Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

προσοχή στο κενό μεταξύ κενού και κενού


Κατέβηκε τα σκαλιά. Πιο αργά, δύο ορόφους, δεν προγραμματιζόταν να ξανακατέβει στη ζωή της. Στο ισόγειο πάτησε το κουμπί του ασανσέρ. Ήθελε να ανέβει στον τρίτο και να τους πάρει αυτή τη φορά και τους τρεις με τα πόδια. Κρατήθηκε. Φοβήθηκε ότι δεν θα τον νιώσει να στέκεται ακόμα πίσω από την πόρτα να προσπαθεί να χωρέσει όσο περισσότερο διάδρομο γίνεται σε ένα ματάκι. Όσα κλάσματα του δευτερολέπτου πήρε στη φωνή να ανακοινώσει την άφιξη στο ισόγειο προσπάθησε να βρει τα μάτια της στον καθρέφτη δίπλα από την είσοδο. Δεν τα βρήκε εκεί που τα θυμόταν και παραιτήθηκε. Πριν αγγίξει το πόμολο της πόρτας ένα κοριτσάκι με μια σχολική τσάντα στην πλάτη άνοιξε την πόρτα μπροστά στο πρόσωπό της. Πέρασε μέσα τρέχοντας και φωνάζοντας, η μητέρα της ακολουθούσε κουνώντας το κεφάλι σε ένα νεύμα συγνώμη, μα πέρασε και αυτή χωρίς να την περιμένει να βγει από την πολυκατοικία.

Βγήκε στο δρόμο μεσ’ το μεσημέρι. Πάντα τα μεσημέρια τα έβλεπε μισά. Τώρα, περπατούσε με μια αίσθηση ότι κάτι ολόκληρο είχε ξεχάσει. Κοντοστάθηκε σε ένα παγκάκι και έβαλε το δεξί πόδι πάνω. Ακούμπησε την τσάντα στο μπούτι της και άρχισε να ψάχνει. Τα κλειδιά μέσα, το κινητό μέσα, το πορτοφόλι, χαρτομάντιλα και όλα τα ψιλολόγια σκόρπια αλλά όλα μέσα. Έκλεισε το φερμουάρ, κατέβασε το πόδι και συνέχισε να περπατά προς το σταθμό.

Κατεβαίνοντας τα σκαλιά σκάλισε τις τσέπες της να βρει το εισιτήριο. Από τη δεξιά έβγαλε ένα χαρτάκι διπλωμένο στα δύο, το κοίταξε και το έβαλε πάλι μέσα. Έψαξε μετά την αριστερή. Βρήκε το εισιτήριο το χτύπησε και άρχισε να κατεβαίνει πάλι σκαλιά αυτή τη φορά για την αποβάθρα. Το τρένο μόλις είχε φτάσει. Περίμενε να μπει τελευταία. Την ώρα που ακούστηκε ο ήχος για το κλείσιμο της πόρτας, έκανε ένα βήμα πίσω και την άφησε να κλείσει μπροστά της.

Βρήκε ένα κάθισμα και βολεύτηκε. Πέρασαν δύο τρένα και μαζί με αυτά δύο σωροί κόσμος. Προσπαθούσε να σκεφτεί αν έκανε όλες τις δουλειές που είχε προγραμματίσει να κάνει. Δουλειές που τις είχε βάλει στον εαυτό της σα δικαιολογία να κατέβει να τον δει. Σίγουρα είχε ξεχάσει κάτι και ας μην είχε αφήσει καμία δουλειά απέξω.

Αποφάσισε να γίνει ένα με τον τρίτο σωρό. Να πάρει το τρίτο τρένο. Σηκώθηκε και πριν μπει μέσα αναρωτήθηκε τι ήταν το διπλωμένο χαρτάκι στη δεξιά της τσέπη. Το έβγαλε και το άνοιξε μαζί με τα πόδια της για να περάσει πάνω από το κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας. Πέντε λέξεις με μολύβι. 

Τον εαυτό σου ξέχασες χαζούλα.

Ένιωσε να πέφτει στο κενό ανάμεσα στα πόδια της, ενώ μεγάλωνε το κενό μέσα της.

Να έρχεσαι όμως και εσύ που και που να με παίρνεις από το χέρι, όταν βλέπεις ότι οι αντοχές μου δε με αφήνουν να σας φτάσω. Εσένα και τον εαυτό μου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου