Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

τα πάθη από μακριά

Το προτελευταίο σπίτι του χωριού νοικιάζαμε. Μετά, ακόμα ένα πέτρινο, δέκα μέτρα λοφάκι, οι σκάλες της εκκλησία και το νεκροταφείο. Πέντε μέτρα τσιμεντόδρομος και η θάλασσα. Βουνό τα φύκια από τη σοροκάδα. Ιώδιο στα ρουθούνια από το πρώτο ξύπνημα μέχρι την τελευταία ανάσα πριν τον ύπνο.

Πριν τη μεγαλοβδομάδα, μας μάζευε η κυρά Κρυστάλλω όλα τα παιδιά να τρίψουμε τα μανουάλια, να φέρουμε άμμο καθαρή, να πλύνουμε τις σκάλες, να βάψουμε την πόρτα και τα κάγκελα. Παιδική χαρά το προαύλιο και κούνιες οι τάφοι. Ξεσηκώναμε τους νεκρούς μας και τρεμόπαιζαν τα καντήλια σαν να γελούσαν.

Ρε μάνα, πως γίνεται; Μυρίζει Πάσχα.

Την Κυριακή στρώναμε βάγια, λεμονανθούς και πορτοκαλανθούς.

Μοιραζόμασταν τον παπα Γιώργη με το διπλανό χωριό. Την ενορία του την κανόνιζε τις σωστές ώρες. Για εμάς όλη την εβδομάδα η καμπάνα χτυπούσε μετά τις οκτώ. Όλος ο κόσμος περνούσε έξω από το σπίτι μας.

Άντε μικρή, που είναι η μάνα σου. Πάμε.

Ο πατέρας μου, όποτε ήταν μαζί μας, μόνο Μεγάλη Τρίτη ερχόταν στην εκκλησία και το Μεγάλο Σάββατο. Ερχόταν για την Κασσιανή και η μάνα μου δε ζήλευε.

Το μάγουλο της κυρά Γιαννούλας τις Μεγάλες Πέμπτες ένα με το μωσαϊκό και ο παπά Γιώργης να κλαίει από το σίγμα στο σήμερον. Η κυρά Κούλα από τα δεξιά, πρώτο τραπέζι πίστα, με την καρέκλα της, μπροστά από τους ψάλτες ένα με τις εικόνες. Να κοιτάει την εικόνα του Άι Γιώργη και να θυμάται το Γιώργο της. Και εμείς να κοιτάμε την κυρά Κούλα και να τους θυμόμαστε όλους. Αυτούς που στα τριάντα τρία μας την έκαναν. Και είναι πολλοί. Σαν να ‘ναι η κατάρα του χωριού. Καμιά φορά το σκέφτομαι. Τώρα όχι. Εξάλλου έχω δύο χρόνια ακόμα.

Τις Μεγάλες Παρασκευές περιφορά κάναμε στις 11.30. Μπροστά από καφετέριες και μπαράκια γεμάτα κόσμο, αφού είχαν σχολάσει όλες οι άλλες εκκλησίες. Η μουσική σταματούσε, στο ένα χέρι μπύρες στο άλλο αυτό το μπέρδεμα που μοιάζει με το σήμα του σταυρού, που ντρέπεσαι να κάνεις και ντρέπεσαι να μην κάνεις.

Το Μεγάλο Σάββατο ήμασταν από τους τυχερούς. Η ανάσταση από τις 11 και η εκκλησία γεμάτη με όλους αυτούς που ήθελαν να τσουγκρίσουν βαμμένα αυγά νωρίς. Η μάνα μου όλη την ώρα μέσα. Ο πατέρας μου με τους δικούς του, ο αδερφός μου στο νεκροταφείο και εγώ από εδώ και από εκεί.

Μια χρονιά τον παπα Γιώργη τον συνεπήρε το κλίμα. Έψελνε και έψελνε και η ώρα περνούσε. Κάποια στιγμή γυρνάει στον ψάλτη και ρωτάει τι ώρα είναι χωρίς να απομακρύνει το μικρόφωνο και από το πουθενά κάναμε ανάσταση καθώς τον ακούσαμε να λέει:

Έεεεεντεκα πάρα πέεεεεντε;;; Χριστόοοοος Ανέεεεεστη…

Ο αμερικάνος έβαζε φουρνέλα στη θάλασσα και σειόταν ο τόπος. Και από δίπλα πιο μικροί και πιο μεγάλοι κορόιδευαν ότι κάνουν φασαρίες με τις «γουρούνες»

Μια ώρα μετά και ακόμα φιλιόταν όλο το χωριό, έκαιγε μαλλιά και άναβε κεριά που έσβηναν με τον αέρα ή τις ανάσες. Η μάνα μου μέσα ταμπουρωμένη. Τελευταία έβγαινε και όπως είχαμε μείνει μεταξύ μας πάντα βρισκόμουν ανάμεσα τους που έδιναν ένα πεταχτό φιλί στο στόμα. Πάντα ανάμεσα πέφτω. Σε αυτό και στο πρωτοχρονιάτικο.

Τις Κυριακές δεν ψήναμε. Οι δουλειές δεν άφηναν. Εξάλλου εγώ το παγωτό περίμενα.

Τριάντα Πάσχα στο χωριό. Χωρίς να έχω προσδιορίσει μέσα μου τι είναι το Πάσχα για μένα. Στο τριακοστό πρώτο τους την έφερα.

Θα σου στείλω τσουρέκια, θα έρθουν;

Θα έρθουν.

Δεν θέλω τσουρέκια. Φύκια θέλω, όχι από τα στεγνά. Αυτά κάτω από το σωρό, που ακουμπάνε στις βρεγμένες πέτρες. Λίγο άμμο, άμα μου έρθει να ανάψω κερί να βρω να το καρφώσω και ένα κλωνάρι λεμονανθό.


Θα στείλεις;

7 σχόλια: