Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

ιστορία χωρίς τέλος


(τραγουδάκι για την ανάγνωση, προαιρετικό)

Όταν πάω στο χωριό δεν ανοίγω συρτάρια. Ούτε ντουλάπια. Μόνο της κουζίνας και αυτά με κάποια επιφύλαξη. Φοβάμαι τι θα βρω. Μα πιο πολύ φοβάμαι τι θα θελήσω να βρω και τελικά δεν θα τα καταφέρω. Και μετά θα πρέπει να λέω στον εαυτό μου ότι δεν υπάρχει αντί δεν ξέρω που είναι.

Αυτή τη φορά με έπιασε μια απρόσμενη ανάγκη να βρω ένα βιβλίο που είχα διαβάσει μικρή. Ένας πιτσιρικάς διαβάζει ένα βιβλίο κλεισμένος σε μια σοφίτα. Ζει μαζί με τον  ήρωα κάθε σελίδα και βγαίνει αλώβητος. Έκανα μια βιαστική βόλτα, πέρασα με το βλέμμα όλα τα ανοιχτά ράφια αλλά τζίφος.  Τότε θυμήθηκα ότι το βιβλίο πρέπει να είναι σε κάποια κούτα σφηνωμένο μαζί με άλλα και κλεισμένο με χαρτοταινία στην αποθήκη.

Χρέη αποθήκης εκτελεί το ισόγειο διαμέρισμα που υποτίθεται ότι μου ανήκει.  Έχει μείνει στα τούβλα, έχουν κλειστεί τα ανοίγματά του με κόντρα πλακέ και για είσοδο έχει μια πόρτα ξύλινη, κούφια, από κάποιο παλιό μπάνιο. Διακόσια τετραγωνικά μέτρα αποθήκη. Έχει μείνει έτσι γιατί για την κόρη τους, όπως λένε εκείνοι, η τύχη της ήταν μακριά από εδώ. Κάπου στα διακόσια πενήντα χιλιόμετρα μακριά. Δεν το λες και μακριά. Και αν μπορούσα θα πήγαινα πιο μακριά. Τόσα και άλλα τόσα και ακόμα περισσότερα. Όχι για να φύγω από εκείνους. Όχι για να φύγω από το χωριό. Αλλά για να φύγω μακριά από το εδώ. Αλλά πάλι το μακριά θα γινόταν εδώ. Που σημαίνει ότι το εδώ το κουβαλώ μαζί μου. Οπότε, εγώ είμαι το πρόβλημα. Οπότε, καλά είναι και εδώ. 

Γύρισα το πόμολο και εκείνο διαμαρτυρήθηκε. Δεν κατάλαβα γιατί, ο πατέρας μου το ενοχλεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ο στρογγυλός διακόπτης στο ύψος των ματιών μου με προκαλεί να τον γυρίσω όχι μόνο μια φορά για να κάνει το κλικ και να ανάψει το φως, αλλά πολλές. Εντυπωσιασμένη από αυτή του την ικανότητα να τον περιστρέφεις γύρω γύρω και σε κάθε δεύτερο κλικ να ανάβει το φως, έπαιξα μαζί του για κάποια δευτερόλεπτα. Τέλος τον άφησα αναμμένο και μπήκα στο διαμέρισμα.

Μπουτικ ειδών ψαρέματος. Ο πατέρας μου έχει γεμίσει τα κόντρα πλακέ με καρφιά και έχει κρεμάσει από παντού πετονιές, αγκίστρια και ψεύτικα δολώματα. Δύο λεκάνες με μπερδεμένα παραγάδια και δύο με ξεμπέρδευτα. Ίσες δουλειές. Σε ένα παλιό τραπέζι, έχει κόψει πλαστικά μπουκάλια και έχει βάλει πρόκες χωρισμένες ανάλογα με το μέγεθος. Μας έπεισες, λέω στον εαυτό μου. Από ψάρεμα και ότι το αφορά καλά πάει. Αλλά από γενικό μαστόρεμα χωλαίνει λίγο.

Ψάχνω να βρω τις κούτες από τα πατατάκια που είχα πει στον ψιλικατζή στη γωνία να μου φυλάξει για να μαζέψω τα πράγματα μου, τότε που ξενοίκιαζα το φοιτητόσπιτο, έξι χρόνια πριν. Επτά μικρές κούτες με το ζόρι. Βιβλία, κασέτες και κάτι αρωματικά κεριά. Είδα μόνο κάτι μεγάλες, ειδικά για μεταφορές, κλεισμένες με αγάπη, ατσαλάκωτες που από πάνω είχαν όλες διάφανο κάλυμμα για να μη σκονίζονται. Την νύφης μου. Έχει ένα χρόνο που μετακόμισε να μείνει στο χωριό με τον αδερφό μου, αλλά δεν τους χωρούν όλα τα πράγματα.

Βλέποντας αυτές τις κούτες ντράπηκα να ψάξω τις δικές μου. Την τελευταία φορά τις είχα δει κάτω στο πάτωμα, μισοσκισμένες, σκονισμένες. Θα τις είχα τραβήξει άτσαλα κάποια στιγμή που θα βιαζόμουν να πάρω κάτι από μέσα και δεν θα είχα καιρό για χαρτοκόπτες και καθαρές δουλειές.

Πριν παίξω λίγες στιγμές με το διακόπτη, το μάτι μου πήρε το καλό τραπεζάκι της μαμάς που έβαζε πάνω την τηλεόραση μαζί με ένα καλό σεμεδάκι, να έχει στοιβαγμένα παλιά παπούτσια. Από μια ξεχαρβαλωμένη ξύλινη συρταριέρα κρεμόταν ένα συρτάρι που μέσα είχε τα πρώτα μου βιβλία του πιάνου.

Κοιτώντας κάτω έπεσα πάνω σε μια σακούλα κρεμασμένη από ένα καρφί στην κάσα του μελλοντικού μου μπάνιου χωρίς πόρτα. Σακούλα διάφανη καλή. Όχι του σουπερ μάρκετ αλλά εκείνες που έχουν τα ζαχαροπλαστεία. Μέσα είχε ένα κουτάκι μαστίχες Χίου, ένα μπουκαλάκι με αγιασμό, έναν χάρτη, μια εικόνα μικρή του Αγ. Νικολάου και ένα υγρό χαρτομάντιλο τύπου Hondos Center, αλλά μαϊμού. Τα αξεσουάρ που μάζεψε ο μπαμπάς από το καΐκι τώρα που το έβγαλε να το καθαρίσει.

Γυρνώντας το διακόπτη, μια και μοναδική φορά, αναρωτήθηκα για ποιο βιβλίο ήρθα. Παιδικό βιβλίο, ιστορία χωρίς τέλος.

Χαμογέλασα, σκέφτηκα τη σακούλα του μπαμπά, τις κούτες της νύφης, το συρτάρι με τα βιβλία του πιάνου. Πόσες ιστορίες τελειωμένες συνάντησα για να βρω εκείνη χωρίς τέλος. Και πάλι δεν τη βρήκα.

Έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Τι ήθελε η μάνα μου; Σέλινο για τη σούπα. Γι’ αυτό δεν κατέβηκα στην τελική;





4 σχόλια:

  1. Ο Antoine de Saint-Exupery είχε πει πως η τελειότητα δεν επιτυγχάνεται όταν δεν υπάρχει κάτι να προστεθεί, αλλά όταν δεν υπάρχει κάτι να αφαιρεθεί.

    Δεν μπορώ να ξέρω πως ακριβώς το εννοούσε, αλλά όπως το αντιλαμβάνομαι είναι το πιο ρομαντικό πράγμα που έχει πει κανείς για την πραγματικότητα.

    Αναιρεί τα πρόσημα, και ο ρομαντισμός έρχεται, έστω για μια στιγμή, σε επαφή με τον ρεαλισμό.

    Είναι καταφύγιο, εφαλτήριο, και κινητήρια δύναμη κάθε ανθρώπου που συνθέτει την δική του ιστορία δίχως προσχέδιο, μέσα στην μεγαλύτερη ιστορία δίχως τέλος, σε έναν κόσμο από τον οποίο τίποτα δεν μπορεί να αφαιρεθεί και περιττό είναι μονάχα αυτό του οποίου την αξία δεν κατάλαβες.

    Ίσως και να υπερβάλλω αλλά μ' αρέσει να το βλέπω έτσι. Είναι ωραία η σούπα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δεν ξέρω αν μπορώ να κρίνω αν υπερβάλλετε.

    Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι, ότι με κάνετε να καταλαβαίνω τις ιστορίες μου, δίνοντάς τους αξία και εξαλείφοντας ό,τι περιττό.

    Στη σούπα δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω.

    (τον ενικό ακόμα τον δουλεύω...θέλω λίγο χρόνο :))

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Όπως λέει και ο αγαπημένος μου καπνός, "take your time"! :P

    Είναι πολύ ευφυής ο τρόπος που εκλαμβάνεις και αποτυπώνεις τα ερεθίσματα, τις σκέψεις και τα συναισθήματά σου. Τόσο ανεπιτήδευτα, φυσικά και ακέραια που δεν έχω βρει κάτι που να μου προκαλέσει αντίδραση και αυτό ομολογουμένως μου είναι πρωτόγνωρο. Δεν είμαι συνηθισμένος σε κάτι τέτοιο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ήθελα να γκρινιάξω, ότι κρίμα που δεν προκαλώ κάποιου είδους αντίδραση, αλλά αυτό το "πρωτόγνωρο" με κάνει να μην μπορώ.

    Θα πάρω το χρόνο μου και θα βρω έναν ενικό για εσάς!

    ΑπάντησηΔιαγραφή