Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

με ανοιχτά τα μάτια

Ο παππούς είχε ένα δράκο που κοιμόταν με ανοιχτά τα μάτια. Δεν έχω ιδέα τι τον έβαζε να κάνει όλες τις υπόλοιπες ώρες, αλλά τις χειμωνιάτικες νύχτες που ανάβαμε το τζάκι στο χωριό, τον ανέβαζε πάνω στο σιδερένιο ψηλό κρεβάτι με το σκληρό στρώμα μαζί με εμάς τους τέσσερις.

Στο προσκεφάλι του κρεβατιού εμείς οι τέσσερις και ο δράκος. Απέναντι ο παππούς μόνος του. Ο δράκος έκλεβε τη βασιλοπούλα και την έκρυβε σε μια σπηλιά. Μετά κυνηγούσε το Γρηγόρη, το Διονύση και το Μιχάλη που ήθελαν να σώσουν τη βασιλοπούλα. Μια βασιλοπούλα που δεν μπορούσαν ούτε ένα φιλί να της κλέψουν στο στόμα. Και εκείνος τους κυνηγούσε μέχρι που αυτοί οι τρεις ανέβαιναν σε ένα δέντρο. Περνούσαν τρεις μέρες και τρεις νύχτες πάνω στο δέντρο χωρίς να φάνε ή να πιουν το οτιδήποτε και κοιμόντουσαν με βάρδιες, προσπαθώντας ο ένας να πείσει τον άλλο να είναι αυτός που θα κατέβει πρώτος να αντιμετωπίσει το δράκο. Και ο δράκος εκεί να περιμένει χωρίς να σαλεύει και τις τρεις μέρες και τις τρεις νύχτες.

Την τρίτη νύχτα σκέφτονταν ότι ο δράκος δε γίνεται να μην ξεκουράζεται. Άρχιζαν να του πετάνε κλαριά και φύλλα και ο δράκος δε σάλευε. Ο πιο τολμηρός κατέβαινε στα πιο χαμηλά κλαριά και άκουγε το δράκο να ροχαλίζει έχοντας όμως τα μάτια ανοιχτά. Τη μια φορά ο πιο τολμηρός ήταν ο Γρηγόρης, την άλλη ο Διονύσης, την άλλη ο Μιχάλης. Ο πιο τολμηρός της κάθε φοράς, πηδούσε τελικά από το δέντρο και με το σπαθί του έκοβε το λαιμό του δράκου και προσγειωνόταν στο έδαφος. Κατέβαιναν και οι άλλοι, έτρεχαν στη σπηλιά και έσωναν τη βασιλοπούλα.

Κάθε φορά τα ίδια. Ο δράκος κατέληγε ακέφαλος, οι τρεις εναλλάξ ήρωες και η βασιλοπούλα σωνόταν αφού είχε περάσει τρεις μέρες και τρεις νύχτες κλεισμένη σε μια σπηλιά.

Και τη θυμάμαι να κλαίει καθώς την έσωσαν ή καλύτερα την έσερναν έξω από τη σπηλιά. Και κανείς ποτέ δεν τη ρώτησε αν κλαίει γιατί την έκλεψε ο δράκος και την έκλεισε στη σπηλιά ή αν γιατί αυτοί οι τρεις την άφησαν όχι μόνο τρεις μέρες και τρεις νύχτες χωρίς το δράκο της αλλά της τον στερούσαν κάθε φορά για τρεις μέρες και τρεις νύχτες και μετά για πάντα.

Και τώρα που αυτοί οι τρεις μεγάλωσαν και βρήκαν βασιλοπούλες που μπορούν να τις φιλούν στο στόμα, σκέφτομαι πόσο χαζός ήταν ο δράκος που έκανε ότι του έλεγε ο παππούς και κάθε φορά κατέληγε ακέφαλος. Και δεν με πήρε μια φορά να πηδήξουμε μαζί από το κρεβάτι να κρυφτούμε σε μια άλλη σπηλιά και να μπορώ ακόμα και όταν κοιμάται να χαζεύω τα μάτια του.


Και όταν κοιμάμαι εγώ, αυτός να με προσέχει και ας τον παίρνει καμιά φορά ο ύπνος. Όσοι δεν ξέρουν ότι κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά, θα νομίζουν ότι ο δράκος μου δεν κοιμάται ποτέ και στέκει εκεί και με προσέχει.

Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

ερωτεύτηκα ένα γατί



Ναι ρε παιδί μου ένα γατί. Ήμουν του σκυλιού αλλά να που μου έτυχε γατί. Ο έρωτας είναι τυφλός δε λένε;

Βέβαια φταίει και αυτός. Νομίζει ότι είναι σκύλος, έρχεται μόλις τον φωνάξω, κάνει χαρά μόλις με δει και πηδάει και με τα τέσσερα πόδια ταυτόχρονα. Σκαρφαλώνει στο τζίν μου μέχρι το μπούτι και με αφήνει να τον πηγαίνω ρομαντικές βόλτες σε όλο τον ακάλυπτο. Αν σκύψω ανεβαίνει στη μπλούζα μου και γραπώνεται από το λαιμό μου. Φαίνεται άμαθος στον έρωτα και γίνεται βίαιος. Μου σκίζει τη μπλούζα και μου αφήνει νυχιές.

Μόλις σταθώ στην πόρτα και φωνάξω «αλητάκο!» ξετρυπώνει από το πουθενά και αρχίζει να γραπώνεται από παντού.  Με αφήνει να νομίζω ότι τον κάνω ότι θέλω. Μερικές φορές στέκομαι εκεί χωρίς να τον φωνάξω και τον χαζεύω να κάνει προπόνηση πεζοναυτών, περνώντας μια πάνω και μια κάτω από τα πατήματα της σιδερένιας σκάλας που βρίσκεται ακουμπισμένη στο τσιμέντο. Νομίζω ότι θέλει να φτιάξει κορμί για να με κερδίσει. Παίζει κρυφτό μόνος του με τα χορτάρια και νομίζει ότι θα ζηλέψω. Τραβάει καλώδια και μετά κοιτά πίσω του όλο καχυποψία σαν να είναι έτοιμος για καβγά θέλοντας να μου δείξει πόσο άντρας είναι.

Το σπίτι του είναι ένας αρκετά μεγάλος ακάλυπτος πίσω από τη δουλειά που κάνω τώρα. Θα μπορούσα να μείνω εκεί με ένα γατί. Θα έκανα το λεβητοστάσιο σαλόνι και το χειμώνα που θα είχε ζέστη θα καλούσα φίλους. Έχει και μια βρύση κοντά. Θα μπορούσαμε να βγαίνουμε κάποια ζεστά βράδια για νερό. Το κάναμε μια δύο φορές, μα είναι που ακόμα μόνο εγώ έχω δουλειά και όλο εγώ πληρώνω όταν πάω και την ανοίγω.

Στεκόμαστε συχνά κοντά στη μάντρα και ακούμε μουσική από τα πουλιά του γείτονα. Καμιά φορά τρομάζω ότι θα τον συνεπάρει τόσο το τραγούδι που θα ορμίξει πάνω από τη μάντρα και θα πέσει πάνω στους τραγουδιστές.

Νομίζω δεν ταιριάζουμε και πολύ. Μα «παρ’ τα μάτια μου και δες» δε λένε; Είναι που έχει γίνει η δύναμη μου. Όταν κάτι πάει στραβά, που πάει συχνά, όταν πρέπει να διαφωνήσω με κάποιον, που το κάνω και αυτό συχνά, βγαίνω στην πόρτα και φωνάζω «αλητάκο». Δεν χρειάζεται πάνω από ένα λεπτό για να φύγουν όλα. Και αν δεν έχω τη δύναμη καν να φωνάζω το όνομά του, θα περπατήσω στον ακάλυπτο θα μείνω για λίγο εκεί με κλειστά τα μάτια και σε λίγα δευτερόλεπτα θα νιώσω νυχάκια στα πόδια μου. Μου έχει πάρει το μυαλό σας λέω έτσι όπως τυλίγεται στα πόδια μου και γουργουρίζει στο κάθε άγγιγμα του χεριού μου.

Το ένιωθα όμως ότι αυτή η σχέση θα κρατούσε λίγο. Είτε γιατί εγώ θα έπρεπε τελικά σε δύο εβδομάδες να φύγω, είτε γιατί εκείνος θα είχε τάξει αλλού την αγάπη του. Θα μπορούσα να κλεφτώ μαζί του και να μείνουμε στο δικό μου σπίτι. Μα ένα πρωί ήρθε η άλλη. Δώδεκα χρονών με ένα πορτοκαλί φουστανάκι και κάτι μπλε πέδιλα. Που να σταθώ με τη φόρμα και τα διπλάσια και παραπάνω χρόνια από εκείνη.
«Σας ενοχλεί το γατάκι μου; Ο τίγρης;»

Εντάξει να έχεις άλλη. Μα να μη μου πεις καν το αληθινό σου όνομα; Τι να πω ρε αλήτη.

Πρώτη φορά με αφήνουν για μικρότερη.

Χαλάλι  της
γόης

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

μια μέρα Ζμπίστα

Όσοι με ξέρουν, γνωρίζουν πόσο ηδονίζομαι, μέσα στη διακριτικότητα που με χαρακτηρίζει, να έχω άποψη για καταστάσεις που κατά κανόνα τις ζω απ’ έξω. Και το χειρότερο; Δίνουν και σημασία στην άποψη μου!

Μαζευτήκαμε λοιπόν στην πίστα, ο Πρωτάρης, το Πρεζάκι, ο Παλιός αλλά Αργός και εγώ, γνωστή και ως η γκόμενα του Παλιού αλλά Αργού.

Ο Παλιός αλλά Αργός είναι γνωστή κατηγορία. Πάει στην πίστα όποτε το θυμούνται τα οικονομικά του, λέει ότι κάνει ασκήσεις χωρίς φρένα, γιατί είναι τόσο αργός που δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο, παραδίδει μαθήματα μόνο σε πρωτάρηδες και μοιράζει το εγχειρίδιο twist of the wrist λες και παίρνει ποσοστά από την προώθηση. Και έχει και τη γκόμενα να καμαρώνει λες και είναι η Andriana του Stoner ή η μάνα του Marquez.

Το Πρεζάκι είναι ο γνωστός τυπάς, “έχω μηχανάκι χρόνια, αλλά θα μπω όταν είμαι έτοιμος”. Μέχρι τότε θα κρεμιέται στα κάγκελα της πίστας για να δει ακόμα και ποδήλατο με βοηθητικές να περνάει, θα σκύβει και θα παίρνει τζούρες από τις εξατμίσεις των υπολοίπων και θα γυρνάει από τέντα σε τέντα ρωτώντας "φιλαράκι να πιάσω λίγο λάστιχο;"

E, o Πρωτάρης είναι ένας συμπαθέστατος νέος, πάνω από τα τριάντα που αποφάσισε σε αυτή την τρυφερή ηλικία να κάνει μια γυροβολιά στην πίστα. Για δικά του δερμάτινα ούτε λόγος. Μια ολόσωμη φόρμα από την οργάνωση, και αφού πρόκειται για δύο μέτρα παλικάρι, τα μανίκια του φτάνουν μέχρι τους αγκώνες και οι πλαστικοί σύνδεσμοι που φτάνουν αναγκαστικά στις μασχάλες του προσδίδουν μια χάρη χαρλεά. Μια τρύπα στη ραφή εκεί ανάμεσα στα πόδια κοντά στη δική του ραφή, είναι απαραίτητη για σωστό αερισμό. Βέβαια όταν αρχίζουν όλοι να χώνουν δάχτυλα για να δουν πόσο μεγάλη είναι η τρύπα τα πράγματα δυσκολεύουν.

Περιμένοντας να μπει έχει φάει τα δάχτυλα, όχι μόνο τα νύχια μέχρι την πρώτη άρθρωση και από τα δύο χέρια. Ευτυχώς έχει φορέσει μπότες και γλιτώσαμε τα πόδια. Ενώ σηκώνεται να αποχαιρετίσει την παρθενιά του, μας χαιρετά δια χειραψίας, μας φιλά σταυρωτά έναν έναν και ενώ τον σταυρώνω για το “καλό δρόμο” εντοπίζω με την περιφερειακή μου όραση το ασθενοφόρο για το ενδεχόμενο λιποθυμικού επεισοδίου.

“Αν μου βγάλουν καρό σημαία πρέπει να βγω ε; Και αμα δεν βγω; Τι θα μου κάνουν;”. Ήταν τα λόγια του πριν δούμε για τελευταία φορά το γυαλισμένο αριστερό του μάτι να χάνεται πίσω από την καθρεφτιζέ ζελατίνα του κράνους του.

Στο εικοσάλεπτο session του πρέπει να συγκέντρωσε όλους του οργασμούς που είχε ή θα ήθελε να έχει ή ούτε καν φανταζόταν ότι θα μπορούσε να έχει σε ολόκληρη τη ζωή του. Όταν βγήκε δεν δεχόταν να κατέβει από το μηχανάκι του, του έτρεχαν τα σάλια και από τα μπερδεμένα του λόγια ξεχωρίσαμε τα εξής:

‘Μαλάκες δεν υπάρχει
Βραβείο
Είμαι και γαμώ
Μηχανάρα μου’

Και κάτι άλλα που απαγορεύεται να τα μεταφέρω. Προσπαθήσαμε να τον κατεβάσουμε αλλά είχε τα χέρια στο τιμόνι σαν κολλημένα με logo, οπότε τον αφήσαμε να χαλαρώσει και τον τραβήξαμε σε ανύποπτη χρονική στιγμή.

Η μέρα συνεχίστηκε ακριβώς ίδια. Χαιρετισμός δια χειραψίας και σταυρωτό φίλημα πριν την είσοδο και άναρθρες κραυγές κατά την έξοδο. Και έκλεισε με κάτι σουβλάκια και μπύρες. Τα σουβλάκια ψιλοχάλια, αλλά οι μπύρες υπέροχες αν και δεν ήπια.

Μετά από τόσες ώρες και τόσες συζητήσεις για μηχανάκια ο Πρωτάρης μου είπε κάτι σαν:

‘Καλά, τώρα που σε γνώρισα, η άποψή μου για τις γκόμενες και τα μηχανάκια άλλαξε τελείως. Μου γκρέμισες έναν κόσμο και δεν το περίμενα ποτέ!’

Ψηλέ δεν στο είπα…
Και εγώ τώρα που σε γνώρισα, άλλαξε τελείως η άποψη μου για τους άντρες και τη σχέση τους με τα μηχανάκια.



(Καλά χιλιόμετρα παιδιά!!!)


Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

playmobil

Είμαι ένα απλό playmobil θα σε αφήσω να με λες Playbobill, ή μπορείς να με λες όπως αλλιώς θέλεις.

Θα σε αφήσω να διαλέξεις ποιο θα ήθελες να είμαι, μα αν με ρωτάς θα ήθελα να είμαι πειρατής.


Αν θέλεις κούνησε μου τα χέρια, το ένα ή και τα δύο, σε αφήνω. Τα πόδια όμως δεν στα χαρίζω. Ψέματα. Θα στα χάριζα μα κάποιος αποφάσισε να μην κάνουν τίποτα ιδιαίτερο.

Όταν θα σπας τη μέση μου να προσέχεις.  Και αν θέλεις να στρίψεις το κεφάλι μου θυμήσου ένα απλό Playmobil είμαι δεν είμαι κουκουβάγια.

Σου είπα θα ήθελα να 'μαι πειρατής, τι με ξαναρωτάς.
Αν θες και το γιατί, έτοιμο στο έχω.

Ο ξάδερφος μου, εκείνος ο μεγάλος, είχε το πειρατικό των playmobil. Και το είχε ψηλά στο τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης του πάνω από τα βιβλία, να μην το φτάνει κανείς.

Δεν μας άφηνε να παίζουμε. Μόνο να το κοιτάμε. Μη νομίζεις ότι αυτός έπαιζε. Κάνα δύο φορές έκανα να ανέβω στο γραφείο και μετά στο πρώτο ράφι, μα πάντα κάποιος  με προλάβαινε.

Είχα σταμπάρει ένα που λες από εκεί χαμηλά, έτσι όπως σήκωνα τα ματιά. Ένα σκαρφαλωμένο στα σκοινιά, με μια κατακόκκινη μπαντάνα στο κεφάλι και το ένα μάτι βουλωμένο. Το ένα χέρι μπλεγμένο στα σκοινιά και το άλλο σηκωμένο ψηλά.

Και θα θελα να μαι αυτός ο πειρατής. Να κατεβάσω το πειρατικό από το ράφι και να το βάλω σε θάλασσες. Βαθιές και άγριες. Να ταλαντεύομαι στο σκοινί  και να με τρώει η αλμύρα. Και να 'χω πάντα τη βαμμένη γραμμή των χειλιών μου χαμογελαστή και το μάτι που μου περισσεύει ορθάνοιχτο. Να ξεχάσω και το ράφι και τον ξάδερφο και ας είναι το πόστο μου για διαταγές. Και να χαθώ από τα μάτια σου και να μη χρειάζεται να σου πω παραπάνω.

Τώρα τι με ρωτάς. Το πειρατικό και βέβαια άθικτο είναι,είκοσι χρόνια μετά σε άλλη βιβλιοθήκη.

Ναι.Και βέβαια το φτάνω. 

Εγώ δεν πλησιάζω, αν θέλεις πλησίασε εσύ.

Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

μπαλονάκι

(Επειδή κάποιος το ήθελε εδώ...)

Έχω ένα κόκκινο μικρό μπαλόνι τις τελευταίες μέρες στο σπίτι.

Δεν είναι τόσο φουσκωμένο όπως στην αρχή.

Αρχίζει και ζαρώνει με τον καιρό. Ίσως να ξεβάφει και λίγο.

Μα είναι όμορφο νομίζω. Και πάνω στο μαύρο πάτωμα τόσο ξεχωριστό.

Καμιά φορά ξεχνώ ποιος ήταν ο λόγος που το φουσκώσαμε.

Είναι όμως όλο κόλπα αυτό το κόκκινο μικρό.

Ο καιρός είναι ακόμα ζεστός και ας είναι Νοέμβρης. Έχουμε ανοιχτά πάντα κάποια μπαλκονόπορτα.

Έτσι αυτό το κοκκινάκι δεν σταματά να κουνιέται.

Είναι φορές που θέλει να πάει παρακάτω αλλά δεν μπορεί.
Σκαλώνει σε κάποιο αρμό ή στο στόμιό του με τον μικρό κόμπο που το κρατάει στη ζωή και δεν έχει δύναμη να πάει πιο πέρα.

Πόσο παράξενο…ένα δέσιμο είναι αυτό που το κρατά στη ζωή και είναι αυτό που δεν το αφήνει να πάει παρακάτω.

Στην αρχή το είχαμε πάνω στο τραπέζι μαζί με τις υπόλοιπες χειροτεχνίες. Όταν όμως τις μαζέψαμε όπως και τη γκρι τσόχα που προστατεύει την τραπεζαρία σε περίοδο δημιουργίας το αφήσαμε να πέσει στο πάτωμα.

Από τότε δεν το έχουμε ενοχλήσει ξανά.

Κανείς από τους δύο δεν το έχει πιάσει.

Να μόλις έπεσε πάνω στα αθλητικά μου παπούτσια και προσπάθησε να βγει από τη μπαλκονόπορτα.
Το κατωκάσι όμως είναι τόσο ψηλό για αυτό το πιτσιρίκι.

Παρόλα αυτά σκύβω να το δω που έχει κρυφτεί πίσω από την κουρτίνα και να επιβεβαιώσω ότι δεν έχει βγει έξω να το σκάσει.

Κατά τη διάρκεια της ημέρας περνάμε συχνά από δίπλα του.
Ποτέ όμως δεν το κλωτσάμε να πάει ψηλά όπως κάναμε καμιά φορά παιδιά.

Και εκείνο όλο και κάποιο κόλπο κάνει με το ρεύμα που δημιουργεί το περπάτημα μας δίπλα του.

Γράφει και κάτι πάνω. Με λευκά γράμματα. Μα διαπιστώνω ότι ποτέ δεν έκανα τον κόπο να διαβάσω τι λέει. Έχει και ένα κύκλο που σχηματίζεται από αστεράκια.

Τις περισσότερες φορές το ξεχνώ. Και αυτό βρίσκει τον τρόπο και μου κάνει «τσα» σαν να παίζαμε κρυφτό.

Μια στο παιδικό δωμάτιο, μια στο μπάνιο, άλλοτε κάτω από το τραπέζι ή στην άκρη του διαδρόμου. Μια φορά το πέτυχα μπλεγμένο μαζί με τα άπλυτα που είχα αφήσει στο πάτωμα.

Σήμερα που τριγυρνώ όλη μέρα στο σπίτι κάνοντας δουλειές διαπιστώνω ότι είναι πάντα κάπου δίπλα στα πόδια μου.

Είναι τόσο σοβαρό και αμίλητο.

Πέφτει συνέχεια πάνω στα έπιπλα λες και δεν τα βλέπει. Ποτέ όμως δεν διαμαρτυρήθηκε. Πάντα αθόρυβο.

Προχθές που ήρθαμε στο σπίτι αργά πέρασε αρκετή ώρα για να διαπιστώσω ότι δεν το είδα. Ήμουν και κουρασμένη. Άρχισα να το ψάχνω σε όλο το σπίτι και με πανικό διαπίστωσα ότι δεν μπορούσα να του φωνάξω για να εντοπίσω που είναι. Δεν θα μπορούσε να απαντήσει.

Το ανακάλυψα πίσω από την πόρτα του μπάνιου να παίζει κρυφτό στα κόκκινα πλακάκια του. Το κοίταξα με ύφος άγριο αλλά ανακουφισμένη. Τράβηξα την πόρτα και έφυγα αφήνοντάς του χώρο να κάνει καινούργια κόλπα.

Σήμερα του έδειξα ότι μου έφυγε ο θυμός. Έσκυψα το κεφάλι τρεις τέσσερις φορές και του χαμογέλασα πονηρά.

Τώρα το κοιτάω πίσω από τον ώμο μου και πάλι χαμογελώ.

Είναι ακόμα εκεί κρυμμένο πίσω από την κουρτίνα και νομίζω παλεύει να βγει από τη μπαλκονόπορτα.


Πάω να το μαλώσω λίγο γιατί δεν είμαι έτοιμη ακόμα να το χάσω.

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

subbuteo

Δεν φταίω εγώ. Μου το θύμισαν. Κάτι άθλιοι τύποι μαντραχαλάδες πάνω από τα τριάντα που κάπου πήρε ένα το μάτι τους.

Και θυμήθηκα το δικό μας. Ένα κόντρα πλακέ θαλάσσης και η τσόχα με πινέζες χρωματιστές πιασμένη στις άκρες.

Μια ομάδα, με το ζόρι, ο καθένας.  Τα περισσότερα παιχτάκια κολλημένα ξανά και ξανά στη βάση. Ο τερματοφύλακας πολλές φορές δε σωνόταν,  εφταιγε η πλαστική μακριά λαβή του που δεν μπορούσε να κολληθεί και πολύ ίσια, οπότε έπαιζαν και κάποιοι δανεικοί.

Κερκίδες, φώτα, θεατές, διαφημίσεις δεν είχαμε. Εκτός από κάτι αυτοσχέδιες κάρτες και μερικούς Gi Joe στο ρόλο θεατών, κατά τα άλλα το γήπεδο τελείωνε στο όριο της τσόχας.

Αν και κορίτσι γυναικεία ομάδα δεν μπορούσα να έχω. Στους Gi Joe τα  βόλευα. Στο subbuteo όμως, περιορισμός.

Περιορισμός ή υποχρέωση πρέπει να ήμουν και για τα ξαδέρφια μου και τον αδερφό μου. Αν και ποτέ δεν έδειξαν κάτι τέτοιο.

Το χωριό μικρό και η οικογένεια μικρή, κορίτσια στην ηλικία μου δεν υπήρχαν. Υποχρεωτικά με κουβαλούσαν σε οποιαδήποτε αγορίστικη δραστηριότητα εκτός από τα παιχνίδια.

Δεν θυμάμαι πολλά. Θυμάμαι τα παιχτάκια και τη στάση τους, με τα λίγο ανοιχτά πόδια και τα πολύ ανοιχτά χέρια που μου έκανε εντύπωση. Στην αρχή αναρωτιόμουν αν κουράζονταν. Αργότερα όταν διαπίστωσα πόσο εύκολα έσπαγαν τα πόδια τους λίγο κάτω από τα γόνατα εκεί στην κάλτσα κατάλαβα ότι κουράζονταν.

Τώρα σαν να νιώθω ότι και το δικό μου το κορμί κάπως έτσι είναι. Ετοιμοπόλεμο κάτω από το σπρώξιμο κάποιου που δεν μπορώ να γυρίσω να δω ποιος είναι, έτοιμο να φρενάρει πάνω σε ένα μικρό χνούδι της τσόχας, ταλαντευόμενο για λίγο πάνω στην ημικυκλική του βάση και αν είναι τυχερό να μη σπάσει λίγο κάτω από τα γόνατα από το σπρώξιμο.


Θυμάμαι όμως και τον αδερφό μου και τα ξαδέρφια μου, που δεν θα διαβάσουν καν αυτό το ποστάκι, αλλά με γλίτωσαν από το να ασχολούμαι με νύχια και μαλλιά μεγαλώνοντας και με κατάντησαν να θυμάμαι subbuteo και ανθρωπάκια καταδικασμένα να σέρνουν ένα μεγάλο βάρος στα πόδια τους κλοτσώντας μια μπάλα που τους φτάνει μέχρι το σαγόνι και δεν τα αφήνει να δουν που θέλουν να τη στείλουν.