Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

ζωές

Στα πέντε δάχτυλα του δεξιού μου χεριού έχω άλλα τόσα  μπλεγμένα στα δικά μου. Μόλις μισή ώρα πριν κάποιο ρολόι μηδένισε και άρχισε να μετρά από την αρχή για μια καινούργια μέρα. Το φεγγάρι μετράει μια μέρα αντίστροφης πορείας. Οι ταβέρνες κλείνουν και κάποια συμπαθητικά μπαράκια γεμίζουν σιγά σιγά με ξένους κυρίως τουρίστες. Στεκόμαστε λίγο στην άκρη του πλακόστρωτου να περιμένουμε άλλα τόσα μπλεγμένα δάχτυλα.

Σηκώνω το βλέμμα και τον βλέπω. Αδύνατος. Γύρω στα εξήντα πέντε. Με ένα τζιν ξεβαμμένο, ξεφτισμένο κάτω χαμηλά στο μπατζάκι. Η μπλούζα του ένα παιχνιδιάρικο μπλε, χρώμα που πρέπει να είχαν τα μάτια του πριν χρόνια. Τώρα φαίνονται άδεια, μα γεμάτα. Κάθεται σε μια ξύλινη καρέκλα με ψάθινο κάθισμα. Το αριστερό του χέρι ακουμπά στο καρό τραπεζομάντιλο και στα δάχτυλα παίζει ένα λευκό αναπτήρα. Στο στόμα έχει ένα σβηστό τσιγάρο. Έχει κολλήσει στο πάνω χείλος του και έχει πάρει μια ελαφριά κλίση προς τα κάτω όπως εκείνος έχει ανοίξει λίγο τα χείλη του.

Πλησιάζει το πρόσωπο του στον αναπτήρα και κάνει να ανάψει το τσιγάρο. Μισοκλείνει τα μάτια και με το τσάφ του αναπτήρα χάνομαι.

Κάθομαι στο πεζούλι  έξω από το παράθυρο της κουζίνας και δένω τα δερμάτινα καφέ σανδάλια μου. Σφίγγω τα κορδόνια με δύναμη πάνω στους αστραγάλους και νιώθω το σημάδι που μου αφήνει πάνω από την άμμο και την αλμύρα. Η μάνα μου απλώνει κάτι σώβρακα δίπλα στην αυλή.

Το φουστάνι που φοράς είναι άπλυτο!

Και εγώ. Της μουρμουρίζω. Σηκώνομαι από το πεζούλι και τρέχοντας κατηφορίζω το πλακόστρωτο.

Που πας! Η ώρα είναι μια! Να γυρίσεις να φάμε! Ακούς; Σε μισή ώρα να είσαι πίσω αλλιώς θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα!

Και δε μου το βγάζεις; Αν καταφέρεις να χώσεις τα δάχτυλά σου εκεί μέσα.

Τρέχω σαν τρελή. Στη διασταύρωση με το χωματόδρομο πατάω φρένα. Το κορδόνι κόβει το δέρμα ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Στρώνω όπως όπως το λινό μου φουστάνι και βγαίνω στη γωνία. Προσπαθώ να βρω τις ανάσες μου αλλά μάταιος κόπος. Τον βλέπω και τις χάνω ακόμα περισσότερο.

Έχει σταθεί δέκα μέτρα παρακάτω. Δεν έχει ξεκαβαλίσει και το μοτέρ δουλεύει ακόμα. Πλάτη σε εμένα και τα σίδερα της μικρής να γυαλίζουν.

Ακόμα λίγο και θα φευγα. Ανέβα.

Κάθομαι στο πλάι και αφήνω τα πόδια μου μετέωρα. Τυλίγω τα χέρια μου στη μέση του και κολλώ το μάγουλό μου στην πλάτη του.

Κάθε μεσημέρι τα ίδια. Τα μαλλιά μου γεμίζουν σκόνες και τα μάτια μου μυγάκια. Σε κάθε τράνταγμα της μέσης μου νιώθω αν όχι την ίδια, μεγαλύτερη ικανοποίηση.  Δεν ρωτώ ποτέ που πάμε. Δε με νοιάζει. Κουβέντα δε μου λέει. Με αφήνει να κατέβω λίγα μέτρα από τη θάλασσα. Βγάζω το φουστάνι μόνο. Τα πέδιλα ποτέ. Θέλω να στεγνώνουν πάνω μου και να τα νιώθω να στεγνώνουν με το αλάτι και να μου σημαδεύουν τους αστραγάλους.  Εκείνος δε βουτά ποτέ. Κάθεται μόνο στη σέλα στο πλάι, ανάβει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και κάνει πως κοιτά τη θάλασσα. Μετά από καμία ώρα μου φωνάζει.

Τελείωνε, έχω δουλειά.

Φορώ το φουστάνι όπως είμαι βρεγμένη και καβαλώ πάλι. Ο ήλιος μου καίει τους ώμους. Το χώμα κολλά στα βρεγμένα μου πόδια. Με αφήνει ακριβώς από εκεί που με πήρε, ούτε εκατοστό πιο πέρα. Στέκομαι για λίγο όρθια δίπλα του να κλέψω μια λέξη, ένα άγγιγμα, ένα φιλί. Κοιτά πάντα μπροστά.

Αύριο. Να είσαι εδώ.

Εδώ θα είμαι.

Φεύγει πάντα πριν πάρει απάντηση. Δεν γυρνώ ποτέ να κοιτάξω που φεύγει. Ακούω τη μάνα μου να φωνάζει το όνομά μου. Αρχίζω να τρέχω και πριν στρίψω στη γωνία νιώθω πέντε δάχτυλα να σφίγγουν τα δικά μου.

Πάμε; Που χαζεύεις;

Ο αναπτήρας κάνει τσαφ και το τσιγάρο είναι ακόμα σβηστό. Τα μάτια του έχουν γίνει μπλε βαθύ και στα χείλη του διακρίνω ένα πονηρό χαμόγελο.

Αρχίζω πάλι να βαδίζω στο πλακόστρωτο με τα πέντε δάχτυλα να σφίγγουν τα δικά μου. Περνώ τη γλώσσα πάνω από τα χείλη μου και γεύομαι αλμύρα.

Και εγώ που νόμιζα ότι έχω μόνο μια ζωή να ζήσω…



Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

κουτάκι

Ένα μικρό κουτάκι ευτυχίας να ανοίξεις και να μπεις μέσα. Και ευτυχισμένος θα είσαι μόνο όταν θα το κρύψεις. Και αγώνα θα κάνεις για να γνωρίζεις μόνο εσύ που έκρυψες αυτό το κουτάκι. Αλλιώς θα σηκώνεσαι στις μύτες των ποδιών σου για  να το δείχνεις. Και έτσι θα ξεχάσεις την ευτυχία σου. Και ζήλια θα προκαλείς μόνο στους ομοίους σου. Οι ξεχωριστοί είναι μέσα στο δικό τους κουτάκι πάνω από το ύψος των ματιών σου και δεν τους βλέπεις όσο κι αν τεντώνεσαι. Και όσο και αν φωνάζεις για να δουν το άδειο κουτάκι σου, εκείνοι έχουν κλείσει το δικό τους και δεν ακούν τίποτα. Και όσο μεγαλώνεις τα γράμματα σου και γράφεις έχω ένα μεγάλο κουτί με ευτυχία το κουτί σου θα μικραίνει και εσύ μαζί. Και όσο περισσότερο κόσμο μαζεύεις να δει την ευτυχία σου, τόσο πιο μόνος σου θα νιώθεις και όλο από την ευτυχία σου θα χάνεις.

Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν κάνουν φασαρία. Δε γράφουν με μεγάλα γράμματα, δεν κουνούν χέρια και πόδια για να τους προσέξεις. Έχουν συνείδηση της κατάστασης στην οποία βρίσκονται και απλά τη σέβονται.

Η ευτυχία κάνει ησυχία. 

Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

χιλιόμετρα και εικόνες

Τριακόσια εξήντα χιλιόμετρα και κάτι ψιλά επαρχιακός και αυτό μόνο στο πήγαινε. Και αν φαντάζει πιο κουραστικό από την εθνική πίστεψέ με δεν είναι.

Όλη η διαδρομή γεμάτη βιοτεχνίες - παράγκες  «πωλείται ή ενοικιάζεται όλο ή τμηματικά». Και ποιος να το πάρει; Αν έλειπε το τμηματικά θα έλεγα ότι φταίει που πωλείται ή ενοικιάζεται όλο. Τώρα δεν έχω δικαιολογία.

Στρέμματα ατελείωτα με φωτοβολταϊκά, καλαμπόκια και ηλίανθους.

Κάνει ζέστη στο περισσότερο της διαδρομής. Το αυτόματο πότισμα δίνει και παίρνει.

Γύρνα λίγο να ποτίσεις και το δρόμο ρε σνομπαρία. Δρόσισέ μας  που το παίζεις ιστορία και μας έχεις γυρίσει πλάτη.

Από μακριά διακρίνω ένα τρίκυκλο. Αναστατώνομαι και ανασηκώνομαι στη θέση μου, έχει πάρει κλίση αριστερά και νομίζω θα ανατραπεί. Με διαψεύδει πανηγυρικά και πλησιάζοντας διακρίνω έναν κύριο με την κυρία του. Η κυρία αριστερά έχει πιάσει τα τέσσερα πέμπτα από το κάθισμα και έχει υποχρεώσει το τρίκυκλο να σουζάρει από αριστερά. Τα τροφαντά της μπούτια δεν χωρούν κάτω από το λουλουδάτο φόρεμα και το ένα της χέρι έχει αγκαλιάσει το σύζυγο από το λαιμό, σχεδόν τον πνίγει. Εκείνος έχει απλώσει τα χέρια, έτοιμος για εξάρθρωση, για να πιάνει το τιμόνι και κρατά κόντρα με τα πόδια ίσα να μην βρεθεί εκτός καθίσματος αλλά και τόσο ώστε να μην τον πνίξει η αγάπη της καλής του.

Οι ευθείες πολλές και μεγάλες, σε μια δεξιά παρατεταμένη ανηφορική, αναστατώνομαι.

«Θα ξύσουμε, θα ξύσουμε

Ναι. Λέω να ανοίξω το κράνος να βάλω δάχτυλο και να ξύσω τη μύτη μου. Και αυτό θα είναι και το μοναδικό ξύσιμο που θα νιώσω.

Ένα τσαλακωμένο αυτοκόλλητο στο πίσω μέρος ενός συμπαθέστατου κουβαδακίου «baby on board»  μου τραβά της προσοχή μέχρι να το προσπεράσουμε. Είναι σαν να το τσαλάκωσαν και μετά να το κόλλησαν. Στα πίσω καθίσματα δεν χωρά να περάσει ούτε ο αέρας που αναπνέουν.

«Πράγματα. Τι τα θέλουν τόσα πράγματα. Λογικό να τσαλακωθεί το παιδί στο πίσω κάθισμα»

Στο λασπωτήρα ενός φορτηγού διαβάζω cargobull. Στο τέλος της λέξης ένα ελεφαντάκι με την προβοσκίδα στον ουρανό. Κάτι δεν έχω καταλάβει καλά.

Σε όλη τη διαδρομή μέτρησα τρία κατσαριδάκια. Ένα κίτρινο, ένα πράσινο και ένα πορτοκαλί. Κατά καιρούς έχω δει και άλλα. Γεμάτα χώμα και χρωματιστά λουλούδια.

Μα είναι όμορφα από μόνα τους. Ας  ομόρφαιναν ένα άσχημο αυτοκίνητο και ας το έκαναν γλάστρα.


Ο Ηλίας πότε έρχεται από την Αμερική;

Σκέφτομαι βλακείες και μαζεύω εικόνες. Αν αρχίσω να σκέφτομαι χαράτσια δάνεια και χρέη θα ανατιναχθεί ο εγκέφαλός μου. Θα γεμίσω το κράνος αίματα και μυαλά και άντε να το καθαρίσω μετά.

Γιατί έχει τόσα ξερά γαϊδουράγκαθα; Γιατί δεν υπάρχουν γαϊδούρια να τα φάνε.

Αναμενόμενο.

Έξω από τη Γραβιά, ενώ τα χιλιόμετρα φεύγουν ακόμα κάτω από τα πόδια μου, αφήνομαι να κάτσω σε ένα ξύλινο παγκάκι, κάτω από έναν πλάτανο. Η λιμνούλα είναι γεμάτη ξερά φύλλα που κάνουν βαρκάδα.  Εκατοντάδες τζιτζίκια με νανουρίζουν.

Διαπιστώνω ότι όπως κάθομαι πάνω στο μηχανάκι, αν τοποθετήσω το κεφάλι μου ευθεία,  κρατήσω λίγο ψηλά το λαιμό μου και κλείσω στιγμιαία τα μάτια, έτσι όπως μπαίνει ο αέρας μέσα στο κράνος, κάνει σαν εκατοντάδες τζιτζίκια. Μπορεί να φταίνε και τα πλατάνια δεξιά και αριστερά στο δρόμο, αλλά μου αρέσει να το σκέφτομαι έτσι γιατί θα μπορώ να το έχω μαζί μου ακόμα και όταν τελειώσουν τα πλατάνια.

Στο Χάνι της Γραβιάς κάνουμε στάση και ψάχνω να βρω ένα χαρτί να σημειώσω τις μπερδεμένες σκέψεις μου, μην τυχόν και χάσω τα σημαντικά μου απομνημονεύματα. Βρίσκω ένα Α4 γεμάτο με τις συμμετοχές του ράλι ακρόπολις. Ευτυχώς στην πίσω σελίδα είναι μόνο οι ελληνικές  που είναι λίγες. Ο Ανδρούτσος με κοιτά με το ασπράδι που έκατσα στο τοιχάκι του να γράψω πέντε λέξεις. Νιώθω το μουστάκι να κινείται και του κλείνω το μάτι.

Και φτάνουμε στο Μπράλο. Ένας δρόμος έρωτας. Ένας δρόμος χορός. Σαν να λέμε μπάλος. Μερικές σταγόνες στάζουν στο κράνος μου. Ελάχιστες, μα και έτσι έχουν πιάσει και τραβάνε από τα πόδια το χώμα. Και εκείνο δυσανασχετεί και αρχίζει και μυρίζει.

Προσπερνάμε δύο πιτσιρίκια, το ένα με παπί το άλλο με σκούτερ. Κράνη, μπουφάν, γάντια, σαμαράκια. Θέλω να σταματήσω να κατέβω να τα φιλήσω. Όνειρα με τα παπιά. Με ότι έχουμε. Με ότι μας έμεινε.

Μπαίνοντας στη Λάρισα ο κάμπος καίγεται. Κατάμαυρα καμένα μπαλώματα, ανάμεσα σε μπεζ ξερά χωράφια. Και το μπάλωμα με κόκκινη κλωστή ραμμένο που ακόμα σιγοκαίει.

Πότε φτάσαμε ούτε που το κατάλαβα. 
Χιλιόμετρα και εικόνες.

Και φίλοι. Αυτοί οι περίεργοι τύποι που κάθε λεπτό συνύπαρξης μαζί τους λειτουργεί σαν την καλύτερη ψυχοθεραπεία.  


(στον ros koup, που μας υποχρέωσε να κάνουμε τριακόσια εξήντα χιλιόμετρα μόνο στο πήγαινε, και την ικανότητα του να χαρίζει χαμόγελα ακόμα και όταν του λείπουν)


Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

κλωστή

Μοιράζοντας τα τετράδια με τις ασκήσεις βρήκε ευκαιρία και του άφησε μια κόκκινη κλωστή που έδενε στο μικρό δάχτυλο του δεξιού της χεριού. Εκείνος την είχε δει με την άκρη των ματιών του να τη μασάει. Τα παιδικά της δοντάκια την τραβούσαν χωρίς να την  κόβουν και η γλωσσίτσα της την έβρεχε και μετά την άφηνε ενοχλημένη να στεγνώσει. Και μετά πάλι τα ίδια. Για να μην της φεύγει είχε κάνει πολλαπλούς κόμπους, τον έναν πάνω στον άλλο.

Μέχρι να φτάσει στο θρανίο να του αφήσει το δικό του τετράδιο είχε αποφασίσει να του την χαρίσει. Βάζοντας και τα δύο χεράκια κάτω από τη στοίβα με τα τετράδια, προσπάθησε να την ξεσφηνώσει από τα δάχτυλο χωρίς να την κόψει.

Αφήνοντας το τετράδιο, άφησε από πάνω και τον μικρό κόκκινο δακτύλιο.  Τον κοίταξε στα μάτια σαν να του χάριζε τον κόσμο όλο. Χρόνια μετά θα της έλεγε Πως με κοίταζες έτσι μωρό μου όταν μου την έδινες. Εκείνος άρπαξε την κλωστούλα και την έκρυψε μέσα στα χέρια του. Την ένιωσε ακόμα υγρή. Αργότερα προσπάθησε να τη σφηνώσει στο δικό του χέρι. Μάταιος κόπος. Τα ολοστρόγγυλα του δάχτυλα δεν τη δέχονταν.

Πάντα κάτι τους χώριζε.

Στο δημοτικό δύο σειρές. Εκείνη στην πρώτη, εκείνος στην τέταρτη. Στο ίδιο ύψος το θρανίο, να απαγορεύει τα κλεφτά βλέμματα.  Στο γυμνάσιο κάποια τετράγωνα. Στο λύκειο το ίδιο. Στο πανεπιστήμιο κάποια χιλιόμετρα. Αργότερα πολλά. Και θάλασσα. Βαθειά σκοτεινή θάλασσα.

Και μόνο εκείνη η κλωστή να τους κρατά δεμένους.

Με έδεσες τότε. Με εκείνη την κόκκινη υγρή κλωστούλα. Με έδεσες μικρή.

Και χρόνια μετά δεν έσπαγε. Πότε την τράβαγε ο ένας πότε ο άλλος. Πότε το κόκκινο γινόταν της φωτιάς πότε γινόταν ροζ. Πότε υγρή, πότε στεγνή.

Τώρα το ανεμάκι τελείωσε. Τώρα εκείνη έμεινε με το πλαστικό μασουράκι και εκείνος με ολόκληρη την κλωστή ένα κουβάρι. Τώρα δεν τους χωρίζει τίποτα. Τώρα χωρίστηκαν μόνοι τους.


Φοβήθηκα. Φοβήθηκα όταν έμεινα μόνη μου. Γιατί όταν ήμουν μαζί σου δεν φοβήθηκα να φύγω με εσένα.

ακούς;


Σήμερα δε μιλάμε. 
Σήμερα ακούμε.


Μπας και αντέξουμε όσα δεν αντέχαμε.

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

κρυφτό

Σου είχα ζητήσει να βρεις τρόπο να με ανοίξεις και  να με αγγίξεις κάπου που δεν θα κατάφερνε κανείς άλλος να το κάνει. Και το απαιτούσα σαν να σου ζητούσα να μου αγοράσεις τσίχλες . Είχες συνηθίσει να σου ζητώ παράλογα πράγματα και να περιμένω να με αντιμετωπίσεις σαν να σου ζητούσα κάτι τελείως λογικό.

Θυμάμαι τόσο καθαρά την πρώτη και μοναδική φορά που άγγιξες την πλάτη μου. Έβαλες το δεξί σου χέρι μέσα από τη μπλούζα μου και με χάιδεψες. Όχι στο κέντρο, αλλά λίγο αριστερά πίσω από την καρδιά, εκεί στο το ύψος της. Και με τα δάχτυλά σου κατέβηκες μέχρι τη μέση μου, ψιθυρίζοντας επιτέλους. Μια παρανυχίδα σε κάποιο από τα δάχτυλά σου έγδερνε σε όλη τη διαδρομή το δέρμα μου.  Ένιωθα να μου αφήνεις σημάδι που ανυπομονούσα να δω αργότερα στον καθρέφτη.

Δεν θα μου πεις γεια. Όχι γεια. Ακούς;

Και μετά χάθηκες. Ή χάθηκα. Δεν ξέρω να πω.
Μπορεί να φταίει που είπα γεια. Δεν έπρεπε να πω γεια.  Αλλά και εσύ δεν το είπες σωστά. Με μπέρδεψες. Είπες ακούς. Έπρεπε να πεις διαβάζεις. Δε μιλούσες. Έγραφες.

Τώρα ούτε μιλάς, ούτε γράφεις.  

Και είναι κάτι βράδια που σηκώνομαι, με ένα κάψιμο στην πλάτη. Και στέκομαι στον καθρέφτη και ψάχνω το σημάδι σου. Και ενώ με καίει δεν το βλέπω. Και προσπαθώ να αγγίξω με τα χέρια μου μα δεν το φτάνω.


Και είναι και κάποιες μέρες, που ψάχνω απεγνωσμένα να βρω λίγο από το κρυμμένο σου χάδι για να σε κρατήσω κοντά μου και δεν είναι πουθενά και άλλες που σκάβω τον εαυτό μου για να το βγάλω από μέσα μου και δεν μπορώ να βρω που το ‘χεις κρύψει για να σε ξεφορτωθώ.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

είσαι σαν τους ηλιόσπορους

Τους ανάλατους ηλιόσπορους.

Όχι αλατισμένους ,όχι πασατέμπους, που σε ξεγελάνε ότι έχουν γεύση και τρως μόνο αλάτι μέχρι να ζαρώσουν τα χείλη σου και μετά τους πετάς μακριά αηδιασμένος ψάχνοντας κάτι υγρό για να συνέλθεις.

Είσαι σαν αυτά τα μικρά ασπρόμαυρα σπόρια. Με το χοντρό περίβλημα και το μικρό περιεχόμενο.


Και αν θες να μάθεις γιατί διάβασε.

Θέλει τέχνη για να ανοίξεις κάθε έναν από αυτούς τους σπόρους και να μην καταστρέψεις το έπαθλο. Το περίβλημα είναι όλο υποσχέσεις και το εσωτερικό είναι δυόμιση φορές μικρότερο. Και αντί να γίνεται ασήμαντο γίνεται αμέτρητες φορές πιο σημαντικό. 

Τις περισσότερες φορές συντροφεύουμε άλλες ασχολίες με αυτή τη συνήθεια. Και όμως έχω πιάσει τον εαυτό μου να γίνεται εμμονή το να μασουλάω σπόρια και το οτιδήποτε άλλο να περνά σε δεύτερη μοίρα.

Όταν είσαι εσύ αυτός που έχει το σακουλάκι με τα σπόρια δεν θέλεις να το δίνεις. Θέλεις να τρως κατευθείαν απο εκεί. Να χώνεις το χέρι σου στο σωρό να ακούς τον ήχο που κάνουν ενώ τσακώνονται ποιο να διαλέξεις πρώτο. Αν σου ζητήσει κάποιος άλλος να τον κεράσεις απο το σακουλάκι σου, θα του πεις να ανοίξει τη χούφτα, θα δώσεις τόσα όσα εσύ νομίζεις και θα πεις και ένα "φτάνει, σε λίγο πάλι". Αν δεν έχεις εσύ το σακουλάκι τότε νιώθεις ζητιάνος. Η χούφτα ποτέ δεν είναι γεμάτη και αυτά δεν τσακώνονται ποιο να πάρεις πρώτο.



Στην αρχή νόμιζα ότι όλο αυτό έχει να κάνει με την κίνηση για να περνάει η ώρα. Και όμως η ώρα θα περνούσε με το κάτι άλλο που θες εσύ να συντροφεύεις αυτή την ιεροτελεστία. Νομίζω ότι όλα γίνονται για τη γεύση. Για να δεις τι διάολο γεύση έχει αυτό το πράγμα.

Και είναι σαν να έχει χαρακτήρα και να σε δουλεύει. Έχει σχήμα που δεν μπορείς να το καταπιείς χωρίς να το μασήσεις. Θα σου γδάρει το λαιμό. Και αν κάνεις και το μασήσεις χάνεται. Διαλύεται με την πρώτη δαγκωνιά. Γίνεται χίλια κομμάτια και εσύ παλεύεις απεγνωσμένα να το βρεις με τη γλώσσα να πάρεις λίγο από τη γεύση του και να το καταπιείς. Και αυτο σε κοροϊδεύει και κανει βόλτες μαζί με τα σάλια μέσα στο στόμα σου. Και εσύ θυμώνεις και καταπίνεις τα ίδια σου τα σάλια και ότι μπορεί να έχει απομείνει απο αυτο. Ενώ καταπίνεις ότι μπορείς έχεις ήδη τοποθετήσει ανάμεσα στα δόντια το επόμενο και αν είσαι τυχερός και δεν το καταστρέψεις ανοίγοντας το περίβλημα και αναγκαστείς να το πετάξεις, κάνεις αν όχι την ίδια, μεγαλύτερη προσπάθεια να γευτεις το σπόρο. Και αυτό σπάει σε χίλια κομμάτια για ακόμα μια φορά και σου γελάει ανάμεσα στα δόντια σου.

Όσο περνά η ώρα και η κοροϊδία συνεχίζεται γεμίζεις ένταση και κάθε φορά νομίζεις ότι αυτή είναι που θα τα καταφέρεις. Θα γευτείς. Και γεύεσαι.Γιατί ήρθε η στιγμή που διάλεξες αυτό που θα σε εκδικηθεί. Έχεις ανοίξει το περίβλημα και πριν δαγκώσεις έχεις νιώσει την πίκρα, αλλά η κίνηση έχει ξεκινήσει δεν μπορείς να την πάρεις πίσω. Σπάει και γεμίζει το στόμα σου πίκρα. Είναι εκείνο τα χαλασμένο που νόμιζες ότι δεν θα τύχει σε σένα. Και ενώ τόση ώρα πάλευες να γευτείς, τώρα παλεύεις να το βγάλεις από το στόμα σου. Αλλά δεν είναι μπουκιά για να το φτύσεις. Καμιά φορά ξεγελιέσαι και βάζεις τα δάχτυλα στο στόμα να αρπάξεις ότι μπορείς να το πετάξεις μακριά αλλά αγγίζεις τη γλώσσα σου και τα δόντια σου. Και δεν είναι πίκρα. Είναι κάτι πιο βαθύ, πιο δυνατό. Ό,τι πιο άσχημο έχεις γευτεί. Και παλεύεις αλλά έχει γίνει δικό σου τώρα. Προσπαθείς να το καταπιείς και δεν καταπίνεται. Πλένεις το στόμα σου με ότι έχεις εύκαιρο και πάλι δεν βοηθάει. Η γεύση που αναζητούσες είναι εκεί.

Και αυτό δεν το μοιράζεσαι ποτέ. Αν έτρωγες κάτι άλλο θα το έλεγες. Θα έκανες μορφασμό και θα ενημέρωνες. Έφαγα κάτι ξινό, κατι πικρό κατι αλμυρό. Αλλά αυτό όχι. Την πίκρα που σου χαρίζει ένας σπόρος ποτε. Λες και είναι ντροπή. Ξεπλένεις το στόμα σου και συνεχίζεις να καθαρίζεις σπόρια. Και το επόμενο σου φαίνεται και αυτό πικρό και αναρωτιέσαι αν όλα θα τύχουν σε εσένα. Όμως είναι μόνο ότι σου άφησε το προηγούμενο. Η πίκρα που δεν θέλει να σε εγκαταλείψει.

Και συνεχίζεις να μασάς και κάποιες φορές ξεχνάς και πέφτεις στην παγίδα να προσπαθείς να γευτείς και πάλι θα βρεθεί εκείνο που θα είναι πάντα έτοιμο να σε εκδικηθεί. Να σου θυμίζει τι προσπαθείς να κάνεις και τι είναι ικανό να σου προσφέρει οποιαδήποτε στιγμή.

Και όταν μετά από ώρες κάνεις το λάθος και αρχίσεις να γυροφέρνεις τη γλώσσα μεσα στο στόμα σου και ανακαλύπτοντας ψήγματα από τα σπόρια σου προσπαθήσεις να θυμηθείς τι ήταν αυτό που έφαγες, μόνο τα απομεινάρια από εκείνα που σε εκδικήθηκαν είναι ικανά να σου δώσουν ξεκάθαρα την απάντηση.

Κατάλαβες;

Έτσι είσαι. Σαν τους ανάλατους ηλιόσπορους.

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

ιστορία χωρίς τέλος


(τραγουδάκι για την ανάγνωση, προαιρετικό)

Όταν πάω στο χωριό δεν ανοίγω συρτάρια. Ούτε ντουλάπια. Μόνο της κουζίνας και αυτά με κάποια επιφύλαξη. Φοβάμαι τι θα βρω. Μα πιο πολύ φοβάμαι τι θα θελήσω να βρω και τελικά δεν θα τα καταφέρω. Και μετά θα πρέπει να λέω στον εαυτό μου ότι δεν υπάρχει αντί δεν ξέρω που είναι.

Αυτή τη φορά με έπιασε μια απρόσμενη ανάγκη να βρω ένα βιβλίο που είχα διαβάσει μικρή. Ένας πιτσιρικάς διαβάζει ένα βιβλίο κλεισμένος σε μια σοφίτα. Ζει μαζί με τον  ήρωα κάθε σελίδα και βγαίνει αλώβητος. Έκανα μια βιαστική βόλτα, πέρασα με το βλέμμα όλα τα ανοιχτά ράφια αλλά τζίφος.  Τότε θυμήθηκα ότι το βιβλίο πρέπει να είναι σε κάποια κούτα σφηνωμένο μαζί με άλλα και κλεισμένο με χαρτοταινία στην αποθήκη.

Χρέη αποθήκης εκτελεί το ισόγειο διαμέρισμα που υποτίθεται ότι μου ανήκει.  Έχει μείνει στα τούβλα, έχουν κλειστεί τα ανοίγματά του με κόντρα πλακέ και για είσοδο έχει μια πόρτα ξύλινη, κούφια, από κάποιο παλιό μπάνιο. Διακόσια τετραγωνικά μέτρα αποθήκη. Έχει μείνει έτσι γιατί για την κόρη τους, όπως λένε εκείνοι, η τύχη της ήταν μακριά από εδώ. Κάπου στα διακόσια πενήντα χιλιόμετρα μακριά. Δεν το λες και μακριά. Και αν μπορούσα θα πήγαινα πιο μακριά. Τόσα και άλλα τόσα και ακόμα περισσότερα. Όχι για να φύγω από εκείνους. Όχι για να φύγω από το χωριό. Αλλά για να φύγω μακριά από το εδώ. Αλλά πάλι το μακριά θα γινόταν εδώ. Που σημαίνει ότι το εδώ το κουβαλώ μαζί μου. Οπότε, εγώ είμαι το πρόβλημα. Οπότε, καλά είναι και εδώ. 

Γύρισα το πόμολο και εκείνο διαμαρτυρήθηκε. Δεν κατάλαβα γιατί, ο πατέρας μου το ενοχλεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ο στρογγυλός διακόπτης στο ύψος των ματιών μου με προκαλεί να τον γυρίσω όχι μόνο μια φορά για να κάνει το κλικ και να ανάψει το φως, αλλά πολλές. Εντυπωσιασμένη από αυτή του την ικανότητα να τον περιστρέφεις γύρω γύρω και σε κάθε δεύτερο κλικ να ανάβει το φως, έπαιξα μαζί του για κάποια δευτερόλεπτα. Τέλος τον άφησα αναμμένο και μπήκα στο διαμέρισμα.

Μπουτικ ειδών ψαρέματος. Ο πατέρας μου έχει γεμίσει τα κόντρα πλακέ με καρφιά και έχει κρεμάσει από παντού πετονιές, αγκίστρια και ψεύτικα δολώματα. Δύο λεκάνες με μπερδεμένα παραγάδια και δύο με ξεμπέρδευτα. Ίσες δουλειές. Σε ένα παλιό τραπέζι, έχει κόψει πλαστικά μπουκάλια και έχει βάλει πρόκες χωρισμένες ανάλογα με το μέγεθος. Μας έπεισες, λέω στον εαυτό μου. Από ψάρεμα και ότι το αφορά καλά πάει. Αλλά από γενικό μαστόρεμα χωλαίνει λίγο.

Ψάχνω να βρω τις κούτες από τα πατατάκια που είχα πει στον ψιλικατζή στη γωνία να μου φυλάξει για να μαζέψω τα πράγματα μου, τότε που ξενοίκιαζα το φοιτητόσπιτο, έξι χρόνια πριν. Επτά μικρές κούτες με το ζόρι. Βιβλία, κασέτες και κάτι αρωματικά κεριά. Είδα μόνο κάτι μεγάλες, ειδικά για μεταφορές, κλεισμένες με αγάπη, ατσαλάκωτες που από πάνω είχαν όλες διάφανο κάλυμμα για να μη σκονίζονται. Την νύφης μου. Έχει ένα χρόνο που μετακόμισε να μείνει στο χωριό με τον αδερφό μου, αλλά δεν τους χωρούν όλα τα πράγματα.

Βλέποντας αυτές τις κούτες ντράπηκα να ψάξω τις δικές μου. Την τελευταία φορά τις είχα δει κάτω στο πάτωμα, μισοσκισμένες, σκονισμένες. Θα τις είχα τραβήξει άτσαλα κάποια στιγμή που θα βιαζόμουν να πάρω κάτι από μέσα και δεν θα είχα καιρό για χαρτοκόπτες και καθαρές δουλειές.

Πριν παίξω λίγες στιγμές με το διακόπτη, το μάτι μου πήρε το καλό τραπεζάκι της μαμάς που έβαζε πάνω την τηλεόραση μαζί με ένα καλό σεμεδάκι, να έχει στοιβαγμένα παλιά παπούτσια. Από μια ξεχαρβαλωμένη ξύλινη συρταριέρα κρεμόταν ένα συρτάρι που μέσα είχε τα πρώτα μου βιβλία του πιάνου.

Κοιτώντας κάτω έπεσα πάνω σε μια σακούλα κρεμασμένη από ένα καρφί στην κάσα του μελλοντικού μου μπάνιου χωρίς πόρτα. Σακούλα διάφανη καλή. Όχι του σουπερ μάρκετ αλλά εκείνες που έχουν τα ζαχαροπλαστεία. Μέσα είχε ένα κουτάκι μαστίχες Χίου, ένα μπουκαλάκι με αγιασμό, έναν χάρτη, μια εικόνα μικρή του Αγ. Νικολάου και ένα υγρό χαρτομάντιλο τύπου Hondos Center, αλλά μαϊμού. Τα αξεσουάρ που μάζεψε ο μπαμπάς από το καΐκι τώρα που το έβγαλε να το καθαρίσει.

Γυρνώντας το διακόπτη, μια και μοναδική φορά, αναρωτήθηκα για ποιο βιβλίο ήρθα. Παιδικό βιβλίο, ιστορία χωρίς τέλος.

Χαμογέλασα, σκέφτηκα τη σακούλα του μπαμπά, τις κούτες της νύφης, το συρτάρι με τα βιβλία του πιάνου. Πόσες ιστορίες τελειωμένες συνάντησα για να βρω εκείνη χωρίς τέλος. Και πάλι δεν τη βρήκα.

Έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Τι ήθελε η μάνα μου; Σέλινο για τη σούπα. Γι’ αυτό δεν κατέβηκα στην τελική;





Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

βατράχια

Είναι τώρα κάτι μέρες που δεν μπορώ να κοιμηθώ.

Πιάνομαι στα χέρια με τα σεντόνια και τα μαξιλάρια. Βάζω κάτω το στρώμα αντί να με βάλει εκείνο. Και τελικά σηκώνομαι. Και έτσι όπως είμαι, αναμαλλιασμένη, ξυπόλητη, φορώ ένα λευκό νυχτικό και βγαίνω στο μπαλκόνι.

Ανοίγω τη βρύση πιάνω το λάστιχο και αφήνω το νερό να δημιουργήσει μια συμπαθητική λιμνούλα. Παίρνω μερικές πέτρες από τις γλάστρες και τις πετώ μέσα ακατάστατα. Διαλέγω ένα δύο φυλλαράκια και τα τοποθετώ με χάρη πάνω στο νερό μην κάνουν και μου πνιγούν. Κάθομαι κάτω, αγκαλιάζω τα γόνατα με τα δύο μου χέρια δίπλα από τη λίμνη και βρέχω τα ακροδάχτυλα των ποδιών μου.

Η νύχτα είναι λες και πηδήχτηκε με το ξημέρωμα και τώρα φεύγει στα μουλωχτά. Αυτοί οι δύο έκαναν τον αέρα να μυρίζει ανθρώπινες σάρκες ενωμένες βίαια και χωρισμένες ακόμα πιο βίαια.

Κοιτώ το σιδερένιο κοκοράκι που κρατά το λάστιχο κουλουριασμένο στραβά και λίγο απειλητικά. Έχει γουρλώσει το μάτι και με κοζάρει λες και δεν θα του επιστρέψω ποτέ πίσω το λάστιχο.

Ανασαίνω όσο πιο αργά γίνεται, στιγμές νιώθω θα σκάσω μα και πάλι κάνω τόσο θόρυβο που ενοχλώ τον εαυτό μου. Στέκω όσο πιο ασάλευτη μπορώ. Και περιμένω τον πρίγκιπα. Να τον φιλήσω και να γίνει βάτραχος.

Πράσινος, χοντρός, σαλιάρης βάτραχος. Ζηλιάρης, κτητικός, εγωιστής βάτραχος. Ένα ον γεμάτο ελαττώματα. Να μου έρθει τέλειος και να τον αχρηστέψω με ένα φιλί.

Πήξαμε στους τέλειους. Και αφού δεν μπορώ να βρω έναν ελαττωματικό θα μεταμορφώσω έναν. Και θα τον μπαστακώσω δίπλα στα δικά μου ελαττώματα να τα κάνει προτερήματα. Θα τον κοιτώ να παίζει με τους δαίμονες μου και να βγάζει τη μεγάλη του γλώσσα και να κοροϊδεύει τους αγγέλους μου.

Και ο ήλιος χαράζει τον ορίζοντα και σκέφτομαι πάλι θα χάλασε το άλογο και ο πρίγκιπας δεν έρχεται. Και αύριο στην όχθη θα τη βγάλω και θα βλέπω τους δαίμονες μου να μου βγάζουν τη γλώσσα τους και τους αγγέλους μου να παίζουν μαζί μου.

Και θα λέω στον εαυτό μου: 

«Κοίτα να κοιμηθείς και λίγο γιατί θα περιμένεις χρόνια.»

ιούλιος μήνας

Βιντεάκι σας έχω βάλει; Δεν σας έχω βάλει.

Ορίστε λοιπόν.

Καλό μήνα!