Σάββατο 22 Ιουλίου 2017

σα σφραγισμένο παράθυρο

Είμαι πάλι μπροστά – πίσω για εκείνους που βλέπουν απέξω- από το παράθυρο της κουζίνας. Οι γυναίκες τις περισσότερες σκέψεις τις κάνουμε πάνω από το νεροχύτη με τη μυρωδιά της χλωρίνης χωμένη στα ρουθούνια. Ο θόρυβος από τον απορροφητήρα έχει γίνει το μαύρο φόντο σε πίνακα του Caravaggio, όμως η μορφή που ξεχωρίζει δεν είμαι σίγουρα εγώ.

Έχει βρέξει λίγο πιο πριν και πιάνω με το βλέμμα μου ένα φύλλο που λυγίζει στο βάρος της σταγόνας που μεγαλώνει μαζεύοντας κι άλλο νερό διατρέχοντάς το. Προσγειώνεται τρία φύλλα χαμηλότερα για να καταλήξει στο έδαφος, τόσο χαμηλότερα πια, που μένει μακριά από το οπτικό μου πεδίο. Τη στιγμή που υποθέτω ότι αγγίζει το χώμα φτάνει στα αυτιά μου ένας εκκωφαντικός ήχος. Νιώθω το πρόσωπό μου να συσπάται λες κι είναι το χώμα και νιώθει τον πόνο τη στιγμή της επαφής με τη σταγόνα. 

Έχω ξεχάσει το νερό να τρέχει και να μουλιάζει το αριστερό μου χέρι. Απαράλλαχτα με το πως τρέχουν οι μέρες στα σώματά μας και μουλιάζουν τις ζωές μας. Πίσω απ’ το κλειστό παράθυρο η βροχή μοιάζει αθόρυβη. Κάτι σ’ αυτό θυμίζει τον τρόπο που ακούμε ή βλέπουμε κάποια άλλη ζωή πίσω απ’ τη σφραγισμένη δική μας. 

Οι βαθύτερες σκέψεις γίνονται πάνω από ένα ποτήρι που γεμίζει με νερό ή σ’ ένα δίπλωμα μιας μπλούζας. Κι αν κάποιος μας ρωτήσει τι σκέφτεσαι, θα πούμε τίποτα ή τη ζωή μου όλη

Τρίτη 2 Μαΐου 2017

της ανταμοιβής





Έχω βάλει νερό να φτιάξω τσάι. Στέκομαι μπροστά στο νεροχύτη και αναρωτιέμαι πόσο σημαντικό είναι να μαζέψω τα λίγα νερά που έχω σκορπίσει στον πάγκο. Παρατηρώ στο τζάμι του παραθύρου μια γυναικεία μορφή που μου μοιάζει. Φοράει τα ρούχα μου και έχει τα μαλλιά της πιασμένα όπως εγώ. Έχει τα μάτια μου αλλά κοιτάει αλλιώς. Έχει πίσω της πηχτό σκοτάδι για φόντο. Δεν θέλει με τίποτα να μου χαμογελάσει και εγώ αποστρέφω το βλέμμα μου για να αδειάσω το νερό που βράζει στην τσαγιέρα. Το χέρι με τα δάχτυλα που τυλίγουν το τσαγιερό μοιάζουν στο δέρμα με δεκαπεντάχρονου. Αν χρησιμοποιήσεις όμως τα δεδομένα της ταυτότητας για να κάνεις τις πράξεις θα βγάλεις τα δάχτυλα είκοσι χρόνια μετά από αυτά που θέλουν να δείχνουν. Στιγμιαία αναρωτιέμαι πως έφτασα χρονικά ως εδώ. 

Αύριο έχω να ξυπνήσω στις 6. Θα χρειαστεί να μιλήσω με δύο διαφορετικούς εργοταξιάρχες, με κάτι υπηρεσίες, θα συντονίσω σχεδιαστές και απόφοιτους, θα κάνω να στέκονται πολυόροφα και δεύτερα και τρίτα υπόγεια. Κι όμως νιώθω ότι αντί για το μηνιαίο περιοδικό των μηχανικών επάνω στο γραφείο έπρεπε να έχω ακόμα την άλγεβρα και τη βιολογια να συνομιλεί με την Αντιγόνη. Δεν είναι ότι μου λείπει κάτι. Κι αν μου το πρόσφεραν δεν θα γυρνούσα πίσω. Είναι που δε μου βγαίνει στην πράξη πως μεγάλωσα. Δε στάθηκα μια φορά λιγάκι παραπάνω μπροστά στο νεροχύτη, για να κοιτάξω εκείνο το κορίτσι που ξέρει να μου επιστρέφει το βλέμμα του, για να του πω πως μπράβο, τα κατάφερε, τα καταφέραμε μαζί κι ακόμα προχωράμε.

Κι έτσι όπως σηκώνω πάλι το βλέμμα μου τα μάτια της να βρω στο τζάμι, θυμάμαι κάτι κουβέντες που μοιράστηκαν μαζί μου τρια χρόνια πριν. Πως είναι λέει η περίοδος αυτή, εκείνη της μεγαλύτερης ανταμοιβής.  Και απλώνω το χέρι στο τζάμι και χαιδεύω το αριστερό της μάγουλο, δεξί δικό μου και παρατηρώ πως εκείνο το λακκάκι που έχει πιάνει και μεγαλώνει. Ταυτόχρονα κάνει το ίδιο το δικό μου και πριν προλάβει το χαμόγελο να ολοκληρώθει βλέπω ένα ζευγάρι χέρια να απλώνονται απο πίσω, να ακουμπούν τους ώμους και να χαιδεύουν τραβώντας το δέρμα προς τα κάτω, κι ύστερα να γίνονται κλαριά,  χέρια-κλαριά που την τυλίγουν, κλαριά που κάνουν τα μάτια της να κλείνουν. Τα χέρια που θα την ανταμείβουν.