σταθμό.

Κατεβαίνοντας τα σκαλιά σκάλισε τις τσέπες της να βρει το εισιτήριο. Από τη δεξιά έβγαλε ένα χαρτάκι διπλωμένο στα δύο, το κοίταξε και το έβαλε πάλι μέσα. Έψαξε μετά την αριστερή. Βρήκε το εισιτήριο το χτύπησε και άρχισε να κατεβαίνει πάλι σκαλιά αυτή τη φορά για την αποβάθρα. Το τρένο μόλις είχε φτάσει. Περίμενε να μπει τελευταία. Την ώρα που ακούστηκε ο ήχος για το κλείσιμο της πόρτας, έκανε ένα βήμα πίσω και την άφησε να κλείσει μπροστά της.

Βρήκε ένα κάθισμα και βολεύτηκε. Πέρασαν δύο τρένα και μαζί με αυτά δύο σωροί κόσμος. Προσπαθούσε να σκεφτεί αν έκανε όλες τις δουλειές που είχε προγραμματίσει να κάνει. Δουλειές που τις είχε βάλει στον εαυτό της σα δικαιολογία να κατέβει να τον δει. Σίγουρα είχε ξεχάσει κάτι και ας μην είχε αφήσει καμία δουλειά απέξω.

Αποφάσισε να γίνει ένα με τον τρίτο σωρό. Να πάρει το τρίτο τρένο. Σηκώθηκε και πριν μπει μέσα αναρωτήθηκε τι ήταν το διπλωμένο χαρτάκι στη δεξιά της τσέπη. Το έβγαλε και το άνοιξε μαζί με τα πόδια της για να περάσει πάνω από το κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας. Πέντε λέξεις με μολύβι. 

Τον εαυτό σου ξέχασες χαζούλα.

Ένιωσε να πέφτει στο κενό ανάμεσα στα πόδια της, ενώ μεγάλωνε το κενό μέσα της.

Να έρχεσαι όμως και εσύ που και που να με παίρνεις από το χέρι, όταν βλέπεις ότι οι αντοχές μου δε με αφήνουν να σας φτάσω. Εσένα και τον εαυτό μου.



Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

κλίνοντας το need

Δεν έχω καταφέρει ακόμα να βάλω αυτό να παίζει πίσω από κάτι άλλο που κάνω. Κάθε φορά κάθομαι και το κοιτώ. Και τώρα δίπλα μου το έχω να με αποσυντονίζει, μα δεν έχω να κάνω αλλιώς.

Μια κοπέλα περπατά με κλειστά τα μάτια πάνω από ένα παχύ χαλί στο διάδρομο ενός ξενοδοχείου. Στην πόρτα στο τέλος του διαδρόμου την περιμένει. Σχεδόν υποφέρω που δεν ακούω το θόρυβο από τα τακούνια της.

Έχω προσπαθήσει πολλές φορές να φτιάξω μια ιστορία. Μια για εκείνον, μια για εκείνη, μια για τους δύο μαζί και από μια για εκείνους που λείπουν. Όλες μου βγαίνουν λίγες.

Εκείνη αρχίζει να γδύνεται και να χορεύει, αφού λίγο πριν της έδεσε τα μάτια και της πέρασε στο λαιμό κάτι που δεν ανήκει σε κανέναν. Δεν έχει μπροστά του την κοπέλα. Δε βρίσκεται στο δωμάτιο, στο ξενοδοχείο, στην πόλη ή κάπου που να μπορείς να το προσδιορίσεις.

Για μια στιγμή δείχνει να τοποθετεί τον εαυτό του μέσα στο δωμάτιο. Μπορεί και χαμογελά. Μέχρι που χορεύει για δευτερόλεπτα.

Και από πίσω να παίζει

you need some sunshine
you need some daylight


Και όμως δε φτάνει. Δεν μπορούμε να πούμε εμείς στους άλλους τι τους χρειάζεται και τι όχι. Αυτό το γιου νιντ παίζει να ακούγεται και σα βρισιά κάποιες φορές όταν καλά καλά δεν ξέρεις να πεις το άι νιντ.

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

για να μάθω πού πήγε


How I wish I could describe their pain
Or my pain




Είχε βρέξει. 

Από εκείνες τις βροχές που δε λένε να ξεπλύνουν τίποτα. Ούτε αυτά που σφραγίζεις μέσα σου, ούτε αυτά που ξεκλείδωσες και σκόρπισες κάποτε έξω σου. Ένα λεπτό στρώμα νερού αγκάλιαζε τις στρογγυλεμένες πέτρες στο πλακόστρωτο και χωνόταν προκλητικά ανάμεσα στους χωμάτινους αρμούς. Το στενό σκοτεινό. Στο βάθος δεξιά αναβόσβηνε μια πορτοκαλί επιγραφή.

Κινηματογράφος Ηλέκτρα.

Ένας σκεβρωμένος άντρας μόλις έβγαζε το ξύλινο σταντ με τη γυάλινη προθήκη. Έσκυψε το βλέμμα στο πλακόστρωτο και ακολούθησε τους αρμούς πλησιάζοντας να δει τη μορφή πίσω από το τζάμι.

Μύριζε φρέσκο, καμένο βούτυρο. Από την ανοιχτή είσοδο ερχόταν μια γλυκιά ζέστη και ακουγόταν το ποπ κορν που έσκαγε και κοπανιόταν στα τοιχώματα της μηχανής. Μια ξεπλυμένη αφίσα κρεμόταν από τρία μόνο κιτρινισμένα σελοτέιπ σε μια από τις τζαμένιες πόρτες που έμεναν κλειστές. Ένα ζαχαροπλαστείο που είχε χάσει τα χρώματα του στο χαρτί και που σίγουρα πια δεν υπάρχει.

Παγωτό. Με γεύση γιασεμί. Τριαντά- χωρίς τα φύλλα που τα σκόρπισε ο άνεμος.

Πίσω από το γυαλί της προθήκης το πρόσωπο μιας χαμογελαστής κοπέλας. Με λίγο κόκκινο στα χείλη και πιο λίγο στα μάγουλα. Ένα χαμόγελο να χορέψεις πάνω, να κάνεις ακροβατικά, να γελάσεις και εσύ, να γίνεις πάλι οκτώ χρονών. Και δύο λακκάκια στα μάγουλα να τα γεμίσεις φιλιά να κάνεις βουτιές τον εαυτό σου. Μα τα μάτια σαν να ήταν άλλης. Μια σου γελούσαν μια σου έκλαιγαν.

Εδώ για κάθε αύριο. Και παιζόταν μόνο σήμερα στις 8.45 ακριβώς. Χαμογέλασε από τη μύτη βγάζοντας αέρα.

Κόσμος άρχισε να φτάνει. Ένας ένας, δύο δύο, άντε το πολύ τρεις. Στεκόταν ακόμα εκεί και την κοιτούσε.

Η πόρτα θα κλείσει. Θα μπείτε;

Όχι ευχαριστώ. Ψέλλισε και παραπάτησε τρομαγμένος.

Η πόρτα έκλεισε πίσω του και άκουσε το τζάμι της να τραντάζεται. Πήρε να ψιχαλίζει πάλι.

Μια σταγόνα βροχής στάθηκε στην άκρη του αριστερού ματιού της. Τράβηξε το μανίκι του και τη σκούπισε απαλά μην την αναστατώσει. Μην την ενοχλήσει πίσω από το τζάμι. Έμεινε εκεί να της σκουπίζει τα μάτια μη ξεβάψει το χαμόγελο. Μόνο όταν είδε κόσμο να βγαίνει από την αίθουσα απομακρύνθηκε και στάθηκε στα σκοτάδια. Τη χάζευε μέχρι να τη μαζέψουν πάλι μέσα μα δε μπορούσε πια να της στεγνώσει τα μάτια. Δεν έμεινε να δει τα φώτα να κλείνουν.

Μετά δεν ξέρω που πήγε. Εκείνος έφυγε. Εγώ έμεινα.  

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

αγάπησέ με βλέμμα μου


Δεν είναι ότι δεν τα είχα προσέξει από πριν, τραγούδια, βιβλία, τοπία. Περνούσα από δίπλα και έλεγα ωραίο και κάποιες φορές προσπερνούσα και έμενε εκεί.

Μέχρι να εμφανιστεί το στόμα σου να μου το χαρίσει ή το χέρι, που κατέληγε στο δάχτυλο σου που το πήγαινε ακόμα ένα γύρο να μου δείξει αυτό που είχα δει και οριακά είχα προσπεράσει. Τραγούδια χαρισμένα, βιβλία χαρισμένα, ώρες και τοπία μοιρασμένα.

Και κοιτούσα το από την αρχή δειγμένο ή το δάχτυλο μισή σημασία είχε. Αφού μισή από την ομορφιά την έπαιρνα από το δάχτυλο και μισή ομορφιά ήταν το ίδιο.

Και κοιτούσα με τα μάτια μου ή με τα δικά σου μισή σημασία είχε. Αφού μισό οπτικό πεδίο κάλυπτα με τα μάτια μου και μισό κάλυπταν τα δικά σου και από μισό αλλά ολόκληρο έφτανε στην ψυχή μου.  

Και όταν το δάχτυλο στράφηκε στον εαυτό μου, μισό ποτήρι άδειαζα, ολόκληρο είχα ξεδιψάσει. Μισό πιάτο έτρωγα ολόκληρο είχα χορτάσει.

Και δεν στο λέω για να παινευτώ, μα θα ‘ρθω κάνα βράδυ να σε βρω. Από μισά να τα βάλουμε, ολόκληρα να τα βγάλουμε.




Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014

τύπου "συγκεντρώσου"

Μπροστά από το λαπτοπ με ένα ποτήρι κρασί να ακροβατεί στο NumLock, την / και τον *, το 7, το 8 και το 9. Είναι νωρίς γι΄αυτό μα ίσως είναι και αργά. Πιο πολύ για αργά το κόβω.

Πετάω βελάκια σε μια λευκή σελίδα χωρίς στόχο και όπου τη βρουν, χειροκροτώ και λέω πως κέρδισα. 17 ίντσες στα σαράντα εκατοστά και όμως παίρνω όρκο ότι κάνω οχτάρια σε ένα δρόμο που με πάει από την αντίθετα πλευρά από αυτή που θυμόμουν ότι ήθελα να πάω. Δεξιά και αριστερά σημάδια. Παντού σημάδια για να γυρίσω πίσω.

Μαζί με τα σημάδια μια φωνή στο βάθος. Ώπα, λέω. Εδώ είμαστε. Θα μου ζητήσει να γυρίσω. 

Πάψε να βλέπεις σημάδια εκεί που δεν υπάρχουν. Σκύλοι είμαστε. Μαρκάρουμε την περιοχή μας μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουμε την ανάγκη μας. Κανείς δε θα καταδεχτεί να σκύψει να μαζέψει τα σημάδια μας. Και άλλοι θα έρθουν να σημαδέψουν πάνω από εκεί που αφεθήκαμε.

Κάτι σαν χειρότερο από σφαλιάρα μόνο το δικό σου χέρι μπορεί  να σου δώσει.

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

μερικά να μένουν αδιάβαστα

Δεν έχω ιδέα γιατί το κάνω, μα το κάνω. Εκεί που τα βάζω κάτω για να τα γράψω, βρίσκομαι ξαφνικά να χάνομαι, να γυροφέρνω αλλού. Κάτι λέξεις πριν την τελευταία μου τελεία έπεσα εδώ.

Άσχετο, σχετικό δεν θα το κρίνω μα ούτε και με νοιάζει. Και επειδή είχα καιρό, πολύ καιρό, να το καταπιώ και να μου κάτσει τόσο βαρύ, στο έδειξα.

Βάλ’το πρώτα να παίζει και μετά διάβαζε. Αλλιώς δεν λέει.


*

Ανάμεσα στα δεκάδες μειλ application confirmation, ένα άλλο, κάτι. Κάτι ξένο. Όχι για τα χιλιόμετρα. Κάτι από άλλη ζωή, άλλη γη. Αδιάβαστο, δε μιλούσε να το δει, τι να πει εξάλλου, καπακωνόταν από κάθε επόμενο. Λέξεις από την πρώτη πρόταση που έμοιαζαν να μη βγάζουν νόημα, δίπλα στο όνομα του αποστολέα μπούκωναν τα μάτια της.

Έτσι έπρεπε. Καλά έκανες και

Πρώτο λεπτό και έμεινε αδιάβαστο. Πρώτο δεκάλεπτο το ίδιο. Στο εικοσάλεπτο αποφάσισε ότι δεν ήθελε να δει αυτό το «καλά έκανες και έφυγες». Το φύγε το δικό του δεν ήθελε να το δει ούτε γραμμένο ούτε άγραφτο. Στο μισάωρο θέλησε να επιβεβαιωθεί για να λυτρωθεί. Στο σαραντάλεπτο πείσθηκε ότι δεν έχει αυτή την ανάγκη. Στις καθυστερήσεις το πάτησε.

Έτσι έπρεπε. Καλά έκανες και δεν απάντησες, μου το χρωστούσες.

Πήρε βαθιά ανάσα. Έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια της. Γέλασε.

Τι βλάκας που είσαι. Πάντα από την αντίθετη. Από εκεί πήγαινες, από εκεί μιλούσες. Βλάκα.

Παράτησε το μήνυμα στην αρχή του και άρχισε να κινεί τη ροδέλα προς τα κάτω, για να βρει αυτό που δεν απάντησε. Το μετάνιωσε στα είκοσι αδιάβαστα, γύρισε πάλι πίσω.

Έτσι έπρεπε. Καλά έκανες και δεν απάντησες μου το χρωστούσες.

Μου λείπεις. Δεν έχω ιδέα πως γίνεται. Τα βάζω κάτω και δε βγαίνουν. Ήσουν εδώ και δεν θυμάμαι καν από πότε είχα να σε δω. Ψέματα. Είχα να σε δω δέκα μήνες, επτά ημέρες, τρεις ώρες και εικοσιπέντε λεπτά. Τότε όχι. Αλλά τώρα ναι. Και δεν έχω ιδέα. Αλήθεια, δεν έχω την παραμικρή ιδέα πως γίνεται να μου λείπεις.

Εχθές είδα ένα περίεργο όνειρο. Ψέματα. Έφτιαξα ένα. Έπαιζα τα δάχτυλα του αριστερού σου χεριού με εκείνα του δικού μου. Από εκεί είχα αρχίσει να σε ψάχνω. Από τα δάχτυλα με τα δάχτυλα. Εκεί σε έμαθα. Στα δάχτυλα. Εκεί σε μύρισα, εκεί σε γεύτηκα. Είχες σκύψει το κεφάλι και κρατούσες τα μάτια κλειστά. Το στόμα σου μιλούσε κλειστό. Σε κάθε άγγιγμα μια σύσπαση τάραζε τα άνω χείλος σου. Στο δάγκωμα, έβλεπα το κάτω χείλος να τραβιέται λίγο καθώς το έκλεινες από μέσα ανάμεσα στα δόντια σου. Όταν έβαζα τα δάχτυλα ολόκληρα στο στόμα μου, έβγαζες τη γλώσσα σου να τα υγράνεις και τα δύο, δαγκώνοντας το κάτω σου στραβά, δείχνοντάς μου το άσπρο σου δοντάκι. Και όταν στα έκανα όλα μαζί στη βάση του παράμεσου στο πλάι εκεί που ενώνεται με το μέσο, αφήνοντας σταγόνες από το σάλιο μου να κυλήσουν στο εσωτερικό της παλάμης σου, εκεί νομίζω άνοιξες το στόμα και σε είδα, σε άκουσα να τελειώνεις.

Εκεί αρχίσανε τα ζόρια μου. Τα ξέρεις τα ζόρια μου. Τελείωναν μαζί σου και άρχιζαν χωρίς εσένα. Δεν άλλαξαν πολλά. Κάτι ψιλά στην πρόσθεση, κάτι χοντρά  στην αφαίρεση, μα η σούμα εντυπωσιακά η ίδια πέρα από τα νούμερα.

Τα ζόρια σου δεν ξέρω. Μα δεν θέλω να γυρίσεις. Μείνε εκεί. Εδώ δεν έχω τι να σε κάνω. Εκεί θα λέω ότι έφυγες και σου περνάει.

Δεν πρόλαβε να καταλάβει πότε βούρκωσε ανάμεσα στα πόδια της και άρχισαν να τρέχουν τα μάτια της. Έβγαλε το χέρι από το εσώρουχό και σκούπισε το εσωτερικό της παλάμης της πάνω από το δεξί της μπούτι στη φόρμα της. Ύστερα άρχισε να ψάχνει το ποντίκι και αυτό που δεν απάντησε. Το βρήκε μία εβδομάδα πριν.

Τι Θεό κάνει εκεί που περπατάς ρε βλάκα;


Συνήθως κάνει δαίμονες.

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Daz αντί Tide

- Πίνεις γάλα; Τι γάλα; Έχει φέτα; Γιαούρτι;
- Έχει. Απ’ όλα έχει ρε μάνα.

Όχι όπως τα έμαθε. Όχι όπως τα ξέρει. Όχι όπως με μεγάλωσε. Αλλά πια δε με μεγαλώνει και κάπως το ξεχνάμε και οι δύο συμφωνημένα από πριν να το πηγαίνουμε εναλλάξ.

Τη φαντάζομαι μέσα στα τεράστια σούπερ μάρκετ να ψάχνει με τρόμο να βρει μια γνώριμη μάρκα, μια οικία συσκευασία. Να κοιτά τα μαρούλια από μακριά σαν να τα είδε να κουνιούνται μέσα στη συσκευασία και να μιλάνε δύο δύο. Να νιώθει ότι της μύρισαν κιόλας από τα δύο μέτρα τα προϊόντα που λήγουν άμεσα και είναι πλασαρισμένα με προσφορά σε περίοπτη θέση.

Κόβω βόλτες με το καλάθι γεμάτο χαρτιά υγείας που ελπίζω να καλοδεχτούν τα απόκρυφά μου, ψωμιά του τοστ και γάλατα που θα ανακαλύψω σύντομα αν θα αντέξει το στομάχι μου ή το ψυχολογικό μου όριο.

Κατευθύνομαι στο διάδρομο με τα απορρυπαντικά για να ξεδιαλέξω ένα σε σκόνη για πλύσιμο στο χέρι. Το μάτι μου πέφτει σε μια συσκευασία γνώριμη, πολύ γνώριμη. Μπλέ γράμματα, κόκκινο χάρτινο κουτί με κάτι σαν κύκλους κίτρινους. Προσπαθώ να θυμηθώ τι έλεγε η μάνα μου.

- Φέρε μου το Tide από την αποθήκη μικρή.

Αργότερα, στο σπίτι έπλυνα μια μπλούζα στο νιπτήρα του μπάνιου και σαν να μύρισα στα χέρια μου τα χέρια της μαζί με το απορρυπαντικό.

Όταν η έξω σύγχυση ακολουθεί τη μέσα σου, όλα μοιάζουν ξένα ακόμα και όλα αυτά που ήθελες να λες πως σου ανήκουν.  Όταν τα μέσα σου αρχίζουν να επανατοποθετούνται – στα «βασικά» και μέχρι εκεί που θες εσύ - φαντάζει πιθανή και μια εξωτερική αρχειοθέτηση.


Συνηθίζεις να ξεχνάς γιατί έφυγες μένοντας πεισματικά σε αυτά που άφησες πίσω. Μα θέλει λίγο, πολύ λίγο, να σου θυμίσει ποια ήταν αυτά που τελικά σε έδιωξαν. 

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

είπα; δεν είπα

Κατεβήκαμε τη σκάλα μαζί. Με τη μεγάλη της ξαδέρφης μου. Τη μεγάλωσα στα πιο γλυκά της, με μεγάλωσε στα πιο έντονά μου. Τώρα είναι εννιά. Θα πήγαινε προπόνηση και εγώ θα πήγαινα να δω μια θεία. Πριν κάνω αριστερά και εκείνη δεξιά με αγκάλιασε, με φίλησε στο λαιμό και εγώ στο μέτωπο.

- Γεια Μαρίααααα, της φώναξα αφού γυρίσαμε τις πλάτες.

- Γεια μικρήηηηη, απάντησε. Και εκείνη μικρή με λέει. Έτσι με έμαθε, έτσι συνεχίζει μαζί με όλους του άλλους.

-Τα λέμεεεεε Μαρίαααα.

-Την επόμενη μικρή! Να μην αργήσεις ξανά τόσο πολύ να έρθεις να μας δεις.

Σχεδόν είκοσι μέτρα μακριά οι πλάτες μας και ακόμα φωνάζαμε. Δε γύρισα να την κοιτάξω. Δε γύρισε και αυτή.

Δεν της απάντησα.

_


Την αγκάλιασα σφιχτά και δεν την άφηνα. Μύριζα το λαιμό της. Με μεγάλωσε στα πιο γλυκά μου, τη μεγάλωσα στα πιο δύσκολά της. Λίγο πριν μου είχε πετάξει πενήντα ευρώ στο τραπέζι. Πενήντα ευρώ διπλωμένα τρείς φορές καλά και μια τέταρτη που είχε μείνει στην προσπάθεια. Πενήντα ευρώ για ένα τσαμπί μπανάνες και ένα μικρό σακουλάκι ελληνικό καφέ.

-Ρε γιαγιά; Πας καλά;

-Πάρτα. Πληρώθηκα εγώ εχθές, να μη σε νοιάζει.

Με βλέπει που δυσανασχετώ και τα παίρνει να τα σφηνώσει στην καθιστή μου τσέπη.

-Το νου σου ρε γιαγιά. Το νου σου.

-Έλα τι έπαθες. Αφού θα έρθετε το Πάσχα.

Το νου σου ήθελα να την απειλήσω να μην είναι η τελευταία φορά που τη βλέπω έτσι, γιατί όλο και με ενημερώνει ότι κουράστηκε και δεν μπορεί.

Δεν της απάντησα.

_


Ξέρω το έκρυψα. Δεν θα πάω το Πάσχα. Θα αργήσω να τους δω. Μα ψέματα δεν είπα.

Πήρα δέκα αυγά, δυο φρατζόλες ζυμωτό ψωμί και λεμονάδες χειροποίητες.

-Θα τα πάρεις;

-Θα τα πάρω.

Τα πήρα από το σπίτι τους. Μαζί μου δεν τα παίρνω. Μα ψέματα δεν είπα.

Είπα;


Δεν είπα.

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

μεταφορές-μετακομίσεις "ο Λάμπρος"

Τα Χριστούγεννα έβαζα τη γαλοπούλα στο φούρνο και έκλαιγα. Σκεφτόμουν ότι δεν θα μπορέσω να πάρω τη γάστρα που μου έκανε δώρο η μάνα μου. Έχω βάλει σκοπό να ξεράνω όλα τα λουλούδια στις γλάστρες, γιατί ξέρω ότι θα το κάνουν εκείνοι που θα τους τις αφήσω. Τόσο χαζή έχω γίνει.
             
Κάτι περισσότερο από ένα μήνα, εξομολογούμουν αυτές τις λέξεις. Έσπαγα εγώ, έσπαγε και αυτός που τις μοιραζόταν μαζί μου.

Σήμερα μας επισκέφθηκαν οι μεταφορές-μετακομίσεις ο Λάμπρος. Θα ήταν ζηλευτά κινηματογραφικό αν υπήρχε μια κάμερα μόνη της, μέσα στο σπίτι και μαγνητοσκοπούσε τις τελευταίες στιγμές, τις δικές μας τελευταίες στιγμές μέσα σε αυτό το σπίτι. Σε γρήγορη κίνηση το πέρα δώθε για το κατευόδιο των πραγμάτων και προς το τέλος, σε πολύ αργή, άκρως βασανιστική, το χέρι μου να σβήνει το φώς, βυθίζεται το σπίτι στο σκοτάδι και μετά μόνο ήχοι, κανένα σημείο ζωής, η πόρτα που κλείνει, το κλειδί να γυρίζει στην κλειδαριά και τίτλοι τέλους. Εδώ έζησαν αυτός κι αυτή, την κάνουν γιατί έτσι και έτσι, κλάμα, στεναχώρια, κακό.

Αλλά αυτά γίνονται μόνο στις ταινίες. Από τους οκτώ διακόπτες δίπλα στην πόρτα, ποτέ μα ποτέ δεν κατάφερα, στα 4 χρόνια, να πετύχω αυτόν που ήθελα. Η σκηνή θα έπρεπε να γυριστεί ξανά και ξανά και εγώ θα χαλούσα το στενάχωρο της υπόθεσης, γιατί όπως κάθε φορά θα γελούσα μόνη μου και θα μουρμούριζα «έλα μπορείς, μια φορά θα το πετύχεις». Άσε που ήταν πρωί και δεν είχαμε ανοίξει καν φως. Οι κουρτίνες κατεβασμένες, το σπίτι όλο αντανακλούσε το φως του ήλιου στους φρεσκοβαμμένους λευκούς τοίχους. Μας αποχαιρετούσε με φως και αυτό ήταν καλό. Πολύ καλό. Κλείνοντας την πόρτα θα τα έκανα πάλι μαντάρα. Θα κλείδωνα μια φορά, μετά ακόμα μια. Μετά θα ξεκλείδωνα τη μια. Μετά θα ξανακλείδωνα. Απλό κουσούρι. Στο τέλος θα ξεκλείδωνα μια και καλή, θα έμπαινα μέσα και θα φαινόμουν να πλησιάζω την κάμερα. Θα έχωνα το πρόσωπό μου μπροστά στο φακό και θα έβγαζα τη γλώσσα ή θα έκανα το θλιμμένο ψάρι (που είναι αδύνατο να το περιγράψω, πρέπει απλά να το δεις), πριν πατήσω το stop. Φιάσκο.

Δύο σπίτια στη φοιτητική ζωή, δύο στην πρώτη επαγγελματική μου απόπειρα και ένα αυτό. Τον περισσότερο καιρό από αυτόν που έμενα σε αυτά, δεν τα ένιωσα ποτέ «σαν το σπίτι μου». Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος, απλά δεν τα ένιωσα. Όλα μεταξύ τους ακραία διαφορετικά, τίποτα κοινό, που τα μίσησα για τελείως διαφορετικούς λόγους. Υπήρχαν όμως στιγμές, που τα αγαπούσα και τα έκανα δικά μου, όσο τίποτα, όλα, για τις ίδιες ανύπαρκτες αιτίες και αφορμές. Και δε μου φαινόταν ούτε από τον τρόπου που τα καθάριζα, ούτε που τα στόλιζα, ούτε από το πόσο συχνά είχα δικούς μου που φιλοξενούσα για φαγητό ή ύπνο. Μου φαινόταν μόνο τις στιγμές που άνοιγα την πόρτα και μπαίνοντας χαμογελούσα στα έπιπλα και στο χώρο λέγοντας «γεια σου μπουρδελάκι».

Δεν είμαστε ούτε γάστρες, ούτε γλάστρες, όσο και αν θέλουμε να δενόμαστε με πράγματα για να νιώθουμε ότι κάπου ανήκουμε. Ανήκουμε στον εαυτό μας, όπως βγαίνουμε μετά από ένα καυτό μπάνιο, χωρίς το μπάνιο, χωρίς την πετσέτα που θα μας στεγνώσει. Γυμνοί, καυτοί, βρεγμένοι. Στον εαυτό μας και σε κάνα δύο άλλους που κουβαλάμε μέσα μας.


Γιούργια ρε. Για το επόμενο μπουρδελάκι. Μόνο με το μπουρδέλο που κουβαλάμε μέσα μας και τις πουτάνες του, που με τόσο κόπο συντηρούμε.