Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

με ανοιχτά τα μάτια

Ο παππούς είχε ένα δράκο που κοιμόταν με ανοιχτά τα μάτια. Δεν έχω ιδέα τι τον έβαζε να κάνει όλες τις υπόλοιπες ώρες, αλλά τις χειμωνιάτικες νύχτες που ανάβαμε το τζάκι στο χωριό, τον ανέβαζε πάνω στο σιδερένιο ψηλό κρεβάτι με το σκληρό στρώμα μαζί με εμάς τους τέσσερις.

Στο προσκεφάλι του κρεβατιού εμείς οι τέσσερις και ο δράκος. Απέναντι ο παππούς μόνος του. Ο δράκος έκλεβε τη βασιλοπούλα και την έκρυβε σε μια σπηλιά. Μετά κυνηγούσε το Γρηγόρη, το Διονύση και το Μιχάλη που ήθελαν να σώσουν τη βασιλοπούλα. Μια βασιλοπούλα που δεν μπορούσαν ούτε ένα φιλί να της κλέψουν στο στόμα. Και εκείνος τους κυνηγούσε μέχρι που αυτοί οι τρεις ανέβαιναν σε ένα δέντρο. Περνούσαν τρεις μέρες και τρεις νύχτες πάνω στο δέντρο χωρίς να φάνε ή να πιουν το οτιδήποτε και κοιμόντουσαν με βάρδιες, προσπαθώντας ο ένας να πείσει τον άλλο να είναι αυτός που θα κατέβει πρώτος να αντιμετωπίσει το δράκο. Και ο δράκος εκεί να περιμένει χωρίς να σαλεύει και τις τρεις μέρες και τις τρεις νύχτες.

Την τρίτη νύχτα σκέφτονταν ότι ο δράκος δε γίνεται να μην ξεκουράζεται. Άρχιζαν να του πετάνε κλαριά και φύλλα και ο δράκος δε σάλευε. Ο πιο τολμηρός κατέβαινε στα πιο χαμηλά κλαριά και άκουγε το δράκο να ροχαλίζει έχοντας όμως τα μάτια ανοιχτά. Τη μια φορά ο πιο τολμηρός ήταν ο Γρηγόρης, την άλλη ο Διονύσης, την άλλη ο Μιχάλης. Ο πιο τολμηρός της κάθε φοράς, πηδούσε τελικά από το δέντρο και με το σπαθί του έκοβε το λαιμό του δράκου και προσγειωνόταν στο έδαφος. Κατέβαιναν και οι άλλοι, έτρεχαν στη σπηλιά και έσωναν τη βασιλοπούλα.

Κάθε φορά τα ίδια. Ο δράκος κατέληγε ακέφαλος, οι τρεις εναλλάξ ήρωες και η βασιλοπούλα σωνόταν αφού είχε περάσει τρεις μέρες και τρεις νύχτες κλεισμένη σε μια σπηλιά.

Και τη θυμάμαι να κλαίει καθώς την έσωσαν ή καλύτερα την έσερναν έξω από τη σπηλιά. Και κανείς ποτέ δεν τη ρώτησε αν κλαίει γιατί την έκλεψε ο δράκος και την έκλεισε στη σπηλιά ή αν γιατί αυτοί οι τρεις την άφησαν όχι μόνο τρεις μέρες και τρεις νύχτες χωρίς το δράκο της αλλά της τον στερούσαν κάθε φορά για τρεις μέρες και τρεις νύχτες και μετά για πάντα.

Και τώρα που αυτοί οι τρεις μεγάλωσαν και βρήκαν βασιλοπούλες που μπορούν να τις φιλούν στο στόμα, σκέφτομαι πόσο χαζός ήταν ο δράκος που έκανε ότι του έλεγε ο παππούς και κάθε φορά κατέληγε ακέφαλος. Και δεν με πήρε μια φορά να πηδήξουμε μαζί από το κρεβάτι να κρυφτούμε σε μια άλλη σπηλιά και να μπορώ ακόμα και όταν κοιμάται να χαζεύω τα μάτια του.


Και όταν κοιμάμαι εγώ, αυτός να με προσέχει και ας τον παίρνει καμιά φορά ο ύπνος. Όσοι δεν ξέρουν ότι κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά, θα νομίζουν ότι ο δράκος μου δεν κοιμάται ποτέ και στέκει εκεί και με προσέχει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου