Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019

φύκια στρωμένα δρόμους


Το προτελευταίο σπίτι του χωριού νοικιάζαμε. Ούτε τέσσερα μέτρα από την αυλή του σπιτιού η θάλασσα. Ανοιχτό Αιγαίο μέχρι απέναντι στην Τουρκία. Στην πέρα γειτονιά, από τον Άγιο Νικόλαο και μετά, ελάχιστα σπίτια είχαν την εξώπορτα μπροστά στην θάλασσα. Κι αν την είχαν, ήταν κλειδαμπαρωμένη και δεν άνοιγε ούτε στις γιορτές. Ένα στενό στο πλάι του σπιτού οδηγούσε στην πόρτα που έκανε την είσοδο.

Θυμάμαι αυτές τις μέρες σαν μέρες που παίζαμε μέσα στο χειμώνα με τη θάλασσα. «Η καρδούλα μου το ξέρει τι περνούσα μέχρι να φτάσετε στην πλατεία» μου έχει πει η μάνα μου. Έμπαινε η θάλασσα στα σπίτια μας. Εμείς δεν είχαμε χαλιά, ούτε πατάκι στην εξωπόρτα. Στα φύκια σκουπίζαμε τα πόδια μας. Φύκια στρώναμε τις παραμονές του Αγίου Δημητρίου, τα φύκια σηκώναμε του Αγίου Κωνσταντίνου. Με αλμύρα ασβεστώναμε τους τοίχους μας.

Τα βήματά μας σε τρέξιμο μετρημένα για να φτάσουμε στην πλατεία να πάρουμε το λεωφορείο για το σχολείο. Μετρούσαμε τα κύματα. Περιμέναμε να τραβηχτεί το μεγάλο κύμα να τρέξουμε τον τσιμεντόδρομο ανάμεσα σε βότσαλα και πεταλίδες να χωθούμε στο επόμενο στενό. Κι ύστερα πάλι και πάλι. Κύμα κύμα, στενό στενό. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ένας από τους δύο μας δεν προλάβαινε στενό και έπιανε κύμα. Και τότε επιστρέφαμε και οι δύο μαζί στο σπίτι να αλλάξει ο βρεγμένος μέχρι τα γόνατα και πέρναμε το μέτρημα από την αρχή.

Και ήταν η φουρτούνα τόση μια φορά που η θάλασσα σκαρφάλωνε και από το πλάι το στενό, τα τέσσερα σκαλιά και το μπαλκόνι. Χτύπησε τη τζαμόπορτα και τρύπωσε από τις χαραμάδες. Σκαρφάλωνε η θάλασσα, σκαρφάλωνε και ο αδερφός μου τα τέσσερα συρτάρια της ντουλάπας και κρεμάστηκε από το σίδερο μαζί με τα σακάκια στις κρεμάστρες. Και ήρθε πίσω από τα ρέματα και από την πίσω πόρτα ο θείος και μας πήρε. Στη μια μασχάλη εμένα στην άλλη τον άδερφο και πίσω ή μπροστά η μάνα μου. Θυμάμαι να κοντοστέκεται στο φουσκωμένο ρέμα, το ένα πόδι στη μια όχθη και το άλλο στην άλλη και ανάμεσα λασπωμένο γλυκό μαζί με αλμυρό νερό. Ή δε θυμάμαι τίποτα και έχω μπερδέψει την παιδική μου ηλικία με κάποιου άλλου.

Ο κάβος δεν λέει να μετακινηθεί. Και η Οκτωνιά δε χαμηλώνει. Το χωριό ακόμα δοκιμάζεται. Η θάλασσα μπουκάρει στα σπίτια χωρίς να χτυπάει τις πόρτες.

Στις μεγάλες φουρτούνες ο πατέρας μου – από απόσταση πια – στέκεται για ώρα στο παράθυρο και κοιτάζει προς το λιμάνι. Πριν γίνει ο εξωτερικός λιμενοβραχίονας οι ψαράδες άφηναν τα καΐκια στα ανοιχτά για να μη χτυπιούνται στο λιμάνι. Αν είχαν τα βράχια στους μόλους βλέμμα, αυτό θα ήταν ο πατέρας μου στα κύματα ακλόνητος. Μικρή πίστευα ότι μπορεί να τα δαμάζει, όπως ο γητευτής τα φίδια με τον αυλό να περισσεύει. Ακόμα το πιστεύω αλλά δε φταίω εγώ. Εκείνος που επιμένει μικρή ακόμα να με λέει. 

Είναι το σπίτι μου τώρα μίλια – ναυτικά μετρημέναμακριά από τη θάλασσα. Και όμως ο δρόμος μέχρι εκεί είναι στρωμένος φύκια. Οι λεκέδες στο τζάμι είναι εκείνοι που αφήνει η αλμύρα. Κι αν αποφασίσω να δω ορίζοντα, δεν θα δω τίποτα λιγότερο από αυτό που ξέρει να βλέπει ο πατέρας μου.



2 σχόλια: