Κυριακή 6 Απριλίου 2014

για τις αηδίες που πίνουμε και αυτές που δίνουμε

 The stars and the moon
Aren't where they're supposed to be


Το βράδυ λέω να περάσω από το σπίτι. Έχω ξεχάσει κάποια πράγματα.

Ενημέρωνε το μήνυμα στο κινητό του.

Δεν είχε ξεχάσει τίποτα. Είχε πλύνει μέχρι και το τελευταίο ποτήρι που είχε πιει νερό. Το είχε σκουπίσει, είχε βάλει και την πετσέτα στο πλυντήριο να πλυθεί. Όπως και τις πετσέτες στο μπάνιο. Άλλαξε το απορρυπαντικό και το μαλακτικό. Το υγρό για τα πιάτα. Όλα τα καθαριστικά. Σκούπισε το σπίτι από άκρη σε άκρη. Να μην αφήσει ούτε μια τρίχα της. Μέχρι και το στρώμα έβγαλε να αερίσει. Να μην αφήσει ούτε μια μυρωδιά δική της πίσω. Έβαλε και τα πράγματα όπως τα είχε βρει όταν είχε έρθει. Ξέθαψε και το ποτήρι που οριακά χωρούσε μια οδοντόβουρτσα και η οδοντόπαστα. Σαν να μην είχε μείνει ποτέ δεύτερος άνθρωπος στο μικρό διαμέρισμά του. 

Πέρνα.

Και έβαλε και τελεία για να μη φανεί ότι δεν είναι σίγουρος.

Είχε πάει έντεκα και ακόμα δεν είχε εμφανιστεί. Έξω είχε αρχίσει να βρέχει δυνατά. Δεν ήθελε να πιεί τίποτα για να την περιμένει. Τσιγάρο και μουσική. Γύρω στις δώδεκα παρά σηκώθηκε να κλειδώσει και να γυρίσει το σύρτη. Έβρεχε ακόμα. Γύρισε το κλειδί τρεις φορές και το σύρτη μια. Άναψε ακόμα ένα τσιγάρο και πήγε να καθίσει στον καναπέ. Λίγο πριν ακουμπήσει στο κάθισμα χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Ξεφύσησε και χαμογέλασε στραβά.

Πρώτα ξεκλείδωσε και μετά πάτησε το κουμπί χωρίς να ρωτήσει καν ποιος είναι. Άνοιξε την πόρτα του και βγήκε στο πατάκι να την περιμένει. Την είδε να στέκεται μπροστά από την είσοδο και να περιμένει να στάξουν λίγα από τα νερά που την είχαν ποτίσει. Είχε γίνει μούσκεμα. Τα μαλλιά της είχαν κολλήσει στο πρόσωπό της. Χοντρές σταγόνες έσταζαν από τη μύτη της και μερικές από τα αυτιά της. Ανέβηκε τα τέσσερα σκαλιά αφήνοντας υγρά αποτυπώματα. Στάθηκε μπροστά του, του έδωσε την τσάντα της και το μπουφάν που έβγαλε.

Ήθελε να τη μαλώσει. Γιατί βγήκε τέτοια ώρα μόνη της. Με τέτοια βροχή. Θα κρυώσει. Του φάνηκε σαν να είχε αδυνατίσει το πρόσωπό της με τα μαλλιά κολλημένα στα μάγουλά της. Ήθελε να τη ρωτήσει γιατί δεν τρώει. Φοβήθηκε ότι δεν θα του πει ότι κάνει σαν τη μάνα της και δεν της είπε τίποτα.

Μπήκαν μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω από την πλάτη της.

Να κάνω ένα ζεστό μπάνιο; Ήταν οι πρώτες λέξεις που του είπε. Θα μου δώσεις μια φόρμα σου;

Ναι. Μισό να σου φέρω πετσέτες. Θα αφήσω τα ρούχα στο κρεβάτι να πας να αλλάξεις.

Και ήθελε να της πει, ξέρεις που είναι οι πετσέτες, η αγαπημένη σου φόρμα αφόρετη είναι, σιδερωμένη, διπλωμένη όπως την άφησες. Δεν το έκανε. Φοβήθηκε το βλέμμα της. Το πόσο σκληρή μπορούσε να γίνει.

Την άφησε να χαθεί πίσω από την πόρτα του μπάνιου και τη φαντάστηκε να πετάει τα βρεγμένα της ρούχα ένα σωρό στο πάτωμα. Να μπαίνει στη ντουζιέρα και να βρέχει το βρεγμένο της κορμί με καυτό νερό.

Άναψε ακόμα ένα τσιγάρο και στάθηκε πίσω από τον τοίχο. Έβλεπε το κορμί της να κοκκινίζει, στα μπούτια, στο στήθος, στην κοιλιά από το καυτό νερό που οριακά άντεχε πάνω της. Όταν άκουσε τη βρύση να κλείνει πήγε στο δωμάτιο και έβγαλε ένα εσώρουχό του, τα κάτω της αγαπημένης της φόρμας και ένα φανελάκι του. Τα έστρωσε όμορφα στο κρεβάτι με τη σειρά που θα τα φορούσε και επέστρεψε στο σαλόνι. Περνώντας από το διάδρομο είδε μέσα στην ανοιχτή της τσάντα την ομπρέλα της κλεισμένη μέσα στη θήκη της. Κάθισε στον καναπέ και άναψε ακόμα ένα τσιγάρο. Άκουσε την πόρτα του μπάνιου και είδε το φως που έμπαινε από το διάδρομο να διακόπτεται από τη μορφή της που κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο. Ανασηκώθηκε λίγο στη θέση του και γύρισε το κεφάλι να κοιτάζει τον τοίχο που από πίσω του ντυνόταν. Την έβλεπε να ξετυλίγει την πετσέτα από το κορμί της να σκύβει το κεφάλι, να γυρνάει τα μαλλιά της ανάποδα και να την τυλίγει εκεί. Και μετά να τινάζει πίσω το κεφάλι και να τεντώνει τη μέση και την πλάτη της λίγο πίσω. Γυμνή ακόμα, με σταγόνες σε όλο της το κορμί. Πάντα να ψευτοσκουπίζεται, τι την ήθελε την πετσέτα για το σώμα αφού μόνο τα μαλλιά της σκούπιζε. Τα εσώρουχα και τα ρούχα της τραβούσαν όλη την υγρασία.

Ήρθε και κάθισε στην άλλη άκρη του καναπέ. Μόλις έκατσε γκρίνιαξε.

Γαμώτο ξέχασα το φως αναμμένο.

Άσε πάω εγώ.

Άπλωσε το χέρι να το σβήσει χωρίς να μπει στο δωμάτιο, αλλά την τελευταία στιγμή του τράβηξε την προσοχή το καθαρό του εσώρουχό που έμενε ακόμα ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Τη βρήκε με λυγισμένα τα πόδια πάνω στον καναπέ. Είδε τη ραφή από τη φόρμα του να στριμώχνεται ανάμεσα στα πόδια της και τον έπιασε εκνευρισμός που ήξερε ότι δε φοράει τίποτα από μέσα.

Θα βάλω να πιώ ένα ουίσκι θες;

Όχι. Από πότε πίνω ουίσκι; Θα πιώ από το δικό σου.

Από πότε πίνεις από το δικό μου;

Δεν του απάντησε. Εκείνος πήρε τα παγάκια από την κατάψυξη, έβαλε σε ένα χαμηλό ποτήρι ένα και δύο δάχτυλα ουίσκι.

Δεν την κοιτούσε. Ούτε εκείνη αυτόν. Το ποτήρι. Το υγρό μέσα. Το παγάκι. Το πάτωμα. Τα πόδια τους. Εκεί εστίαζαν και περιφερειακά έπιαναν ελάχιστες κινήσεις και ανύπαρκτες ανάσες. Εκείνος έμεινε στα τρία μέτρα μακριά της. Καθισμένος σε μια καρέκλα γύρω από το τραπεζάκι της κουζίνας.

Σηκώθηκε αργά και τον πλησίασε. Του πήρε το ποτήρι από το χέρι και το ακούμπησε στα χείλη της. Έγλειψε λίγο και το άφησε στο τραπέζι.

Πως την πίνεις αυτή την αηδία. Δήλωσε.

Έβαλε δύο δάχτυλα μέσα, τα υπόλοιπα έμειναν να αγκαλιάζουν το χείλος, γαργάλισε λίγο το υγρό και τράβηξε το παγάκι. Το έβαλε στο στόμα και άρχισε να το πιπιλάει καθώς του γυρνούσε την πλάτη. Κάθισε στον καναπέ. Πάλι με τα πόδια πάνω. Να υποφέρει η ραφή ανάμεσα στα πόδια της να υποφέρει και εκείνος μακριά από αυτά.

Πήρα ότι ήθελα. Θα φύγω σε λίγο. Δουλεύεις και εσύ αύριο.

Τίποτα δεν είχε πάρει. Μόνο τώρα, όπως καθόταν απέναντί του, έτσι όπως έδειχνε απόκοσμη, ακίνητη σχεδόν, οριακά να ανασαίνει που έλεγες ότι και η πολυκατοικία να πέσει, αν μείνει ο καναπές θα μείνει και εκείνη, άφθαρτη με τα συντρίμμια να σωριάζονται γύρω της και εκείνη να μένει να κοιτά το πάτωμα, χωρίς να έχει ανοιγοκλείσει καν τα μάτια της, μόνο τότε, ένιωσε να του παίρνει ό,τι οριακά είχε κρατήσει όρθιο πέντε μήνες που είχε να τη δει.

Ναι, δουλεύω. Δουλεύεις και εσύ. Εκείνος όμως δε δούλευε. Οκτώ μήνες απλήρωτος τον ένατο απολύθηκε.

Πάω να δω αν στέγνωσαν τα ρούχα μου, τα είχα αφήσει στο καλοριφέρ.

Μπήκε στο μπάνιο αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Το φως δημιουργούσε σκιές στον τοίχο του διαδρόμου και εκείνος σηκώθηκε και πλησίασε να τις βλέπει να γδύνονται. Είδε το μαύρο περίγραμμα των χεριών της να κάθεται στη μέση και μετά να σηκώνεται ψηλά και ύστερα να αφήνει τη μπλούζα κάπου μακριά από το σώμα της. Μετά τα έφερε πάλι στη μέση και άφησε τη φόρμα να πέσει στο πάτωμα. Όταν την είδε να τεντώνει πάλι το χέρι της, έτοιμη να πάρει το εσώρουχο από το καλοριφέρ, μπήκε στο μπάνιο και την άρπαξε από τον καρπό πριν το φτάσει.

Για να κάνεις μπάνιο ήρθες; Να στεγνώνεις τα ρούχα σου; Της πονούσε τον καρπό και μιλούσε μέσα στο στόμα της. Άρχισε να την τραβάει προς το υπνοδωμάτιο και την πέταξε στο κρεβάτι. Ανέβηκε πάνω της και της έπιασε και τα δύο χέρια πάνω από το κεφάλι.

Εσύ δεν θα αγγίζεις. Τίποτα. Καθόλου. Εσύ δεν ήθελες να αγγίζεις άλλο. Δεν ήθελες να μυρίζεις. Δεν ήθελες να γεύεσαι.

Άρχισε να τη δαγκώνει παντού. Δαγκωνιά και υγρό φιλί. Μα την πονούσε. Η γλώσσα του πιο πολύ παρά τα δόντια του. Την έπιασε από τα πλευρά και τη γύρισε μπρούμυτα. Δεν άφησε χιλιοστό. Τη μέση, έναν έναν τους σπονδύλους, το σβέρκο, πίσω από τα γόνατα, τις φτέρνες. Ανέβηκε και κατέβηκε τρεις φορές και μετά πάλι ανάσκελα, στο στήθος, στο λαιμό, στον αφαλό, στους αστραγάλους, μέσα από τους αγκώνες, στα μάγουλα. Και κάθε φορά που άπλωνε τα χέρια της να τον αγγίξει της τα χτυπούσε, με δύναμη σα να έδινε σφαλιάρα και τα έριχνε στο πλάι, ή τα ακινητοποιούσε πάνω από το κεφάλι της. Και την τρίτη όπως ανέβαινε, στάθηκε στους μηρούς της και χώθηκε ανάμεσα στα πόδια της. Και εκείνη τελείωσε στα δύο αγγίγματα της γλώσσας του, χτυπώντας τις γροθιές της στο στρώμα, τεντώνοντας την πλάτη της, εκατοστά πιο ψηλά από το κρεβάτι και πνίγοντας τα βογκητά της στις κοφτές ανάσες της.

Έμεινε εκεί να νιώθει τους σπασμούς της, μέχρι που χαλάρωσε η πλάτη της και ακούμπησε πάλι πάνω από το πάπλωμα. Μετά την άφησε, χωρίς να την αγγίζει και ξάπλωσε δίπλα της. Την κοίταζε χορτασμένη, αποκαμωμένη και έλεγε στον εαυτό του εγώ το έκανα και χαμογέλασε στραβά. Εκείνη κάτι έψαχνε στο ταβάνι, μα μόλις τον ένιωσε να χαμογελά, σηκώθηκε, χωρίς να του ρίξει ούτε μια ματιά, πήγε στο μπάνιο, ντύθηκε βιαστικά, πέρασε δίπλα από το τραπέζι της κουζίνας, πήρε την τσάντα της από το πάτωμα και το μπουφάν και έφυγε.

Το μόνο που του ήρθε να της πεις ήταν που πάει τέτοια ώρα. Μόνη της μέσα στη νύχτα. Μα πάλι δεν τη μάλωσε. Σηκώθηκε και πήγε στο σαλόνι. Πάνω στο τραπεζάκι ένας φάκελος. Έβαλε ακόμα δύο δάχτυλα ουίσκι, χάρισμά σου τα υπόλοιπα παγάκια, σκέφτηκε και κάθισε για να διαβάσει. Ο φάκελος φούσκωνε χιλιοστά από το τραπέζι.

Πόσα μου έγραψε. Ξεψύχησε με μια κρυφή χαρά.

Ήπιε σχεδόν ότι είχε το ποτήρι του και άνοιξε το φάκελο.

Οκτώ κολλαριστά πενηντάευρα και ένα χαρτάκι.

Σου χρωστούσα δύο μισά ενοίκια και τα κοινόχρηστα.

Άφησε τα χρήματα στο τραπέζι και από πάνω το χαρτάκι.

Τουλάχιστον, με άφησες πουτάνα στο μπουρδέλο μου.



4 σχόλια: