Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

απ' το παράθυρο πιο μέσα

Η γεωτεχνική μελέτη μπροστά μου θέλει να μάθω που θα γίνει το σχολείο. Τέσσερα γράμματα και δύο αριθμοί στο google maps και βρίσκομαι ακριβώς εκεί που θα έπρεπε να έχω πάει ίσως με τα πόδια μου. Σχεδόν ανάγλυφη η επίπεδή μου οθόνη με ενημερώνει για τη μορφολογία της περιοχής. Τα μάτια μου ανταλλάζουν πληροφορίες μεταξύ εκείνης και των σελίδων που έχω μπροστά μου. Ανταλλάζουν, επιβεβαιώνουν, συμπληρώνουν, αφαιρούν, αναιρούν. Έπρεπε να έχω πάει με τα πόδια μου. Επιβεβαιώνουν.

Στα αυτιά μου αυτό. Ναι πάλι αυτό. Ξανά και ξανά.



Σε μια προσπάθεια ανταλλαγής πληροφοριών το google maps μου παίζει παιχνίδια. Δεν αγγίζω το ποντίκι μου μα στο χάρτη τα μάτια μου κάνουν ζουμ. Βλέπω τις κορυφές των δέντρων να πλησιάζουν τις κόρες των ματιών μου και το πρόσωπό μου περνάει ξυστά από ένα πιο ψηλό κτίριο που δεν με απασχολούσε η ύπαρξή του. Λίγο πριν πέσω με δύναμη σε μια οροφή αιωρούμαι για λίγο και στέκομαι έξω από ένα παράθυρο στο δεύτερο.

Τρεις σειρές πράσινα θρανία και ξύλινες καρέκλες, από δύο σε κάθε ένα εκτός από τα τελευταία που είχαν μόνο μια. Όχι στοιχισμένα. Τραβηγμένες πίσω οι καρέκλες και τα θρανία στραβά, όπως στο σχόλασμα. Μερικά ξεχασμένα μολύβια που κύλησαν και έπεσαν κάτω από την καρέκλα του μπροστινού. Βιβλία κάτω από τα θρανία και μια δασκάλα στην έδρα της, που πάντα ήθελα να έχω αλλά ποτέ δε μου ‘κατσε. Στο προτελευταίο θρανίο στη σειρά δίπλα από την πόρτα η καρέκλα που είχα προσπαθήσει να χαράξω με κεφαλαία γράμματα έχω αλλάξει κι η ζωή με θέλει αλλιώς. Τα δύο κεφαλαία Λ, δίπλα δίπλα, τα ‘κανα να μοιάζουν Μ. Έχω αμάξι, με κορόιδευε η άλλη και γελούσαμε. Και έτσι το ‘κανε με τα χρόνια να μοιάζει πιο σημαντικό το μ, μεσ’ το χαΜόγελο.

Αποφασίζω να βουτήξω μέσα απ’ το παράθυρο και βρίσκομαι στο σπίτι μου. Και είμαι στο παράθυρο που βλέπει μόνο θάλασσα. Μόνο που ο πατέρας μου κατέβαε τα στόρια να μη χτυπά τα έπιπλα ο ήλιος. Θα τα ανέβαζα μα σκέφτομαι ότι μετά θα αναρωτιέται αν είχε ξεχάσει να τα κατεβάσει. Κι η μάνα μου έχει βάλει ένα πλυντήριο από τα ξημερώματα που τώρα γράφει end. Που έπρεπε εγώ να ‘χω απλώσει κάπου εκεί στις 8,30 που θα ξυπνούσα. Μα το φωτάκι αναβοσβήνει και η λεκάνη περιμένει άδεια μπροστά από την πόρτα του. Και σκύβω για να δω αν η πόρτα του διαδρόμου είναι κλειστή για να μην ενοχλεί ο θόρυβος όταν κοιμούνται τα παιδιά. Και είναι. Και βάζω στοίχημα πως το πρωί όταν σηκώνεται του λέει ακόμα να κάνει πιο σιγά γιατί κοιμούνται τα παιδιά. Και ξέρω πως τα βράδια ανασηκώνεται στο κρεβάτι της να δει κλειστές τις δύο πόρτες μας για να βεβαιωθεί αν της γυρίσαμε στο σπίτι. Και ίσως σηκώνεται καμιά φορά μόνη της να τις κλείσει, να κάνει πως γυρίσαμε.

Έφτασε κιόλας Αύγουστος και έχει μαυρίσει μόνο όσο δέρμα φαίνεται απ’ το παπούτσι μου. Δε με νοιάζει τι μήνας περνάει κάτω από τα πόδια μου. Τι εποχή. Καλοκαίρι είναι συνέχεια. Χειμώνας το ίδιο και ταυτόχρονα. Οι εποχές αλλάζουν όμορφα έξω μας όσο τα μέσα μας κουβαλάνε λίγα. Λίγους. Όσο μπορούμε να κοιτάμε παράθυρα όχι μόνο από μέσα προς τα έξω αλλά και το αντίθετο. Και ίσως πιο πολύ, κάποιες φορές, όσο μπορούμε να κοιτάμε από μέσα απ’ το παράθυρο πιο μέσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου