Δυο
καρέκλες και ένα τραπεζάκι για το τηλέφωνο είχε η είσοδός του σπιτιού τους.
Τηλέφωνο όχι. Μόνο το τραπεζάκι. Έφταναν και περίσσευαν τα τετραγωνικά. Δεξιά
οι συρόμενες πόρτες κλειστές, να σώνεται το παρκέ και το ύφασμα του καναπέ, να
μένουν άθικτα τα κρύσταλλα στο σύνθετο. Αριστερά διάδρομος, σε δύο μέτρα
έπεφτες στο κεφάλι της τραπεζαρίας.
Καθόταν
μόνο και πάντα εκείνος στη θέση αυτή. Μόνο και πάντα με ένα άσπρο σώβρακο, άντε
και κάνα φανελάκι στα μεγάλα κρύα. Ακόμα και άδεια να ήταν η καρέκλα, ακόμα και
αν έλειπε από το σπίτι, όλοι απλωνόμασταν γύρω από το κέντρο του, ακτίνες στον
κύκλο του. Είναι φορές που ακόμα νομίζω πως θα ακούσω τη θεία μου, ύστερα από
τόσα χρόνια που χει φύγει, να του φωνάζει να φορέσει κάτι πάνω του, δε
ντρέπεται που ήρθαν τα παιδιά.
Έτρωγα
και κοιμόμουν πολύ συχνά στο σπίτι τους και εγώ και ο αδερφός μου,
σαββατοκύριακα και καθημερινές όταν η μάνα μου έφευγε στον πατέρα μου. Δεν
άντεχα το ξυπνητήρι του στις 6,30, μετά από αυτό της θείας μου στις 5,30 αφού
κοιμόμασταν όλοι με πόρτες ανοιχτές. Άντεχα όμως το γάλα με τη ζάχαρη,
μπουχτισμένη από τις δύο κουταλιές μέλι της μάνας μου, και τις διακόσιες
δραχμές χαρτζιλίκι κάτω από το ποτήρι. Ηλικία και χαρτζιλίκι. Πεντακοσάρικο στο
γάλα της ξαδέρφης μου, τριακόσιες στου αδερφού μου, εγώ με τα πιο λίγα.
Δεν έκανε
τίποτα στο σπίτι. Ήταν σκληρός με όλους μας. Απόμακρος και αγέλαστος. Δεν έβαζε
στη θέση ούτε τον αέρα που ανέπνεε. Ήξερε μόνο να διαλέγει τα σωστά γλυκά στις
πανελλήνιες, να βάζει ζάχαρη στο γάλα και να μας στήνει τα Χριστούγεννα.
Γύρω στις
δέκα του κάθε Δεκέμβρη ανέβαινε στο βουνό και έκοβε ένα έλατο οριακά να
ακουμπάει το ταβάνι. Εξαφάνιζε τις πολυθρόνες και το τραπεζάκι. Να απλώνεται
στα τρία τέταρτα της εισόδου του σπιτιού τους. Τους έδιωχνε όλους από το σπίτι
και μέσα σε ένα πρωινό έρχονταν τα Χριστούγεννα. Ελαφάκια φουσκωτά, άγιοι
Βασίληδες, τεράστια χρωματιστά μπαλόνια σε εμπόδιζαν να περάσεις να φτάσεις
στην κουζίνα, και δώρα πίσω από τη φάτνη. Ξαπλώναμε μπρούμυτα στο χαλί και
στερεώναμε τα κεφάλια μας με τις παλάμες. Κοιτούσαμε το κάθε περιτύλιγμα και
ανάλογα με το μέγεθος αποφασίζαμε ποιο περιμένει να ανοίξουν τα δάχτυλά μας. Δεν
υπήρξε ποτέ για εμάς άγιος Βασίλης. Μόνο θείος Θανάσης.
Είχε φτιάξει από γύψο μόνος του την πιο όμορφη φάτνη. Τις μέρες που έμενα εκεί, πριν
κοιμηθώ, έριχνα έναν ύπνο πεταχτό επάνω στο χαλί. Όλο το σπίτι σκοτεινό και η
είσοδος με τα άσπρα φωτάκια από το δέντρο και εκείνο το μικρό κόκκινο μέσα στη
φάτνη. Μου λένε ότι έπιανα κουβέντα με τα πρόβατα και τους τρεις μάγους.
Θυμάμαι τη στάση μου, μα αν αντάλλαξα μια λέξη, δεν θυμάμαι. Ούτε καταλαβαίνω
τώρα τι είχα τότε να τους πω.
Δύο
παιδιά του και τέσσερα ανίψια. Χριστούγεννα για εμάς μόνο στο σπίτι τους. Χριστούγεννα
που έφευγαν και έρχονταν σαν να πατάς κουμπί μέσα σε μια μέρα. Εκείνος πάντα το
ίδιο απόμακρος, μα τώρα μπορώ νομίζω καθαρά να δω πως χαμογέλαγε όρθιος πίσω
από τις ξαπλωτές μας πλάτες, όταν απλώναμε από μακριά τα δάχτυλα να δείξουμε τα
δώρα.
Έχουν
περάσει δεκαέξι Χριστούγεννα χωρίς να ‘ναι Χριστούγεννα.
Μια φορά,
τουλάχιστον το χρόνο, θα έρθει να με βρει στα όνειρά μου καλοκαίρι. Ίδια τα
όνειρα, όπως εκείνη η μέρα. Καθόταν μόνος του και έπινε έναν καφέ στο
ζαχαροπλαστείο. Και εγώ περνούσα για να πάω σπίτι κι ύστερα για μπάνιο. Έλα,
μου είπε λίγο, κάθισε, δεν ξέρω πότε θα σε ξαναδώ. Αύριο, του είπα, εδώ κάθεσαι
κάθε μέρα, και εκείνος γέλασε. Έχω να πάω και στη θάλασσα θα αργήσω, συμπλήρωσα. Στο πόδι
του είχε ένα λουρί χωρίς το σκύλο και ο σκύλος απομακρυνόταν μέσα στη μέση του
δρόμου. Ούτε θυμάμαι πως τον έλεγε. Ούτε θυμάμαι αν ήταν κάποια ράτσα. Στο
όνειρο, και στην πραγματικότητα, την επόμενη, δε βρήκαμε ούτε το σκύλο, ούτε
εκείνον στο ίδιο τραπεζάκι.
Έπρεπε να
είχα κάτσει εκείνο το απόγευμα σ’ αυτό το τραπεζάκι. Για όλα τα Χριστούγεννα
που πιάνουν για ακόμα και παραπάνω από δεκάξι. Για την ξαδέρφη μου που την
επόμενη είχε γενέθλια και τους γιορτάζουμε μαζί, και ακόμα στα Χριστούγεννα
στήνει τη φάτνη κολλώντας πρόβατα και μάγους που ξεκολλάνε τα παιδιά της
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου