Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

είμαι στην πλευρά με τα μισά και τα παράσιτα

Ή δευτέρα ή τρίτη λυκείου. Δεν θυμάμαι. Είχε έρθει η μάνα μου να με μαζέψει από το φροντιστήριο. Είχα κάνει κατάληψη στο κασετόφωνο, ακόμα και όταν δεν ήμουν στα αυτοκίνητο ό,τι άφηνα μέσα άκουγαν. Άρα πιο πιθανόν τρίτη, εκεί στις πανελλήνιες που δε μου χάλασαν χατίρι. Ήταν μια εξηντάρα γκρι διάφανη κασέτα. Από τη μια πλευρά μισά τραγούδια από τη μέση και κάτω ή από την αρχή μέχρι τη μέση ή η μέση μόνο, με παράσιτα από σταθμούς που κάναμε ακροβατικά να πιάνουν στο χωριό. Η κεραία, σύρμα τυλιγμένο στην άκρη της και το σύρμα κολλημένο στο ταβάνι με σελοτέιπ. Η άλλη πλευρά θυμάμαι ότι είχε αυτό


και νομίζω το Μπονάτσο να τραγουδάει Γαρύφαλε. Τα υπόλοιπα δεν μου έρχονται για κανένα λόγο.

Δεν ήταν Πάσχα. Σίγουρα δεν ήταν Πάσχα. Ή καταχείμωνο ήταν, πίσσα σκοτάδι από τις πέντε ή Ιούλιος πριν τις εννιά και σουρούπωνε.

Θέλω να σου πω κάτι. Μου είπε σα βρεγμένη γάτα και χαμήλωσε την ένταση.

Πες. Ακούω. Και τη δυνάμωσα. Πρέπει να ήμασταν κάπου στο 0,40 του τραγουδιού. Τότε λέγαμε, εκεί κάπου που κάνει έτσι και εκεί κάπου που λέει αυτό. Τώρα δες στο 0,40. Δες τι λέει, δες πως κάνει.

Η θεία σου συνάντησε πριν από μια εβδομάδα το νονό σου στη Χαλκίδα.

Δυνάμωσα ακόμα λίγο. Εκεί κάπου στο 1,00.

Της έδωσε το τηλέφωνό του. Αν θες να τον πάρεις. Μόνο εσύ. Είπε να αποφασίσεις μόνη σου.

Το χέρι μου ήταν ακόμα απλωμένο, πήγαινε ή ερχόταν να ανεβάσει ή να μειώσει την ένταση. Που να θυμάμαι.

Δωστο μου. Και του άλλαξα πορεία τελευταία στιγμή.

Μικρή. Ο νονός σου πέθανε εχθές.

Ήμασταν στο 2,50. Εννοείται πως θυμάμαι. Έκανα επαναπροσδιορισμό πορείας χεριού και δυνάμωσα για το γαμώτο των δευτερολέπτων που έμειναν.

Δε μιλήσαμε ποτέ ξανά γι’ αυτό.

Τη θεία μου μόνο ρώτησα σε ανυποψίαστη στιγμή να μου πει ακριβώς, μα όσο πιο ακριβώς γινόταν, πως ήταν και τι της είπε. Όσο αναλυτικά τα ζήτησα τόσο εύκολα τα ξέχασα.

Η ιστορία πήγαινε κάπως έτσι. Η αδερφή του μπαμπά παντρεύτηκε. Ο άντρας της με βάφτισε. Εκείνη πέθανε. Εκείνος έφταιγε. Πρέπει να ήμουν δύο; Έτσι νομίζω μου είπαν. Όλα έγιναν μακριά. Εκείνη πέθανε μακριά. Εκείνος έμεινε μακριά.

Στην ηλικία που άρχισα να καταλαβαίνω, μου έφερναν δώρα από το νονό. Τα στέλνει ο νονός από την Αμερική, μου έλεγαν.

Παραμύθια, ξυλομπογιές, μαρκαδόρους, μπλοκ ζωγραφικής κενά και άλλα με περιγράμματα να γεμίσω με το ζόρι τα κενά.

Ποτέ δεν έμαθα αν όντως τα έστελνε εκείνος ή με κορόιδευαν όλοι τελικά οικογενειακώς. Τώρα που το σκέφτομαι τα παραμύθια ήταν στα ελληνικά. Μεγαλώνοντας δε ρώτησα να μάθω, δεν με ένοιαζε κιόλας. Ούτε γιατί εκείνος έφταιγε ούτε αν εκείνος έστελνε. Κάποια στιγμή τον ξέχασα νομίζω. Ψέματα, αφού τον θυμάμαι.


Πριν κάτι μέρες παρήγγειλα on line τη λαμπάδα του. Εχθές την είδα στο skype. Ωραία έδειχνε. Τα παπούτσια του θα τα πάρει η μάνα μου από εκεί μήπως χρειαστούν αλλαγή. Θα του πει ότι τα στέλνει η νονά. Η νονά που ακόμα του κρύβει ότι έφυγε. 

2 σχόλια: