Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

για γούστο και όχι

Ίσως καμιά τιμωρία και αυτή μόνο για το γούστο του πράγματος. Πχ. Γράψε ένα ποστ μέχρι τις 7 απόψε

Πανικός. Γιατί δεν είναι μόνο τι σου ζητάει, αλλά κυρίως ποιος στο ζητάει. Στην ουσία προτροπή είναι, έτσι για το γούστο του πράγματος, αλλά μου φαντάζει απαίτηση. Απαίτηση στην οποία ψοφάω να συμμορφωθώ.

Πανικός. Ίδιος με τον προχθεσινό. Εκείνον που με ξύπνησε, πάλι, γύρω στις 4 το πρωί. Ανάσκελα με την καρδιά να σφυροκοπά. Που την ένιωθα να χτυπά από το στρώμα προς το σώμα και όχι το αντίθετο. Το σωστό και καλά. Σαν να έπεσε από τη θέση της κατακόρυφα και να έκατσε στο δέρμα χιλιοστά πάνω από το κατωσέντονο. Το κορμί πάλλεται ολόκληρο και χρειάζομαι στιγμές για να καταλάβω αν ευθύνονται οι χτύποι μου, ή κουνιέμαι στα απομεινάρια ενός σεισμού. Και μέχρι να συνέλθω έχω εντοπίσει, με το λιγοστό φως, λευκή σελίδα το ταβάνι πάνω μου. Σαν αυτές που έμεναν καιρό πάνω στο τραπεζάκι σε ένα χολ. Με το μισό τους κάτω από το τηλέφωνο, μα το ολόκληρό τους ελαφρά κιτρινισμένο και λίγο ζαρωμένο. Και η λάμπα πάνω μου μόνο με το καλώδιο, αφού τόσα χρόνια δεν αξιώθηκα ούτε ένα χάρτινο φωτιστικό να βάλω, σαν καρφωμένο μολύβι κάπου στη μέση της σελίδας. Η άκρη του καλωδίου στο ταβάνι όπως χώναμε τα μολύβια στις γόμες μας και τα αφήναμε να στέκουν όρθια. Και η λάμπα σαν τη δική του ενσωματωμένη, μισό χρησιμοποιημένη γόμα.


Οριακά ανασαίνω, όχι για το γούστο του πράγματος, αλλά να μη μου ξυπνήσουν οι από πάνω ή οι από κάτω. Μα πιο πολύ να μην ξυπνήσω εγώ και ζητάω να γράφω στο ταβάνι ξημερώματα. 



Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

και ό,τι δε συνηθίζεται, γίνεται συνήθεια τελικά

Μέχρι τα 18 έμαθα να κοιμάμαι με το μπαμπά έξω από το σπίτι. Μετά τα 18 έμαθα να κοιμάμαι εγώ έξω από το σπίτι, ανεξάρτητα που ήταν ο μπαμπάς.

Η μάνα μου ζητούσε από την έξι χρόνια μεγαλύτερη, συνονόματη μου, ανιψιά της να έρχεται να κοιμάται μαζί της να μας «φυλάει». Βράδυ παρά βράδυ βαρούσαμε σκοπιές. Μια η ξαδέρφη μου μια εγώ. Μέχρι τα 15 της μας φύλαξε. Μετά ξεκίνησαν οι αλητείες και δεν είχε χρόνο για τις θείες. Τότε ήταν που ανέλαβα εγώ την πλήρη φύλαξη του διπλού κρεβατιού από τη μεριά του μπαμπά. Πολλά βράδια χάζευε στην τηλεόραση και εγώ έμενα κοιτάζοντας εκείνη, έχοντας γυρίσει προς την πλευρά της, αντίθετα από το χαζοκούτι. Ύπνος δεν μου κολλούσε, αλλά δεν επιτρεπόταν να δω ό,τι έβλεπε εκείνη γιατί είχε «αίματα» δήθεν, μπορεί να είχε και τίποτε άλλο, δεν έμαθα. Έτσι έμενα εκεί να προσπαθώ να βγάλω άκρη στα μάτια της και όσες φορές δεν κατάφερνα να δω μέσα από αυτά τι έβλεπε, έβλεπα το έργο που έπαιζε εκείνη. Άλλες φορές έκανα πως κοιμάμαι, δήθεν δεν άκουγα τα κλάματα και μέχρι να σηκωθεί να μαζέψει το σωρό με τα χαρτομάντηλα στο κομοδίνο το πρωί, δε σάλευα.

Η θητεία μου έληξε γύρω στα 14. Αποφάσισα και διέταξα να μεταλλαχθεί το σαλόνι σε υπνοδωμάτιο μου, αφού δεν περίσσευε άλλο δωμάτιο. Τόσες ώρες που δούλευε η μάνα μου δε δεχόμαστε επισκέψεις, οπότε δεν έλειψαν σε κανέναν ο καναπές και οι πολυθρόνες. Τότε ήταν που της κόλλησε μια κακιά συνήθεια που δεν έχει αποβάλει ακόμα. Ξαπλώνει με ανοιχτό το φως και μετά δήθεν ξενερωμένα αλλά μες στη γλύκα με φωνάζει.

«Κορίτσι μου, είσαι κοντά; Ξέχασα να σβήσω το φως να μη σηκώνομαι.»

Κοντά δεν είμαι ποτέ και το ξέρει. Μόλις το δωμάτιο φωτίσει μόνο από την τηλεόραση, συμπληρώνει.

«Έλα να με σκεπάσεις να μη βγάζω τα χέρια από την κουβέρτα.»

Στο κουκούλωμα έχω φτάσει επικίνδυνα κοντά να κάνω πίσω.

«Δώσε μου και ένα φιλί τώρα.»

Τα τελευταία χρόνια που έχει γυρίσει και ο άλλος  για τα καλά κοντά της, θέλει να μπει ανάμεσα μας.

«Εμένα γαϊδούρα τίποτα;»

«Ναι αλλά τελευταία πάλι εμένα»

«Καλά δε ντρέπεστε γέροι άνθρωποι να με εκμεταλλεύεστε;»

«Ποιόν είπες γέρο; Θα σηκωνόμουν, αλλά μόλις ζέστανα τα σεντόνια»

«Ύπνο. Γρήγορα.»

Και όσο απομακρύνομαι ακούω να ψευτοτσακώνονται.

«Κάνε πιο κει μωρέ, πάνω μου πρέπει να κοιμάσαι; Δε βαρέθηκες τόσα χρόνια;»

Για δευτερόλεπτα αναρωτιέμαι, μα καλά δε βαρέθηκαν; Πως να βαρεθούν. Αν βάλεις κάτω τις μέρες της κοινής τους ζωής πιο πολύ χωριστά έχουν κοιμηθεί παρά μαζί.

Πριν ολοκληρώσω το ποστάκι ανοίγω το skype. Αναρωτιέμαι αν έχει επιλογή να σβήνεις φώτα, να σκεπάζεις μανάδες και να τις φιλάς μαζί ή χωριστά με τους πατεράδες.

Σε λίγο καιρό θα μάθω να κοιμάμαι με το μπαμπά σε άλλη χώρα και σε λίγα χρόνια θα μάθω να κοιμάμαι με το μπαμπά σε άλλη ζωή.


Όλα μια συνήθεια είναι τελικά. 


Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

so far but so close to any road

- Έλα ακούς; Φτάσαμε. Όλα καλά. Καλό καιρό είχε σε όλο το ταξίδι. Μην ανησυχείς. Δε μας πνίξανε στα σύνορα. Δε βάλαμε φωτιά στους εαυτούς μας. Δεν ξέρω πόσοι άλλοι έφτασαν. Δε βλέπω κανέναν. Ναι. Το δικό σου το παιδί όμως είναι καλά.

- Ακόμα.

- Τίποτα δε μουρμούρισα μωρέ. Ναι. Και εδώ το ίδιο. Καλό καιρό. Λίγο ήλιο, λίγη συννεφιά. Λίγο βρέχει και λίγο χιονίζει. Φυσάει και έχει άπνοια. Ναι. Ταυτόχρονα. Λίγα δέντρα, λίγο χώμα, λίγη θάλασσα, λίγο βουνό. Γιατί να σου πω ψέματα; Όλα τα έχει και από λίγο.

- Τι σημαίνει και τώρα πού θα πάμε; Δεν ξέρω. Δεν ξέρω πως ήρθαμε εδώ. Δεν έχει δρόμους να φύγουμε. Μα σου είπα, κανείς δεν έμεινε να ρωτήσουμε.

- Κλείσε λίγο. Κλείσε σου λέω. Κάτι κάνει και δε μου αρέσει.

Με έβγαζε φωτογραφίες και δεν ήθελα. Άρπαξα την ψηφιακή και προσπαθούσα να βρω το φιλμ για να το βγάλω να καεί.

 - Δεν έχει δρόμους. Κοίτα. Δεν έχει δρόμους και εσύ τραβάς φωτογραφίες; Πώς θα φύγουμε;
 - Μα μόλις ήρθαμε.



- Ξύπνα, παραμιλάς. Τι όνειρο έβλεπες;

- Ποιος δρόμος ξεκινάει απ' το κρεβάτι; Πες μου.

- Αυτός για να σηκωθείς. Μετά βλέπουμε.




Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

there's no use taking a step back for me

Κάνε πίσω. Την έσπρωξε σχεδόν.


Κάνε εσύ, τι με σπρώχνεις. Έσμιξε τα φρύδια και ένιωσε τη ρυτίδα ανάμεσα τους να χαρακώνει πρόσωπο και ψυχή. Ό,τι είχε μείνει από αυτή δηλαδή. Με την κίνηση τράβηξε το γιακά του που τον είχε κλείσει σε δείκτες και αντίχειρες, αριστερούς και δεξιούς. Ο κορμός τεντώθηκε προς τα πίσω να απορροφήσει την αντίδραση στην κίνηση. Τα χέρια έκαναν να ανοίξουν, μα από τη μέση και κάτω τίποτα δεν ακολούθησε. Καρφωμένη σε άγνωστο χώμα.

Ένα βήμα μόνο. Να σε δω θέλω. Μαλάκωσε, σχεδόν έλιωσε. Ολοστρόγγυλα δάχτυλα κρατούσαν ολοστρόγγυλα μάγουλα.

Κάνε εσύ…  Στο κάνε παρακάλι και τα μάτια στα χαλίκια. Στο εσύ  έσβησε το εγώ και τα μάτια πάλευαν να χωθούν κάτω από τα χαλίκια.

Δεν έχω δύναμη να κάνω πίσω. Να κάνω πως σε διώχνω μόνο. Κάνε πως με πιστεύεις και πήγαινε εσύ ένα βήμα πίσω. Να τη δει ήθελε και τα μάτια δεν έλεγαν να ανοίξουν. Να τη δει πίσω από κλειστά βλέφαρα και πάλι αρκετό θα ήταν.

Έκανε πίσω. Όχι γιατί έκανε πως τον πίστεψε. Τον πίστεψε ότι τη διώχνει. Ένα ψευτοβήμα πίσω. Παραπάνω δεν άντεχαν ούτε τα πόδια ούτε τα χαλίκια.

Αρκεί. Είχε ικανοποιηθεί πριν εκείνη ολοκληρώσει την κίνηση. Ήταν αργά όμως. Είχε κάνει πίσω. Τα χαλίκια υποχώρησαν στο βάρος και έκαναν σαν να τα σπας σε μια προσπάθεια να ξαναβολευτούν. Ξεκόλλησε τα χείλη και πριν μιλήσει, μίλησαν εκείνα αντί για αυτή. Απανωτά υπόκωφα κρακ, χαλίκια που τρίβονταν το ένα στο άλλο, πάνω από ένα παχύ στρώμα χώματος, πέρασαν όλο της το κορμί και βγήκαν από το στόμα της. Ξανακόλλησε τα χείλη και κατάπιε πέτρες.

Ένα λεωφορείο άδειο, μόνο με τον οδηγό ήρθε και πάρκαρε στο μαντρότοιχο πίσω τους. Τόσα καθίσματα κενά και όμως τόση θάλασσα μπροστά για όλους. Άνοιξε μια εφημερίδα και κρύφτηκε. Μάλλον έκρυψε εκείνους.

Μόνο αυτός μπορεί να υποστηρίξει ότι συναντηθήκαμε. Ακόμα και αυτός όμως μας έκρυψε πίσω από τις λέξεις. Δύο λεπτές παράλληλες γραμμές στο πρόσωπό του έκαναν πως τεντώνουν. Ούτε ο Προκρούστης δε θα κατάφερνε να τον κάνει να δείχνει ότι χαμογελά. Τα μάτια στεγνά και όμως έμοιαζαν ολόκληρα νερό. Δεν τους έφτανε η θάλασσα. Τόση θάλασσα.

Πιο όμορφη θάλασσα τα μάτια σου και ας με έδιωξαν. Δεν θυμάται αν του το είπε τότε που άκουγε. Τώρα το λέει σίγουρα και ας μην την ακούει.

Γαμημένη θάλασσα. Πόσες φορές του είπε να μη βρίζει, τόσες ακριβώς την αγνόησε.

Όλα σαν να έγιναν νερό. Χέρια, μάγουλα, γιακάδες, βήματα. Νερό και τους έπνιξε. Και χαλίκια. Πολλά χαλίκια. Στις τσέπες, στην πλάτη, στα μάτια, στα λακκάκια. Χαλίκια να βαραίνουν το σώμα να μένει στον πάτο. Να μην ακούγεται κιχ. Και κάθε κραυγή να πνίγεται στην αλμύρα, μπλεγμένη με κάτι μπλε μάτια.

Τους είδα. Ένα Σάββατο. Γύρω στις 4. Είχα πάει να αράξω στο

Είπαμε. Κιχ.


για 15 εκατοστά νάιλον στο χρώμα του ποδιού


Δύο τράπεζες, μια αστυνομία και κάτι ψιλά είχε το πρωινό, μετά από το μπολ με το γάλα και τα δημητριακά.

Όπως κάτι αξιοπρεπέστατοι παππούδες και γιαγιάδες που βάζουν τα καλά τους, χτενίζονται και ξυρίζονται για να πάνε – ακόμα και τα τελευταία χρόνια – να ψηφίσουν, έτσι και εγώ είπα να σενιαριστώ για να ξαμοληθώ σε δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες. Όχι υπερβολές, ποτέ υπερβολές. Ένα φουστανάκι πάνω από το γόνατο, ίσιες μπότες και κάτι κάλτσες άσπρες, πλεκτές, δωράκι από μια θεία μου, που σκέπαζαν τα γόνατα. Λιγάκι πόδι έμεινε εκτός, ίσα ίσα για την κοροϊδία, όχι πάνω από δεκαπέντε εκατοστά και αυτά κατά το κάθισμα.

Ωστόσο συγγενείς και φίλοι θεώρησαν ότι θα δουλέψει το ντυσιματάκι και με φόρτωσαν με παρόμοιες δουλειές με τις δικές μου. Δούλεψε. Και στις υπηρεσίες και στο δρόμο.

Πρόλαβα να αρπάξω από τον έναν από δύο τύπους που έπιναν όρθιο καφέ, την ώρα που αδύνατο τσιγγανάκι περνούσε μαζί με εμένα και πούλαγε ματσάκια με ζουμπούλια, ένα εσύ είσαι πιο όμορφη από τα ζουμπούλια. Μιλούσε σε, βία, δεκαπέντε εκατοστά πόδι με νάιλον και έχασε το χαμόγελο ο βλάκας. Κατάφερα να θυμηθώ ταινίες με το Στάθη Ψάλτη, ακούγοντας τη λέξη μανούλι, από έναν συμπαθέστατο παππού μου. Τα μάτια του δεν άντεξαν να ανέβουν παραπάνω, ίσα που τέλειωσαν τη μπότα και μίλησαν στην άσπρη κάλτσα.

Και άλλες ατάκες και μάτια. Μάτια χαμένα σε σκέψεις. Που κοιτούν συνήθως χαμηλά σε μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού στόχου. Ψάχνοντας να βρουν το δρόμο τους και αφαιρούνται λίγο, μόνο τόσο λίγο, χαρίζουν λέξεις, χαζά χαμόγελα και κάνουν πως βρήκαν το στόχο τους σε δύο άγνωστα πόδια. Και ξεγελούν πως βρήκαν το δρόμο τους σε κάτι πόδια που έρχονται μόνο και μόνο για να τα κάνουν να φύγουν πιο όμορφα. Τα δικά μου γύρισαν σίγουρα πιο λεπτά, πιο ψηλά, πιο όμορφα στο σπίτι.


Δείξτε λίγο νάιλον, στο χρώμα του ποδιού. Με τρύπες ή χωρίς. Έστω για δεκαπέντε με είκοσι εκατοστά. Όσο αντέχετε. Και να μην εξυπηρετηθείτε ευκολότερα, θα έχετε φτιάξει λεπτά από τη μέρα σας και από τη μέρα κάποιων άλλων. Όσο έχουμε χειμώνα. Το καλοκαίρι κυκλοφορούν από όλα τα καλά και τα μάτια κοροϊδεύουν ότι βρήκαν το δρόμο τους πολύ πιο εύκολα.

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

one way dialogues

- Γιατί χωρίς επιστροφή;

- Θα έρθω. Μην το βλέπεις έτσι. Αν έβγαζα με επιστροφή για εδώ θα έπρεπε να βγάλω πάλι για εκεί. Θα βγάλω από εκεί.

- Καλά, μην εξηγείς. Άστο.
                                               
Μα ήθελα να εξηγήσω. Ας με άφηνες, έστω, να πω αυτά που με παραμύθιαζαν και ας ήταν από τα ανεξήγητα.

___

                                                    
- Μόλις έβαλα δέκα ευρώ σε αυτοσχέδιο κουμπαρά για εισιτήρια μικρή.

- Θα έρθεις;

- Όχι. Για να έρχεσαι εσύ.

Εσύ είσαι που έφυγες, εσύ πρέπει να επιστρέψεις. Ας έκανες, έστω, πως άνοιγες τους δρόμους να κάνω εγώ πως επιστρέφω.

___


- Να σε δω πριν φύγεις. Έχω να σε δω τόσους μήνες, μα να σε δω τώρα που φεύγεις.

- Θα με δεις. Θα το κάνουμε να με δεις.

- Αν σε φτάνουν οι χρόνοι να σε δω.

Δε φτάνουν οι χρόνοι. Δε βγαίνουν τα χιλιόμετρα. Δεν το ζητάνε οι λέξεις. Δε θα με δεις. Μα θα το συμφωνήσουμε έτσι και όταν θα έχω φύγει, όταν πια δεν θα μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, θα λέμε ότι με είδες.

Θα θυμάσαι που γέλασα και θα πονώ που έκλαψες. Θα έχουμε περπατήσει λίγο και θα έχουμε μιλήσει πολύ πιο λίγο. Θα μύριζε κάπως και θα είχε κάτι χρώματα. Δε θα θυμάμαι τι φορούσαμε και εσύ που κάτσαμε. Και έτσι θα κάνουμε, εγώ πως μου το ζήτησες και εσύ πως σου το χάρισα και ήρθα και με είδες. Έτσι θα λέμε.


Έτσι να λέμε. 



Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

38 C και κάτι δευτερόλεπτα

Ελάτε να μετρήσουμε αντίστροφα όλοι μαζί την αλλαγή και αυτού του χρόνου.


Έφερε την κουβέρτα πάνω από το κεφάλι, δίπλωσε τα γόνατα και τους αγκώνες κοντά στο στομάχι της και σκέφτηκε πως πάνω στον καναπέ έμοιαζε με ένα όμορφο κουκούλι, με σκούρα λαδί χρυσάνθεμα και εκρού φυλλαράκια όπως τα σχέδια στην κουβέρτα.

Ο κόσμος έξω από εκεί μετρούσε 8. Εκείνη μετρούσε 38.  Δεν ήταν πολλοί εκείνοι έξω από την κουβέρτα - τρεις τους θυμόταν από την τελευταία φορά που τους είδε πριν κλειστεί στο κουκούλι - αλλά σε τόσο ταλαιπωρημένα αυτιά έμοιαζαν πιο πολλοί και από αυτούς μέσα στην τηλεόραση. Σε κάθε δευτερόλεπτο που αφαιρούσαν οι έξω, ένα δέκατο ερχόταν να προστεθεί μέσα. Επτά, όλοι μαζί. 38.1, σόλο ο υδράργυρος. Έξι, όλοι. 38.2, μόνη. Κάπου στο δύο τους έχασε και τους μέσα και τους έξω. Κάτι φήμες άκουγε όλα τα χρόνια "ό,τι κάνεις την πρώτη μέρα του χρόνου, το ίδιο θα κάνεις όλο το χρόνο", που ποτέ δεν τις πίστεψε, είχε αρχίσει να τις ξανασκέφτεται, αφού έτσι όπως ένιωθε το ενδεχόμενο να καταλήξει πεταλούδα έμοιαζε πολύ μακρινό.

Έκανε να βγει από το κουκούλι και έπεσε πάνω στο μηδέν, κακός συντονισμός. Έξι χέρια, που τα μάτια από το βάρος έβλεπαν μόνο τα έξι πόδια που τα έφερναν, πήγαν να πέσουν πάνω της, αλλά έμειναν άπραγα μόλις ένιωσαν τη θέρμη των 38.7 oC. Εκείνη έτσι και αλλιώς δεν είχε δύναμη να πλησιάσει. Η μυρωδιά από την ψητή γαλοπούλα έπνιγε τους πόρους της. Ένιωθε ότι όση γέμιση δε χώρεσαν τα σωθικά της γαλοπούλας, χώθηκαν στα δικά της ρουθούνια και έβρασαν στα υγρά της μύτης της. Από το στόμα δεν έμπαινε ούτε έβγαινε λέξη. Και το παραμικρό κυβικό χιλιοστό αέρα που τρύπωνε μέσα από τα δόντια έφερνε κρίσεις ασταμάτητου βήχα, ακόμα και τα υγρά από το στόμα της, γίνονταν άπειρα μαχαιράκια που κατρακυλούσαν σε όλο το μήκος του αναπνευστικού συστήματος. 

Δεν τους κατηγορούσε μου έμεναν μακριά. Εντύπωση της έκανε που ξεχάστηκαν και πλησίασαν. Καθένας για τους λόγους του, έπρεπε να μην κολλήσει ούτε ελαφριά. Μόνο εκείνος πλησίασε, χάιδεψε μαλλιά, φίλησε φλεγόμενο λαιμό και υποστήριξε για χιλιοστή φορά ότι ο χρόνος είναι μια σύμβαση που έχει εφεύρει ο άνθρωπος και μπλα μπλα μπλα και θα αλλάξουμε χρόνο όταν γίνεις καλά και γουστάρεις.

Κανονικά έπρεπε να είχαν μαζευτεί καμιά εικοσαριά. Όλοι αγαπημένοι. Αλλά όλοι, λίγο πολύ, έπρεπε να μείνουν μακριά. Μέρες μετά θα σκεφτόταν, καλύτερα που ήρθαν έτσι. Γλίτωσε, τρία συγνώμη παιδικά και δύο σε μεγάλους που δεν κατάφερε φέτος να φέρει δώρα και αυτά μόνο σε συγγενείς. Θα έβλεπε ανακουφισμένη ότι απέφυγε επισκέψεις που χρώσταγε και τις χρωστούσαν και όλη τη ντροπή θα την κατάπινε μαζί με τις αντιβιώσεις. 

Προς το παρόν της έμενε να γίνεται μούσκεμα τις νύχτες λες και βούτηξε για το σταυρό των Φώτων, μέρες πριν από ότι έπρεπε, στις τρεις τα ξημερώματα και να βγάζει από τη βουτιά μόνο depon χιλιάρια, ponstan και στις μεγάλες καταδύσεις κανένα mesulid. 

Της μένει όμως, για μια δυο μέρες ακόμα, από τον καναπέ, σε πλήρως οριζόντια θέση, με τα παράθυρα να είναι ψηλά, να χαζεύει τον ουρανό που δεν τον κρύβει τίποτα. Και αν ανασηκωθεί λίγο, μόνο λιγάκι, μέχρι εκεί που φτάνει να δει το μάτι, όλες οι δόσεις είναι πληρωμένες και η θάλασσα χαρίζει γνώμες και αγωγές σε συνταγολόγια, με όλα τα πτυχία και τα διδακτορικά της, χωρίς να ζητήσει 5 ευρώ επίσκεψη και 25 για εξιτήριο σε περίπτωση νοσηλείας.