Τρίτη 27 Μαΐου 2014

κουνούπια νοσοκομειακά

Έτρωγε μόνο μπιφτέκια νοσοκομειακά και μακαρόνια νερόβραστα. Αδύνατος και εύθραυστος. Μισός από μένα μέχρι το λύκειο. Τον βάζαμε στην καρέκλα εκείνη, στη θέση του τραπεζιού που δε χωρούσε να περάσει εκτός κι αν σηκωνόταν κάποιος. Και εκείνος όσο και αν μεγάλωνε περνούσε κάτω από το τραπέζι, βρισκόταν στα πόδια μου και έκανε αγώνα για να πιστέψουμε ότι είναι ζήτημα ζωής και θανάτου να βρεθεί στην τουαλέτα. Έμενε εκεί ένα λεπτό, όρθιος μάλλον να κοιτά το νερό στη λεκάνη και τραβούσε το καζανάκι. Έβγαινε λέγοντας μου πέρασε χωρίς κανείς να τον ρωτήσει. Η μάνα μου ζητούσε να γυρίσει στο τραπέζι και εκείνος έλεγε πως τώρα δε χωράει να περάσει και θα πρέπει κάποιον να σηκώσει.

Κλεινόταν μετά το φαγητό στο δωμάτιο του να διαβάσει και έβγαινε στα είκοσι λεπτά. Εξουθενωμένος, να κρατάει το κεφάλι του γκρινιάζοντας ζαλίστηκα. Μάζευε μύγες ζωντανές σε βαζάκι μαρμελάδας και έφτιαχνε φάρους με χαρτόνι από εξώφυλλα βιβλίων. Λαμπάκι που ξήλωνε από φακούς και ένωνε κάτι μικρά καλωδιάκια στους πόλους μπαταρίας και εκείνοι άναβαν.

Δεν θυμάμαι να μοιραστήκαμε πολλά εκτός από ότι μοιραστήκαμε τα πάντα. Την πιο τρυφερή κουβέντα που μου χάρισε ακόμα τη θυμάμαι.

Αυτός σε στεναχώρησε; Να του αμολήσω μια να ψοφήσει από τη βρώμα;

Κατακαλόκαιρο, μες το μεσημέρι να ανεβαίνουμε την ανηφόρα του ξενοδοχείου κλίση 25% για 200 μέτρα συνεχόμενα, να βοηθήσουμε τη μάνα μας. Θυμάμαι κάτι σέρναμε στον τσιμεντόδρομο, μα μάλλον οι σαγιονάρες μας θα ήταν. Εγώ γελούσα και έκλαιγα μαζί για το σπουδαίο λόγο να περνάει αυτός με το ποδήλατο και να μη με κοιτάει.

Την πιο όμορφη κίνηση πάλι σε μια στεναχώρια μου την αφιέρωσε. Σκότωσε το κουνούπι που με τσίμπησε και το πιασε απ’ το πόδι. Μου το φέρε στη μούρη και με ρώτησε όλο αγωνία

Το δικό σου είναι;

Τη φάτσα του θυμάμαι, τη στεναχώρια όχι. Και μέσα από τα δάκρυα έκανα πως σιχαίνομαι ένα μικρό κουνούπι.

Τώρα προσπαθεί να φάει μπιφτέκια νοσοκομειακά και μακαρόνια νερόβραστα. Λιώνει και λιώνεται από το μισό ολόκληρό του που μεγαλώνει μες στα πόδια τους. Βάζει στο πάτωμα το λαπτοπ και με αφήνει να χαζεύω το μικρό να προσπαθεί να μπουσουλίσει, μα ακόμα πάει με την όπισθεν. Μου τον παρουσιάζει ότι κάνει τα καλύτερα λες και θα τον αγοράσω και ενδιάμεσα πετάει και ένα

Καλά έκανες που έφυγες.

Και ύστερα τον σηκώνει ψηλά να δω πόσο μεγάλωσε αφού πια δε χωράει να φαίνεται ολόκληρος μπροστά από την οθόνη.

Έχει τα πιο όμορφα χείλη που θα υπάρξουνε ποτέ. Και αυτό γιατί εγώ τον έσπρωξα επάνω στο παιχνίδι και έπεσε στο τραπέζι του καθιστικού. Και μπήκε το δοντάκι του και φούσκωσε. Και από τότε έτσι παραμένει από τη δεξιά μεριά.

Μακριά πολύ μακριά, ελπίζω να κοιμάται τώρα και όχι να ξαγρυπνά με κλάματα. Το τελευταίο πράγμα που ίσως θα σκεφτεί να είμαι εγώ. Μα αν του το ζητούσα, που δεν θα χρειαζόταν, άπειρα όχι ένα κουνούπι στα πόδια μου θα έφερνε και όλο τον κόσμο θα άφηνε ξερό για να μπορεί και πάλι να μου πει:


Γιατί κλαις μικρή αφού γελάς;

4 σχόλια:

  1. Δεν έχω αδέρφια και... λίγο ζήλεψα.
    Λίγο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. εκείνος πάλι αν ήξερε τι κάθεται και γράφει η αδερφή του θα την είχε κρεμάσει ανάποδα ^_^

      ο πιο όμορφος μπελάς τα αδέρφια, αλήθεια

      Διαγραφή
  2. Θα σε καμάρωνε. Φιλί υπέροχο πλάσμα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή