Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

there's no use taking a step back for me

Κάνε πίσω. Την έσπρωξε σχεδόν.


Κάνε εσύ, τι με σπρώχνεις. Έσμιξε τα φρύδια και ένιωσε τη ρυτίδα ανάμεσα τους να χαρακώνει πρόσωπο και ψυχή. Ό,τι είχε μείνει από αυτή δηλαδή. Με την κίνηση τράβηξε το γιακά του που τον είχε κλείσει σε δείκτες και αντίχειρες, αριστερούς και δεξιούς. Ο κορμός τεντώθηκε προς τα πίσω να απορροφήσει την αντίδραση στην κίνηση. Τα χέρια έκαναν να ανοίξουν, μα από τη μέση και κάτω τίποτα δεν ακολούθησε. Καρφωμένη σε άγνωστο χώμα.

Ένα βήμα μόνο. Να σε δω θέλω. Μαλάκωσε, σχεδόν έλιωσε. Ολοστρόγγυλα δάχτυλα κρατούσαν ολοστρόγγυλα μάγουλα.

Κάνε εσύ…  Στο κάνε παρακάλι και τα μάτια στα χαλίκια. Στο εσύ  έσβησε το εγώ και τα μάτια πάλευαν να χωθούν κάτω από τα χαλίκια.

Δεν έχω δύναμη να κάνω πίσω. Να κάνω πως σε διώχνω μόνο. Κάνε πως με πιστεύεις και πήγαινε εσύ ένα βήμα πίσω. Να τη δει ήθελε και τα μάτια δεν έλεγαν να ανοίξουν. Να τη δει πίσω από κλειστά βλέφαρα και πάλι αρκετό θα ήταν.

Έκανε πίσω. Όχι γιατί έκανε πως τον πίστεψε. Τον πίστεψε ότι τη διώχνει. Ένα ψευτοβήμα πίσω. Παραπάνω δεν άντεχαν ούτε τα πόδια ούτε τα χαλίκια.

Αρκεί. Είχε ικανοποιηθεί πριν εκείνη ολοκληρώσει την κίνηση. Ήταν αργά όμως. Είχε κάνει πίσω. Τα χαλίκια υποχώρησαν στο βάρος και έκαναν σαν να τα σπας σε μια προσπάθεια να ξαναβολευτούν. Ξεκόλλησε τα χείλη και πριν μιλήσει, μίλησαν εκείνα αντί για αυτή. Απανωτά υπόκωφα κρακ, χαλίκια που τρίβονταν το ένα στο άλλο, πάνω από ένα παχύ στρώμα χώματος, πέρασαν όλο της το κορμί και βγήκαν από το στόμα της. Ξανακόλλησε τα χείλη και κατάπιε πέτρες.

Ένα λεωφορείο άδειο, μόνο με τον οδηγό ήρθε και πάρκαρε στο μαντρότοιχο πίσω τους. Τόσα καθίσματα κενά και όμως τόση θάλασσα μπροστά για όλους. Άνοιξε μια εφημερίδα και κρύφτηκε. Μάλλον έκρυψε εκείνους.

Μόνο αυτός μπορεί να υποστηρίξει ότι συναντηθήκαμε. Ακόμα και αυτός όμως μας έκρυψε πίσω από τις λέξεις. Δύο λεπτές παράλληλες γραμμές στο πρόσωπό του έκαναν πως τεντώνουν. Ούτε ο Προκρούστης δε θα κατάφερνε να τον κάνει να δείχνει ότι χαμογελά. Τα μάτια στεγνά και όμως έμοιαζαν ολόκληρα νερό. Δεν τους έφτανε η θάλασσα. Τόση θάλασσα.

Πιο όμορφη θάλασσα τα μάτια σου και ας με έδιωξαν. Δεν θυμάται αν του το είπε τότε που άκουγε. Τώρα το λέει σίγουρα και ας μην την ακούει.

Γαμημένη θάλασσα. Πόσες φορές του είπε να μη βρίζει, τόσες ακριβώς την αγνόησε.

Όλα σαν να έγιναν νερό. Χέρια, μάγουλα, γιακάδες, βήματα. Νερό και τους έπνιξε. Και χαλίκια. Πολλά χαλίκια. Στις τσέπες, στην πλάτη, στα μάτια, στα λακκάκια. Χαλίκια να βαραίνουν το σώμα να μένει στον πάτο. Να μην ακούγεται κιχ. Και κάθε κραυγή να πνίγεται στην αλμύρα, μπλεγμένη με κάτι μπλε μάτια.

Τους είδα. Ένα Σάββατο. Γύρω στις 4. Είχα πάει να αράξω στο

Είπαμε. Κιχ.


2 σχόλια: