συνήθιζε να τη φωνάζει
αναλώσιμη, μα αυτή τον τιμωρούσε γινόμενη παντοτινή
κατάφερε να την αποκαλέσει
σπίτι του∙ μα η πατρίδα δεν είναι παρά μια λέξη
κι ήταν το δέρμα της
βινύλιο και χαρακιές διαπερνούσαν τα αυλάκια της
βελόνα και στριφογυρνούσε
τ’άγγιγμα∙ σε κάθε χαρακιά ή θολούρα αναπηδούσε
και στο κλάσμα αυτό της
αναπήδησης του έλειπε
έφτιαξε διαμέρισμα
διαμπερές τη σχέση τους να μπαίνουν τα σκυλιά και ο αέρας
να την ντύνει ο ουρανός
και η θάλασσσα∙ να την κοιμίζει η αχαριστία της
κατάφερε να της επιβληθεί
στον ύπνο της και να την πείσει πως εκείνη είναι ο παράδεισος
στον ύπνο όμως το δικό του
πάντα θα ζει στην ίδια δύση χωρίς ποτέ να έχει ανατείλει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου