Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

για να μάθω πού πήγε


How I wish I could describe their pain
Or my pain




Είχε βρέξει. 

Από εκείνες τις βροχές που δε λένε να ξεπλύνουν τίποτα. Ούτε αυτά που σφραγίζεις μέσα σου, ούτε αυτά που ξεκλείδωσες και σκόρπισες κάποτε έξω σου. Ένα λεπτό στρώμα νερού αγκάλιαζε τις στρογγυλεμένες πέτρες στο πλακόστρωτο και χωνόταν προκλητικά ανάμεσα στους χωμάτινους αρμούς. Το στενό σκοτεινό. Στο βάθος δεξιά αναβόσβηνε μια πορτοκαλί επιγραφή.

Κινηματογράφος Ηλέκτρα.

Ένας σκεβρωμένος άντρας μόλις έβγαζε το ξύλινο σταντ με τη γυάλινη προθήκη. Έσκυψε το βλέμμα στο πλακόστρωτο και ακολούθησε τους αρμούς πλησιάζοντας να δει τη μορφή πίσω από το τζάμι.

Μύριζε φρέσκο, καμένο βούτυρο. Από την ανοιχτή είσοδο ερχόταν μια γλυκιά ζέστη και ακουγόταν το ποπ κορν που έσκαγε και κοπανιόταν στα τοιχώματα της μηχανής. Μια ξεπλυμένη αφίσα κρεμόταν από τρία μόνο κιτρινισμένα σελοτέιπ σε μια από τις τζαμένιες πόρτες που έμεναν κλειστές. Ένα ζαχαροπλαστείο που είχε χάσει τα χρώματα του στο χαρτί και που σίγουρα πια δεν υπάρχει.

Παγωτό. Με γεύση γιασεμί. Τριαντά- χωρίς τα φύλλα που τα σκόρπισε ο άνεμος.

Πίσω από το γυαλί της προθήκης το πρόσωπο μιας χαμογελαστής κοπέλας. Με λίγο κόκκινο στα χείλη και πιο λίγο στα μάγουλα. Ένα χαμόγελο να χορέψεις πάνω, να κάνεις ακροβατικά, να γελάσεις και εσύ, να γίνεις πάλι οκτώ χρονών. Και δύο λακκάκια στα μάγουλα να τα γεμίσεις φιλιά να κάνεις βουτιές τον εαυτό σου. Μα τα μάτια σαν να ήταν άλλης. Μια σου γελούσαν μια σου έκλαιγαν.

Εδώ για κάθε αύριο. Και παιζόταν μόνο σήμερα στις 8.45 ακριβώς. Χαμογέλασε από τη μύτη βγάζοντας αέρα.

Κόσμος άρχισε να φτάνει. Ένας ένας, δύο δύο, άντε το πολύ τρεις. Στεκόταν ακόμα εκεί και την κοιτούσε.

Η πόρτα θα κλείσει. Θα μπείτε;

Όχι ευχαριστώ. Ψέλλισε και παραπάτησε τρομαγμένος.

Η πόρτα έκλεισε πίσω του και άκουσε το τζάμι της να τραντάζεται. Πήρε να ψιχαλίζει πάλι.

Μια σταγόνα βροχής στάθηκε στην άκρη του αριστερού ματιού της. Τράβηξε το μανίκι του και τη σκούπισε απαλά μην την αναστατώσει. Μην την ενοχλήσει πίσω από το τζάμι. Έμεινε εκεί να της σκουπίζει τα μάτια μη ξεβάψει το χαμόγελο. Μόνο όταν είδε κόσμο να βγαίνει από την αίθουσα απομακρύνθηκε και στάθηκε στα σκοτάδια. Τη χάζευε μέχρι να τη μαζέψουν πάλι μέσα μα δε μπορούσε πια να της στεγνώσει τα μάτια. Δεν έμεινε να δει τα φώτα να κλείνουν.

Μετά δεν ξέρω που πήγε. Εκείνος έφυγε. Εγώ έμεινα.  

2 σχόλια:

  1. Και το βράδυ, ανάσκελα στο κρεβάτι, με τα μάτια του ανοιχτά και καρφωμένα στο τίποτα ένιωσε ξαφνικά την ανάγκη να σηκωθεί και να πάει να στηθεί στη βροχή μέχρι κι αυτός να ξεθωριάσει και να γίνει ένα με το τοπίο. Ένα με την αφίσα, ένα με την αντανάκλαση στη βιτρίνα, ένα με τους αρμούς. Να νιώθει τη βροχή να τον διαγράφει και να τον σβήνει μέχρι που δεν είχε χρώμα ούτε περίγραμμα, ούτε στόμα να μιλήσει, ούτε χέρια να γράψει.
    Και στο δωμάτιο ήταν πάντα ημίφως. Ούτε τόσο σκοτεινά ώστε να κλείσει τα μάτια και να ησυχάσει, ούτε αρκετό φως για να κοιτάξει έξω, προς τα αμέτρητα αύριο που έσβηναν ένα ένα.

    Και τέτοια ώρα που να σε βρω;

    ΑπάντησηΔιαγραφή