Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

without you I'm something

Στο τραπέζι της κουζίνας δίπλα από το αλατοπίπερο που παρίστανε δύο χέρια, ένα μαύρο και ένα άσπρο, που μπλέκουν τα δάχτυλά τους, πάνω από μια μικρή και μια μεγάλη κηλίδα ξεραμένης κέτσαπ από τη χθεσινοβραδινή παραγγελία μπέργκερ άπλωσε καμιά δεκαριά φωτογραφίες. Μισές δικές του, μισές δικές της.

- Πολύ σκαλίζεις το αλατοπίπερο. Θέλεις να το πάρω;
- Πας καλά παιδάκι μου; Θέλεις να μας πετάξουν έξω τώρα που έσκασα τόσα λεφτά για να σου κάνω το χατίρι;

Σηκώθηκε χαμογελώντας στραβά, έπιασε απροκάλυπτα το αλατοπίπερο, πέρασε από δίπλα του και στάθηκε πίσω του, έσκυψε στο αυτί του και ψιθυρίζοντας άφησε το αλάτι και το πιπέρι να γλιστρήσουν γυρισμένα ανάποδα στις τσέπες του μπουφάν που μόλις πριν είχε φορέσει.

- Χωρισμένα τα δαχτυλάκια, μέσα στα τσεπάκια.

Ξεχώρισε δύο φωτογραφίες, τελείως άσχετες μεταξύ τους. Τη δική του την είχε τραβήξει εκείνη. Κοντινή, στο πρόσωπο, κάτι ξημερώματα που την γύρισε σπίτι της, κομμάτια αυτός από τα ποτήρια κόκκινο κρασί που δεν έπινε εκείνη, γιατί δεν ήταν αρκετά γλυκό για τα γούστα της.

- Άσε με να κοιμηθώ εδώ. Δε βλέπω να πάω ούτε μέχρι την πόρτα, όχι μέχρι το σπίτι μου.

- Μια χαρά μπορείς. Κοίτα το πουλάκι, θέλω να σε θυμάμαι έτσι.

Το χέρι στο αριστερό μάτι να το προστατέψει από το φλας. Για το πουλάκι έμεινε ένα μάτι ακάλυπτο να γυαλίζει, λίγο μέτωπο και ένα στόμα κλειστό να θέλει να μιλήσει.

Τη δική της, την είχε τραβήξει αυτός, σε κάτι ξεχασμένες διακοπές που είχανε πάει όλοι μαζί. Μόνο που κανονικά δεν έπρεπε να είναι μόνη της. Ήταν και ο άλλος δίπλα της, μα φρόντισε να βγει μόνο ο αριστερός αγκώνας του.

- Για τράβα μας μία μαζί.

- Ανοίξτε λίγο ρε, να πάρω και το καράβι που μπαίνει στο λιμάνι.

Και εκείνη το κατάλαβε και χαμογέλασε στραβά, με εκείνο το αδιόρατο κολλημένο χαμόγελο στα χείλη της και λύγισε και λίγο το ένα γόνατο και έπιασε με τα δάχτυλα τη φούστα και έκανε πως θα τη σηκώσει.

Τέντωσε το χέρι πίσω προς το συρτάρι ανοίγοντάς το χωρίς να κοιτάξει και ψαχούλεψε στα τυφλά για το ψαλίδι. Έκοψε τη δική της φωτογραφία στο πλάι για να εξαφανίσει τον αγκώνα του άλλου και εκεί σχεδόν πάνω στη μέση της για να κάνει ζουμ στα πόδια.

Έβαλε τη δική του φωτογραφία από κάτω με τα μάτια να κοιτάνε προς τα πάνω και τη δική της από πάνω.

- Σήκωσε για μια φορά τη φούστα σου που να σε πάρει ο διάολος.

Τα δάχτυλά της έπιασαν καλά ανάμεσά τους το ύφασμα και το σήκωσαν αργά χαϊδεύοντας το ίδιο της το δέρμα. Και όλο ανέβαινε σαν να ήταν ατέλειωτα τα πόδια, λυγίζοντας εναλλάξ τα γόνατά της και τρίβοντάς τα μπούτια της. Και ικανοποιημένος έσκυψε πρώτα μπροστά και χώρισε το αλάτι από το πιπέρι.

- Χωρισμένα τα δαχτυλάκια, έξω από τα τσεπάκια.

Είπε κοροϊδευτικά και τέντωσε την πλάτη του και η καρέκλα στάθηκε μόνο στα δύο πίσω πόδια της, και εκείνη όλο και ανέβαζε το ύφασμα ακουμπισμένη πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.



Και αφού είδε τι κρύβει κάτω από τη φούστα της, σηκώθηκε να βγει, σίγουρος πως δεν θα ψάξει άλλο για τα πόδια της. Την άφησε να σηκώνει το ύφασμα και φόρεσε το μπουφάν του.

Έβαλε τα χέρια στις τσέπες και έπιασε κόκκους αλάτι και πιπέρι. Και εκείνη στάθηκε για μια στιγμή, σταμάτησε τα δάχτυλά της και από το άλλο μισό της φωτογραφίας του χάρισε ένα στραβό αδιόρατο χαμόγελο απ' το τραπέζι της κουζίνας.




  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου